Η Τραμπ-άλα των ΗΠΑ, αστάθμητος παράγοντας στα ελληνοτουρκικά
25/11/2024Η προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ στις διεθνείς σχέσεις, χαρακτηρίστηκε στο παρελθόν από τον πραγματισμό και την επικέντρωση σε συμφέροντα, κυρίως οικονομικά, στρατιωτικά και επιχειρηματικά.
Αυτή η στάση επέτρεψε στην Τουρκία να αναπτύξει μια πιο αυτόνομη εξωτερική πολιτική, χωρίς τους παραδοσιακούς περιορισμούς που επιβάλλονται από τη Δύση. Παραδείγματα απτά ήταν, η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία, κ.α. Ταυτόχρονα, αυτές οι κινήσεις, έδειξαν την ικανότητα της Άγκυρας να διεκδικεί ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης, εκμεταλλευόμενη την απουσία συνοχής στη δυτική πολιτική.
Από την άλλη, η Ελλάδα προσπάθησε να εδραιώσει τη θέση της, ως βασικός σύμμαχος της Δύσης, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, παρουσιάζοντας έναν ρόλο σταθερότητας και συνέπειας. Οι ΗΠΑ και ευρύτερα η Δύση, ωστόσο, επέλεξαν το ρόλο του “ισορροπιστή” και των ίσων αποστάσεων, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Πιο συγκεκριμένα, η “ευελιξία” του Τραμπ, δυσκόλευε τη διατήρηση μιας συνεκτικής και σταθερής στρατηγικής για τις δύο χώρες, ενώ η γενικότερη πολιτική των ΗΠΑ, συχνά έδειχνε να κινείται σε δύο κατευθύνσεις:
- Στην Τουρκία με τον Τραμπ να έχει προσωπικές σχέσεις με τον Ερντογάν, παρά το γεγονός ότι, υπήρξαν στιγμές όπου επιβλήθηκαν κυρώσεις (π.χ. για τους S-400), αυξάνοντας την ένταση στις σχέσεις.
- Στην Ελλάδα, η οποία ενισχύθηκε στρατιωτικά και διπλωματικά από τις ΗΠΑ, με επενδύσεις σε στρατιωτικές βάσεις (όπως η Σούδα και η Αλεξανδρούπολη) και υποστήριξη των ελληνικών θέσεων στην ΑΟΖ και στα ενεργειακά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτή η πολιτική των ίσων αποστάσεων, είχε ως αποτέλεσμα να μην αποκρυσταλλώνεται ξεκάθαρη υποστήριξη προς τη μία ή την άλλη πλευρά, κάτι που αύξησε την αβεβαιότητα και στις δύο χώρες. Η Ελλάδα, πάντως, φάνηκε να κερδίζει έδαφος στις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ, κυρίως και λόγω συμφερόντων των ΗΠΑ (σ.σ. δημιουργώντας βάσεις στην Ελλάδα). Από την άλλη, η Τουρκία συνεχίζει να διεκδικεί ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης, προβάλλοντας ισχύ τόσο στρατιωτικά, όσο και διπλωματικά, αμφισβητώντας αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως το καθεστώς της ελληνικής ΑΟΖ.
Η Ελλάδα, δρα ως υπερασπιστής του διεθνούς δικαίου, επιχειρώντας να ενισχύσει τις συμμαχίες της μέσω της ΕΕ και των ΗΠΑ, παρουσιάζοντας μια “θεσμική νομιμότητα” στις διεκδικήσεις της. Αποτέλεσμα είναι η ένταση και οι περιοδικές κρίσεις, οι οποίες προκύπτουν από την καχυποψία μεταξύ των δύο κρατών, η οποία συντηρείται (σ.σ. καχυποψία) από τον εθνικισμό και την ιστορική αντιπαλότητα.
Η προσέγγιση του Τραμπ
Η αντίληψη του Τραμπ να προσεγγίζει τις διεθνείς συγκρούσεις με την πολιτική ίσων αποστάσεων, ή με την αντίληψη πως μπορούν να υπάρξουν – αμοιβαία-επωφελείς λύσεις μέσω διαπραγματεύσεων, εντείνουν την αβεβαιότητα και την αστάθεια. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση παραβλέπει τη βαθύτερη φύση ορισμένων συγκρούσεων, όπως εκείνων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπου η επικράτηση της μίας πλευράς συχνά συνεπάγεται την υποχώρηση της άλλης.
Στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, οι γεωπολιτικές διεκδικήσεις δεν αφήνουν περιθώριο για εύκολες “λύσεις Τραμπ”, γιατί η κάθε πλευρά θεωρεί ότι έχει το απόλυτο δίκιο. Ως αποτέλεσμα, η πολιτική Τραμπ μπορεί να οδηγήσει σε προσωρινές αποκλιμακώσεις, χωρίς μακροχρόνια αποτελέσματα, καθώς και στην αύξηση των εθνικιστικών τάσεων, καθώς καμία πλευρά δεν θα αποδέχεται την “μεσολαβητική” προσέγγιση ως επαρκή.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν ευάλωτες σε εξωτερικές πιέσεις, ιστορικά τραύματα και εσωτερικές πολιτικές δυναμικές (σ.σ. εθνικιστικές ομάδες και κόμματα). Η πρώτη περίοδος κυβέρνησης Τραμπ απλώς ανέδειξε τις αντιφάσεις στις στρατηγικές των δύο χωρών και την ανάγκη για μια πιο συνεκτική πολιτική προσέγγιση από τις ΗΠΑ. Ο βασικός παράγοντας στη διαχείριση των εντάσεων μεταξύ των χωρών, όταν αυτές προκύπτουν, θα έπρεπε να είναι τα γεωπολιτικά δεδομένα και λιγότερο τα ιδεολογικά κριτήρια.