Κακός βαθμός για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και στο Ουκρανικό
11/06/2025
Το αμέσως προσεχές διάστημα η κυβέρνηση οφείλει να λάβει αποφάσεις με διπλωματική σημασία στο εξωτερικό και με βάρος για τον Έλληνα φορολογούμενο στο εσωτερικό. Οι επαφές μεταξύ της Ελλάδας και της Ουκρανίας – διμερώς και στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής με τις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης – είναι χρήσιμες για την έγκαιρη απόκτηση ερεισμάτων στο μεταπολεμικό τοπίο.
Όμως, ουδείς εγγυάται ότι οι σημερινοί, συγκεκριμένοι συνομιλητές της Αθήνας, που ανήκουν μόνον στο στενό κύκλο του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, θα βρίσκονται σε καίριες θέσεις της μελλοντικής εκτελεστικής εξουσίας του Κιέβου. Απουσιάζουν οι – ενδεδειγμένες και θεμιτές διπλωματικά – επαφές με άλλους Ουκρανούς παράγοντες (προφανώς φιλοδυτικούς), που ίσως έχουν ρόλο σε λίγους μήνες ή χρόνια.
Και το ακόμα πιο σημαντικό: Μολονότι η ελληνική κυβέρνηση προσκαλείται πια στις συνεδριάσεις των ομονοούντων κρατών για την πιθανή αποστολή δύναμης επιτήρησης της ειρήνης, αγνοείται πλήρως από την Ουάσινγκτον, το Βερολίνο, το Λονδίνο και το Παρίσι, όποτε η συζήτηση – σπάνια – φθάνει στις μεταπολεμικές ισορροπίες ή στη διανομή των συμβολαίων ανοικοδόμησης.
Πρόκειται για άλλη μια ήττα της διπλωματίας Μητσοτάκη-Γεραπετρίτη. Μια ήττα σε εξόφθαλμη αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, όταν η Ελλάδα είχε επιβάλει την οικονομική κυριαρχία της στη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία και σε ολόκληρα τα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια την περίοδο 1999-2009, με διακομματική συναίνεση στις αντίστοιχες πρωτεύουσες. Δεν είναι τυχαίο ή αθώο ότι, με το πρώτο κιόλας Μνημόνιο του 2010, επιβλήθηκε η αποχώρηση των ελληνικών τραπεζών από τις βαλκανικές χώρες, αν και η απλή λογική έδειχνε ότι η παραμονή τους θα προσέφερε κέρδη στην εθνική οικονομία και εγγύηση επιστροφής χρημάτων στους δανειστές.
Ασφαλώς, συγκριτικά με τα Βαλκάνια, η Ελλάδα διαδραματίζει μικρότερο ρόλο στις εξελίξεις της Ουκρανίας. Ωστόσο, το σημαντικό, στην παρούσα περίπτωση, είναι ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν καταφέρνει να αποσπάσει ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό… 1% όσων είχαν εξασφαλίσει οι προκάτοχοί του στη βαλκανική ανασυγκρότηση. Επιπλέον, προκαλεί μελαγχολία η εικόνα της μηδενικής παρεμβατικότητας του (μη εκλεγμένου) υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη, συγκριτικά με την επιρροή των, διαδοχικά, Γιώργου Παπανδρέου, Πέτρου Μολυβιάτη και Ντόρας Μπακογιάννη εκείνη την εποχή.
Μέρος της σημερινής εικόνας λαθών και παραλείψεων είναι και ο (εκλεγμένος τουλάχιστον) υφυπουργός Εξωτερικών Τάσος Χατζηβασιλείου. Όταν, κατά την πρώτη επίσκεψή του στο Κίεβο στις αρχές Απριλίου, συζητήθηκαν ζητήματα ναυπηγείων και λιμένων, ο κ. Χατζηβασιλείου προέβη σε ονομαστική αναφορά μόνον μίας ελληνικής εταιρίας. Σημείωσε ότι αυτή θα μπορούσε να αναλάβει τα σχετικά συμβόλαια, ενώ στοιχειώδες καθήκον ενός κρατικού αξιωματούχου είναι να προβάλλει όλες τις αξιόπιστες εταιρίες κάθε κλάδου.
Σε κάθε περίπτωση, το αμέσως προσεχές διάστημα η κυβέρνηση οφείλει να λάβει αποφάσεις με διπλωματική σημασία στο εξωτερικό και με βάρος για τον Έλληνα φορολογούμενο στο εσωτερικό.
Το πρώτο ορόσημο είναι το ECOFIN της 20ής Ιουνίου, όταν οι υπουργοί Οικονομικών των χωρών-μελών της ΕΕ θα αρχίσουν άτυπες συζητήσεις για την παροχή οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία το 2026 και το 2027. Ούτε η Κομισιόν ούτε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το ΔΝΤ (που συνδράμουν τις αρχές του Κιέβου) έχουν προσδιορίσει το ύψος των απαιτούμενων κονδυλίων. Συνεργάτες του κ. Ζελένσκι εκτιμούν πως το χρηματοδοτικό κενό της επόμενης διετίας προσεγγίζει τα 45 δισ. ευρώ, χωρίς ακόμα να μπορεί να εκτιμηθεί αν πρόκειται για διαπραγματευτική υπερβολή του Κιέβου έναντι των Βρυξελλών ή για πραγματική αποτύπωση της κατάστασης.
Ορόσημο για το Ουκρανικό
Δεύτερο ορόσημο αποτελεί η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, στις 24 και 25 Ιουνίου, όταν θα τεθεί σε νέα βάση η παροχή βοήθειας προς την Ουκρανία. Οι ΗΠΑ και η Τσεχία διευκολύνουν μεν την Ελλάδα, αγοράζοντας οπλικά συστήματα και πυρομαχικά εκτιμώμενης αξίας άνω των 120 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά το τριετές κόστος της αντίστοιχης διμερούς βοήθειας ξεπέρασε τα 130 εκατομμύρια ευρώ.
Επίσης, με βάση τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ επί προεδρίας Μπάιντεν, η Ελλάδα οφείλει να συνεισφέρει, την περίοδο 2025-2030, περίπου 180 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας και τη διαλειτουργικότητά τους με τη Συμμαχία. Κατόπιν της επιλογής του προέδρου Τραμπ να “αναθέσει” στους Ευρωπαίους συμμάχους μεγαλύτερη – στρατιωτική και οικονομική – ευθύνη για την ασφάλεια των ίδιων και της Ουκρανίας, ενδεχομένως η ελληνική συνεισφορά να είναι μεγαλύτερη.
Η κυβέρνηση τηρεί απόλυτη σιγή ως προς τις προθέσεις της, χωρίς να ενημερώνει για την επιβάρυνση των φορολογουμένων και του Κρατικού Προϋπολογισμού ή για την αναζήτηση άλλων λύσεων (αξιοποίηση των κερδών από τα “παγωμένα” ρωσικά κεφάλαια ή πρόταση καταβολής μεγαλύτερων ποσών από τα μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη).