Καλά τα F-35 αλλά καλύτερη η επένδυση στο “ντοπαρισμένο πυροβολικό”
20/05/2022Ένα από τα στοιχεία της επίσκεψης Μητσοτάκη στις ΗΠΑ ήταν ότι η Ελλάδα προτίθεται να αγοράσει μία μοίρα των 5ης γενιάς μαχητικών F-35. Τον δρόμο είχε ανοίξει η ψήφιση από το Κογκρέσο του νομοσχεδίου Μενέντεζ-Ρούμπιο για την “Αμερικανοελληνική αμυντική και διακοινοβουλευτική εταιρική σχέση”, με το οποίο είχε απελευθερωθεί η εξαγωγή στην Ελλάδα των F-35, από αυτά που προορίζονταν για την Τουρκία. Για την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, ωστόσο, σημαντικότερη είναι η επένδυση στο “ντοπαρισμένο πυροβολικό”.
Το μαχητικό F-35, πάντως, παραμένει αμφιλεγόμενο όσον αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τις δυνατότητες του και κυρίως τον οπλισμό που θα αποδεσμεύσουν γι’ αυτό οι ΗΠΑ. Το πρόβλημα είναι ότι η συζήτηση για τα F-35 εν Ελλάδι αγνοεί ότι τα μαχητικά stealth, όπως το F-35, δημιουργήθηκαν για να επιτύχουν μια βελτιωμένη σχέση κόστους προς απόδοση, όσον αφορά τις αποστολές κρούσης. Αυτό συνδυάζεται με το γεγονός ότι σήμερα έχουμε μια σημαντική εξέλιξη σε αυτόν τον κρίσιμης σημασίας τομέα, που είναι η αναβάθμιση του πυροβολικού.
Το βασικό πλεονέκτημα των αεροσκαφών stealth τακτικής κρούσης, με πρώτο το εμβληματικό F-117 Nighthawk, ήταν ότι μπορούσαν να επιχειρούν μόνα τους, χωρίς να χρειάζονται προστασία. Αντιθέτως, στην αμερικανική αεροπορία τα συμβατικά αεροσκάφη για να διεξάγουν μια αποστολή αεροπορικής κρούσης επιχειρούν σε “πακέτα”. Κάποια αεροσκάφη ανοίγουν τον δρόμο, ασκώντας αποστολές καταστολής-καταστροφής της εχθρικής αεράμυνας (SEAD και DEAD αντιστοίχως), κάποια άλλα παρέχουν προστασία από εχθρικά αεροσκάφη και κάποια έχουν άλλα καθήκοντα. Για παράδειγμα, αεροσκάφη όπως το πανάκριβο EF-111 Raven, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, υπήρχε για να τυφλώνει με τους παρεμβολείς του τα εχθρικά ραντάρ για να μπορούν να επιχειρούν τα αεροσκάφη κρούσης.
Έτσι, στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 συνήθως απαιτούνταν έξι με οκτώ αεροσκάφη για να ριφθούν μόλις έξι βόμβες στον στόχο. Στην επίθεση κατά της Σερβίας η κατάσταση μάλλον χειροτέρεψε. Ναι μεν οι πιλότοι εκτελούσαν τις αποστολές τους με σχετική ασφάλεια, αλλά η προβολή ισχύος κατέστη πολύ ακριβή. Αυτή η μετακίνηση των δυνάμεων από “θετική δράση” (positive action) σε αυτοπροστασία χαρακτηρίζεται από τον στρατηγιστή Edward Luttwak ως «άτυπες απώλειες» (“virtual attrition”). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σε μια αεροπορική επιδρομή κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991, εξήντα αεροσκάφη από δύο αεροπλανοφόρα χρησιμοποιήθηκαν για να ριφθούν 32 τόνοι βομβών, όλοι κι όλοι, από οκτώ βομβαρδιστικά A-6 Intruder.
Η αμερικανική στροφή στα stealth
Ήδη από το Βιετνάμ, κατά τη διάρκεια της μαζικής επιχείρησης βομβαρδισμού Linebacker, πυρήνας κάθε “πακέτου” κρούσης ήταν οκτώ με δώδεκα αεροσκάφη οπλισμένα με βόμβες προσβολής ακριβείας με καθοδήγηση λέιζερ (LGB). Δεδομένου ότι οι βόμβες καθοδήγησης λέιζερ εξαρτιόνταν από τον καθαρό καιρό, μετεωρολογικά αεροσκάφη προηγούνταν των βομβαρδιστικών, ενώ πάνω από την περιοχή του στόχου βρίσκονταν δύο με τέσσερα μαχητικά σε αποστολή εναέριας περιπολίας μάχης (CAP) για την προστασία των βομβαρδιστικών από μαχητικά MiG.
Ακολουθούσαν οκτώ με δώδεκα μαχητικά F-4 Phantom εφοδιασμένα με βόμβες διασποράς αεροφύλων Mk-129, στόχος των οποίων ήταν να προκαλέσουν σύγχυση στα ραντάρ των συστοιχιών των πυραύλων αεράμυνας και των αντιαεροπορικών πυροβόλων. Οκτώ ακόμη F- 4 εφοδιασμένα με ατρακτίδια ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM) συνόδευαν τα βομβαρδιστικά για να προσφέρουν προστασία από τα αντιαεροπορικά πυρά. Τον σχηματισμό υποστήριζαν αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου ΕΒ-66 και μαχητικά Wild Weasel για καταστολή της εχθρικής αεράμυνας με πυραύλους αντι-ραντάρ Shrike.
Το υψηλό κόστος αυτών των “πακέτων” έκανε τους Αμερικανούς να στραφούν προς τα αεροσκάφη stealth που θα μπορούσαν να επιχειρούν από μόνο τους. Ωστόσο, τις προσδοκίες αυτές δεν τις δικαίωσαν τα “αόρατα” αεροσκάφη, τα οποία στοιχίζουν πάρα πολύ τόσο ως προς την κατασκευή όσο κυρίως ως προς τη συντήρησή τους. Έτσι λοιπόν, stealth ή όχι, φαίνεται πως τα επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη έχουν φθάσει κοντά στα όριά τους να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τον ρόλο για τον οποίο σχεδιάστηκαν. Δηλαδή να λειτουργούν ως το βασικό μέσον εκτόξευσης πυρών στο πεδίο της μάχης.
Το “ντοπαρισμένο πυροβολικό”
Σήμερα, δεν έχουμε αεροσκάφη αντίστοιχα των Ilyushin Il-2 Shturmovik ή των Junkers Ju-87 Stuka του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία ουσιαστικά λειτουργούσαν σαν ιπτάμενο πυροβολικό. Τα εξεζητημένων τεχνολογιών και υψηλού κόστους σημερινά αεροσκάφη, όπως είναι το F-35 ή ακόμη και τα παλαιότερα F-16, F-18, Tornado κλπ, δύσκολα μπορούν να λειτουργήσουν ως προέκταση του πυροβολικού λόγω των μικρών αριθμών που διατίθενται.
Αντιθέτως, το πυροβολικό τείνει να αντιστρέψει την τάση και να επεκτείνει τη δράση του έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα της αεροπορίας, ακόμη και σε στρατούς όπως ο αμερικανικός, που είχε αναγορεύσει την αεροπορική προβολή ισχύος σε ύψιστη αρετή. Η εξέλιξη αυτή φέρνει ριζικές δυνητικές αλλαγές στη μεθοδολογία του μάχεσθαι και ταιριάζει απόλυτα με τις ιδιαίτερες γεωγραφικές και επιχειρησιακές συνθήκες της Ελλάδας. Κατά τα φαινόμενα όμως δεν λαμβάνει την προσοχή που θα έπρεπε να έχει. Αυτό δεν σημαίνει πως τα σημερινά μαχητικά αεροσκάφη δεν έχουν θέση στους σημερινούς πολέμους και θα πρέπει να αντικατασταθούν με πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης. Αυτή η θέση, που εκφράστηκε στο παρελθόν, αποδείχθηκε λανθασμένη.
Όμως, φαίνεται πως ένα “επαυξημένο πυροβολικό” (enhanced artillery) –”ντοπαρισμένο πυροβολικό” (artillery on steroids) επί το γλαφυρότερον– εφοδιασμένο με συστήματα ικανά να ασκήσουν πλήγματα υψηλής καταστρεπτικότητας και παρατεταμένης διάρκειας στον αντίπαλο, μπορεί να αποτελέσει τη βάση έδρασης μιας δικτυοκεντρικής δύναμης. Μέσα σ’ αυτήν οι δυνάμεις ελιγμού θα μπορέσουν να δράσουν αποτελεσματικότερα, ενώ οι πλατφόρμες υψηλής αξίας, όπως τα μαχητικά αεροσκάφη και τα πλοία, θα αποτελέσουν μέρος μιας κινητής γεωγραφίας ισχύος που θα προσαρμόζεται διαρκώς στη ρευστή πραγματικότητα της μάχης.
Η ιδανική αρχιτεκτονική μάχης
Ας μην ξεχνάμε ότι οι πολεμικές ικανότητες εδράζονται πάνω στα αποτελέσματα που επιφέρουν στον αντίπαλο. Κατά συνέπεια, κάθε εξοπλιστική προσπάθεια και σχεδίαση πολεμικών ικανοτήτων πρέπει να ξεκινά από αυτό το δεδομένο. Και τα αποτελέσματα τα επιτυγχάνουν τα βλήματα. Αντιθέτως, οι πλατφόρμες μεταφοράς βλημάτων, όσο προηγμένες και “εξωτικών” τεχνολογιών κι αν είναι, δεν έχουν αξία από μόνες τους. Ούτε το μυθοποιημένο στις μέρες μας “δίκτυο” που διαμορφώνεται από σύνθετες αρχιτεκτονικές C4ISR, ούτε “μαγικά” τεχνουργήματα, όπως αόρατα αεροσκάφη.
Όλα αυτά αποτελούν υπηρέτες των βλημάτων, γιατί αυτά ασκούν τα επιθυμητά καταστρεπτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο. Άρα, αν θέλουμε να επενδύσουμε σε μια αποτελεσματική και κυρίως οικονομική αρχιτεκτονική μάχης, πρέπει να ξεκινήσουμε τον σχεδιασμό με βάση τα αποτελέσματα που θέλουμε να υποστεί ο αντίπαλος σε τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο. Κι αφού σχεδιάσουμε, κατόπιν να επιδιώξουμε να επιτύχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα αυτά με τον οικονομικότερο, ασφαλέστερο και αποτελεσματικότερο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επενδύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο στα βλήματα, τα οποία είναι αυτά που επιφέρουν τα αποτελέσματα, και όσο το δυνατόν λιγότερο στις πλατφόρμες που μεταφέρουν τα βλήματα. Το “ντοπαρισμένο πυροβολικό” υπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες.
Αυτό εκφράζεται ξεκάθαρα στην αντίληψη των “Διαχωρικών Πυρών” (“Cross Domain Fires”) του στρατού των ΗΠΑ, η οποία με τη σειρά της αποτελεί στοιχείο της ευρύτερης αντίληψης της “πολυχωρικής μάχης” (“Multi Domain Battle/ MDB”), καθώς και με τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Σώματος των Πεζοναυτών (USMC). Στο πλαίσιο της “πολυχωρικής μάχης” επιδιώκεται μία σύζευξη: “ντοπαρισμένο πυροβολικό” με ηλεκτρονικό πόλεμο και κυβερνοπόλεμο. Αυτά τα τρία αντιμετωπίζονται πλέον ως ενότητα. Αναφέρονται μάλιστα με το αρκτικόλεξο CEMA (“Cyber Electromagnetic Activities”). Με την προαναφερθείσα σύζευξη αφενός μεν επιταχύνεται η διαδικασία στοχοποίησης του αντιπάλου, αφετέρου δε επιφέρονται συνδυαστικά πλήγματα που διευκολύνουν την αποδιοργάνωση της εχθρικής δύναμης.