Καλό το χειροκρότημα, αλλά πενιχρά τα εθνικά έσοδα…
18/05/2022Οι συνομιλίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον επιβεβαιώνουν τον δυσάρεστο κανόνα –από την αρχή της θητείας του– για μέγιστες αποδόσεις στην επικοινωνιακή εικόνα και ελάχιστα αποτελέσματα στα ζητήματα ουσίας με τις ΗΠΑ, στα εθνικά έσοδα. Το 2019-2020, επί κυβέρνησης Τραμπ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήλπιζε ότι θα έπειθε την Ουάσινγκτον να αναλάβει πρωτοβουλία μακράς πνοής για την εκτόνωση της έντασης στο Αιγαίο και, ενδεχομένως, την ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Οι κινήσεις αποδείχθηκαν χαμηλού επιπέδου με δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και διακριτικές παραστάσεις του τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Άγκυρα Ντέιβιντ Σάτερφιλντ προς Τούρκους αξιωματούχους. Ταυτόχρονα, οι Ντόναλντ Τραμπ και Μάικ Πομπέο κατέστησαν σαφείς στον Κυριάκο Μητσοτάκη τους κινδύνους και τις συνέπειες του βιαστικού σχεδίου του για την ανάθεση των ελληνικών τηλεπικοινωνιακών δικτύων 5G στην Κίνα.
Από τις αρχές του 2021, επί κυβέρνησης Μπάιντεν, η κυβέρνηση δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την παρουσία ούτε ενός χαμηλόβαθμου Αμερικανού αξιωματούχου στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια της Επανάστασης. Ούτε, πολύ περισσότερο, να ενταχθεί η Σκύρος στο αναθεωρημένο κείμενο της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA).
Παραμένει μυστήριο πώς, γιατί και ελπίζοντας σε ποιον ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε απόλυτη βεβαιότητα για την αμερικανική συναίνεση ως προς τη Σκύρο. Όχι μόνο δεν εμπιστεύτηκε την αντίθετη ενημέρωση από τα πεπειραμένα μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, αλλά εξέφρασε και την απόλυτη πεποίθησή του σε δύο Αμερικανούς γερουσιαστές-επισκέπτες του, αφήνοντας άναυδο τον παριστάμενο, τότε πρεσβευτή Τζέφρι Πάιατ. Δυστυχώς, η αδυναμία αποτελεσματικών παρεμβάσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη αποδείχθηκε και με την προ μηνών άρση της αμερικανικής υποστήριξης στο σχέδιο για τον αγωγό EastMed.
Το έργο όντως ήταν και παραμένει ανεδαφικό (οικονομικά και τεχνικά) και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδίωξε να υποβαθμίσει τη σημασία της αρνητικής εξέλιξης φέτος, αλλά ήταν ο ίδιος που δήλωνε τα αντίθετα προ διετίας. Έκρινε πως «η συμφωνία EastMed έχει οικονομική, αναπτυξιακή και γεωστρατηγική διάσταση», καθώς «ο αγωγός θα αναβαθμίσει την υπεραξία και τον περιφερειακό ρόλο Ελλάδας και Κύπρου, δίνοντας επίσης στρατηγικό βάθος στη συνεργασία μας με το Ισραήλ».
Οι θετικές πτυχές από την επίσκεψη
Υπό αυτά τα δεδομένα η τρέχουσα επίσκεψη Μητσοτάκη διαθέτει τη θετική πτυχή της τιμής που αποδίδει το Κογκρέσο με τον –καθυστερημένο λόγω Covid– εορτασμό της Ελληνικής Επανάστασης. Όσο κι αν πρόκειται για εθιμοτυπική πρωτοβουλία, χάρη στη συνδρομή ανώτερων στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος, το μήνυμα για την πίστη των δύο χωρών στις κλασικές αξίες έχει βαρύτητα. Πάντως, πραγματικό διπλωματικό ζητούμενο είναι οι συμβολισμοί να μεταφραστούν σε μελλοντική στήριξη του Κογκρέσου στις ελληνικές θέσεις.
Δεύτερο θετικό στοιχείο αποτελούν οι αυξημένες –λόγω του πολέμου στην Ουκρανία– πιθανότητες ανάδειξης της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο για την ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, η πορεία του εγχειρήματος θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, από τον προγραμματισμό συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ με τον Αμερικανό ομόλογό τους (“σχήμα 3+1”) μέχρι τα τέλη του έτους και τη συμφωνία επί χρονοδιαγράμματος για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα κριθεί ποιο ενεργειακό σχέδιο θα είναι οικονομικά βιώσιμο, ώστε αργότερα να εξασφαλιστούν ίσως και αμερικανικά κεφάλαια. Αντίθετα, παρά τις επικοινωνιακές διαρροές, ο πρωθυπουργός δεν πέτυχε το παραμικρό, γενικά, για την Τουρκία και, ειδικά, για την αποτροπή αναβάθμισης των τουρκικών F-16. Οι επισημάνσεις για την τουρκική επιθετικότητα (συμπεριλαμβανομένων των υπερπτήσεων κατοικημένων νησιών του Αιγαίου) απαντώνται με την αμερικανική υπογράμμιση της ανάγκης επίδειξης “υπομονής” για τα συμφέροντα της Δύσης και της Ελλάδας, ώστε η Άγκυρα να μη διολισθήσει προς τη Μόσχα ή τον ακραίο ισλαμισμό.
Το βάσιμο επιχείρημα της Αθήνας ότι η αμερικανική νομοθεσία κυρώσεων CAATSA πρέπει να καλύπτει, συνολικά, και τους τουρκικούς S-400 και τα F-16 δεν γίνεται δεκτό στην Ουάσινγκτον. Στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζεται με επίσημη σιωπή και την ανεπίσημη διαβεβαίωση ότι, ούτως ή άλλως, η διαδικασία έγκρισης του τουρκικού αιτήματος για τα αεροσκάφη θα απαιτήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, το πρόβλημα για τα ελληνικά συμφέροντα είναι ότι υπάρχουν εξαιρέσεις στους κανόνες της CAATSA που θα αξιοποιηθούν έντεχνα από την Άγκυρα.
Γι’ αυτό και το τουρκικό αίτημα είναι διπλό με στόχο αφενός την αγορά νέων, αφετέρου την αναβάθμιση υφιστάμενων αεροσκαφών. Αν αποδειχθεί αδύνατη η αγορά, θεωρείται βέβαιη η έγκριση της αναβάθμισης των παλαιότερων F-16. Και αν υπάρξουν εμπόδια στη συνολική αναβάθμισή τους, θα προωθηθεί, πολιτικά και νομικά, ο σταδιακός εκσυγχρονισμός επιμέρους συστημάτων των μαχητικών, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι το ίδιο.