Κυπριακό: Πώς η Βρετανία ενέδωσε στον Κίσινγκερ
13/11/2023Ο Κίσινγκερ είχε ήδη δηλώσει από το 1957 ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι σε θέση να βασίζονται στην Κύπρο ως ορμητήριο για τη Μέση Ανατολή.
Γράφει ο William Mallinson
Ένα πακέτο εγγράφων που απoδεσμεύτηκε από το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας από τα Εθνικά Αρχεία για ελεύθερη πρόσβαση από το κοινό, ενισχύει έτι περισσότερο παλαιότερους ισχυρισμούς ότι οι κυβερνήσεις Βρετανίας και ΗΠΑ συνήργησαν παρασκηνιακώς για να αποδεχθούν, ή ακόμα και να επιβραβεύσουν, τους στρατιωτικούς στόχους της Τουρκίας στην Κύπρο. Το ότι η Βρετανία ήταν προκατειλημμένη υπέρ της τουρκικής θέσεως, τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, έχει ήδη αποδειχθεί. Έχει αποδειχθεί άλλωστε και η αγγλοαμερικανική συνεργασία από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκαθάρισαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ο Έκτος Στόλος προκειμένου να αποτραπεί μια τουρκική εισβολή, ενώ οι Βρετανοί δεν θα επέτρεπαν στις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο να απωθήσουν μία εισβολή και θα απέσυραν τα μη ανήκοντα στα Ηνωμένα Έθνη στρατεύματά τους στις βάσεις των. Ο αμφιλεγόμενος Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος συχνά περιγράφεται ως ο κύριος παρασκηνιακός διευκολυντής της τουρκικής εισβολής, είχε ήδη δηλώσει από το 1957 ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι σε θέση να βασίζονται στην Κύπρο ως ορμητήριο για τη Μέση Ανατολή.
Τα πρόσφατα έγγραφα, εκτός από κάποια ανησυχητικά κενά, έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική σήμερα, με δεδομένο ότι υπάρχει μια επιτηδευμένη έλλειψη αντιδράσεως στις αυξανόμενες τουρκικές παραβιάσεις της ελληνικής επικρατείας. Όπως θα αποκαλυφθεί από αρκετά μέρη των άρθρων που θα δημοσιευτούν, ο διάβολος συχνά κρύβεται στην λεπτομέρεια, που πολλές φορές αγνοείται από δημοσιογράφους, οι οποίοι κυνηγούν τα πρωτοσέλιδα και τους οποίους κυνηγούν οι προθεσμίες.
Τα κυριότερα σημεία που προκύπτουν από το τέλμα εγγράφων είναι τα εξής: Η έγκαιρη γνώση εκ μέρους της βρετανικής κυβερνήσεως των τουρκικών σχεδίων μέσω της Κοινής Επιτροπής Αντικατασκοπείας· Η παραδοχή της ότι εκ του νόμου όφειλε να αναλάβει δράση από κοινού με τους Τούρκους προκειμένου να αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη· η στρατιωτική της αναποφασιστικότητα· η περιφρόνησή της προς την τουρκική συμπεριφορά η οποία οδήγησε σε συγκατάβαση και εν τέλει “συμφωνία” με τους στόχους των ΗΠΑ· προσπάθειες να κρατηθεί ο Πρόεδρος Μακάριος εκτός παιχνιδιού· φόβος – ο οποίος χρησίμευσε συχνά ως δικαιολογία για παροχή βοηθείας προς την Τουρκία – για την Σοβιετική Ένωση· άσκηση πιέσεων – φθάνοντας στα όρια της διπλωματικής απειλής – τόσο προς τη χούντα, όσο και προς την κυβέρνηση Καραμανλή, προκειμένου να μην υπεραμυνθούν της Κύπρου και στραφούν εναντίον της Τουρκίας· ο θυμός του πρέσβεως ΗΠΑ Τάσκα προς την τουρκική κυβέρνηση· υποψίες ότι ο Έλλην πρωθυπουργός Καραμανλής δεν επιθυμούσε την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο· και βρετανικές αμφιβολίες για τις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων.
Η επικοινωνία Κίσινγκερ-Κάλαχαν
Μετά το προαναφερθέν “πραξικόπημα Σαμψών” της 15ης Ιουλίου, η βρετανική κυβέρνηση, προφανώς θορυβημένη από μια ξεκάθαρη παραβίαση της Συνθήκης Εγγυήσεως και αναφορών των υπηρεσιών αντικατασκοπείας περί τουρκικών στρατιωτικών κινήσεων, αναλογίσθηκε διάφορα είδη δράσεως. Ενώ ο Πρόεδρος Μακάριος συνοδευόταν προς ασφαλή τόπο από βρετανούς, οι νομικοί σύμβουλοι του υπουργείο Εξωτερικών έγραφαν ότι το τουρκικό αίτημα για δράση από κοινού έμοιαζε δίκαιο και ότι η Συνθήκη εξουσιοδοτούσε «τους Τούρκους να αναλάβουν μονομερή δράση», σε περίπτωση αρνήσεως κοινής δράσεως. Ως εγγυήτρια δύναμη, η Βρετανία υπoχρεούτο να εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον Μακάριο, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σύνηθες κριτήριό της “του συγκινησιακού ελέγχου επί κάποιας χώρας” προκειμένου να αναγνωρίσει ένα καθεστώς το οποίο είχε αναλάβει την εξουσία, παραβιάζοντας συμφωνία για την οποία και η ίδια η Βρετανία είχε εγγυηθεί.
Τέτοιου είδους νομικοί περιορισμοί φυσικά δεν είχαν εφαρμογή στις ΗΠΑ, η εξωτερική πολιτική των οποίων βρισκόταν στο τσεπάκι του Κίσινγκερ, ιδίως δεδομένου ότι το σκάνδαλο του Γουοτεργκέϊτ έφθανε τότε στην κορύφωσή του. Αφού οι βρετανικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας γνώριζαν για μια πιθανή τουρκική εισβολή (και είχαν ενημερώσει το υπουργείο Εξωτερικών), το ίδιο φυσικά συνέβαινε –τουλάχιστον– και με τους Αμερικανούς. Η επικοινωνία μεταξύ του Κίσινγκερ και του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Κάλαχαν ήταν ιδιαιτέρως έντονη. Ο Κίσινγκερ είπε στον τελευταίο στις 16 Ιουλίου ότι «τον ενδιέφερε η αποφυγή νομιμοποιήσεως του νέου καθεστώτος στην Κύπρο επί όσο το δυνατόν περισσότερο» αλλά ότι «τον ενδιέφερε η αποφυγή εμπλοκής άλλων δυνάμεων στην κατάσταση επί όσο το δυνατόν περισσότερο». Σε μια τυπική περίπτωση διπλωματικής μεταθέσεως ευθυνών, ο Κάλαχαν ζήτησε από τον Κίσινγκερ να σκεφθεί σοβαρά «τι θα μπορούσε να γίνει με τον Πρόεδρο Μακάριο».
Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο Κάλαχαν είχε συμφωνήσει για την αεροπορική μεταφορά του Μακαρίου σε “Κυρίαρχη Περιοχή Βάσεως”, προτείνοντας για τη συνέχεια να μεταφερθεί σε πολεμικό πλοίο, αντί να πετάξει για την Βρετανία. Τελικώς, ο Μακάριος πήγε αεροπορικώς στη Μάλτα, φθάνοντας αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας. Αν και ο Μακάριος επιθυμούσε να πετάξει απευθείας για Λονδίνο, “επείσθη” να διανυκτερεύσει και να μη φύγει μέχρι το επόμενο πρωί. Ρόλο στον πειθαναγκασμό αυτό έπαιξε και η παραπειστική, ψευδής δικαιολογία ότι «το αεροσκάφος είχε κάνα-δυο προβλήματα». Αν και δεν έχει εισέτι αποδειχθεί, είναι πιθανόν ότι η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή για την ακρίβεια ο Κίσινγκερ) “συντόνιζαν” μανιωδώς τις κινήσεις τους και ότι χρειάζονταν να φύγει ο Μακάριος από τη μέση έστω και για λίγες ώρες.
Φυσικά, εάν βρισκόταν σε απευθείας επαφή με τα Ηνωμένα Έθνη, θα τους έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση, δεδομένου ότι αμφότερες οι προαναφερθείσες χώρες έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να αποφύγουν τυχόν ψήφισμα το οποίο θα καλούσε τη Βρετανία να ασκήσει το δικαίωμά της για στρατιωτική επέμβαση. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Βαλντχάϊμ, πιθανώς με δόλιο σκοπό για την βρετανική κυβέρνηση, είπε στον Βρετανό πρέσβυ στα Ηνωμένα Έθνη ότι η ίδια η απειλή «υποσχέσεως αναπτύξεως βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων θα οδηγούσε σε μια τάχιστη ελληνική αποχώρηση και πιθανότατα σε κατάρρευση του καθεστώτος της Λευκωσίας».
Το τηλεγράφημα του πρέσβη
Ο πρέσβυς ανέφερε σε τηλεγράφημα προς το υπουργείο Εξωτερικών ότι υπήρχαν κινήσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας προς την κατεύθυνση επιτεύξεως συμφωνίας για την υιοθέτηση ψηφίσματος το οποίο «θα απείχε μακράν των επιθυμιών του Μακαρίου» πριν εκείνος (ο Μακάριος) ακόμα φθάσει στην Νέα Υόρκη [η πλαγιογράμμιση του συγγραφέα]. Ταυτοχρόνως, σε ένα “Άκρως Απόρρητο” μνημόνιο, ο Αναπληρωτής υφυπουργός Εξωτερικών Κίλλικ είχε γράψει πως το υπουργείο Αμύνης πίστευε ότι ενδεχομένως θα ήταν στρατιωτικά εφικτή μια επαναφορά του Μακαρίου στην εξουσία, αλλά ότι το υπουργείο Αμύνης θα ήθελε πιθανότατα να “ανεβάσει το στοίχημα” για ασφάλεια.
Ο Κίλλικ έγραψε επίσης, μάλλον προς εκφοβισμό, ότι «η συνεχιζόμενη στήριξη προς τον Μακάριο σε μια φάση που δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε την επιστροφή του στην εξουσία, δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε τις σχέσεις εκείνες με το εν ενεργεία καθεστώς που θα μας ήσαν απαραίτητες προκειμένου να διατηρήσουμε τις ΚΠΒ [Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων]. Συνέχισε γράφοντας ότι «ο Μακάριος, εάν βρεθεί εκτός Κύπρου, ενδέχεται να προσεγγίσει τη Σοβιετική Ένωση, η οποία θα είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί την κατάσταση αυτή στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου». Αυτό είναι ενδεικτικό του ότι, σε αυτό το πρώιμο στάδιο, η βρετανική κυβέρνηση βρισκόταν σε αμηχανία ως προς το τι να κάνει, αν και χρησιμοποιούσε μια μάλλον πλασματική σοβιετική απειλή ως αιτία για να υποστηρίξει την επιστροφή του Μακαρίου, εάν κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο,
Η αμηχανία εξακολουθεί
Παρά το νομικό πόρισμα του υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας (βλ. ανωτέρω) ότι το τουρκικό αίτημα για από κοινού δράση φαινόταν να έχει νομική υπόσταση, οι Βρετανοί ανέβαλαν την λήψη αποφάσεως. Μια σημαντική συνάντηση έλαβε χώρα στην βρετανική πρωθυπουργική κατοικία, το βράδυ της Τετάρτης 17 Ιουλίου, με τη συμμετοχή των Βρετανών και Τούρκων πρωθυπουργών, υπουργών Εξωτερικών και υψηλόβαθμων αξιωματούχων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο τούρκος πρωθυπουργός Ετζεβίτ ζήτησε από τη Βρετανία να δείξει την αλληλεγγύη της προς την Τουρκία, επιτρέποντας την αποστολή τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στην Κύπρο μέσω των βρετανικών βάσεων, με μόνη εναλλακτική λύση την ανάληψη μονόπλευρης δράσεως.
Παρά το ως άνω πόρισμα, ότι σε περίπτωση αρνήσεως από κοινού δράσεως η Τουρκία θα μπορούσε να αναλάβει μονόπλευρη δράση, η πιθανότητα αυτή δεν αναφέρθηκε από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια της συναντήσεως· αντιθέτως μάλιστα, ο υπουργός Εξωτερικών, με υπευθυνότητα (στη φάση αυτή), αρνήθηκε να προσφέρει τη χρήση των βρετανικών βάσεων και ώθησε τους τούρκους να υποστηρίξουν μια συνάντηση των εγγυητριών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης ως εκ τούτου και της Ελλάδος. Παρά κάποιες προσπάθειες, ο Ετζεβίτ κωλυσιεργούσε, ισχυριζόμενος ότι οι συνομιλίες του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο στις Βρυξέλλες δεν είχαν επιτυχία.
Τότε, ο Βρετανός πρωθυπουργός κ. Ουίλσον ρώτησε με νόημα τον Ετζεβίτ εάν το πρόβλημα του να καθίσει με τους Έλληνες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν πολιτικό και αφορούσε το κοινοβούλιό του. Με τρόπο αποκαλυπτικό, ο Ετζεβίτ συμφώνησε ότι «αυτός ήταν όντως ένας παράγων». Σαφέστατα, στη φάση αυτή, οι Βρετανοί προτιμούσαν να ακολουθήσουν τους κανόνες και να αποκαταστήσουν τη συνταγματική τάξη όπως προέβλεπε η Συνθήκη Εγγυήσεως, ενώ οι Τούρκοι κωλυσιεργούσαν. Κατά τη διάρκεια της συναντήσεως μάλιστα, οι τελευταίοι αρνήθηκαν ακόμη και να αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη. Ορθώς, ο Ουίλσον απέρριψε τουρκικό αίτημα για τουρκο-βρετανική δήλωση η οποία θα καταδίκαζε την Ελλάδα (η ελληνική κυβέρνηση είχε αρνηθεί σθεναρώς οιαδήποτε συμμετοχή στο πραξικόπημα του Σαμψών και δεν υπήρχαν αποδείξεις για το αντίθετο), δηλώνοντας ότι κάτι τέτοιο «δεν θα αποτελούσε καθόλου σωστό προοίμιο μιας τριμερούς συναντήσεως». Η συνάντηση έληξε στις 12.30 το πρωί της 18ης Ιουλίου χωρίς συμφωνία – πολλώ δε μάλλον χωρίς κοινό ανακοινωθέν…
*Την ιστορία αυτή μου επιβεβαίωσε ένα πρώην μέλος της Διπλωματικής Υπηρεσίας της Α.Μ., ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος. Μου είπε ότι είχαν σταλεί οδηγίες από το Λονδίνο για καθυστέρηση του αεροσκάφους. Τότε βρήκαν την δικαιολογία των “τεχνικών προβλημάτων”. Καθώς ο Πρόεδρος Μακάριος αποβιβαζόταν από το αεροπλάνο, τον άκουσαν να λέει: «Ένας ακόμη θρίαμβος για την βρετανική διπλωματία!».