Κύπρος: “Βαρίδι” ή γεωπολιτικό πλεονέκτημα για τον Ελληνισμό;
03/11/2019Στα ελληνικά ΜΜΕ επικρατεί η αντίληψη ότι το Κυπριακό “δεν πουλάει“. Είναι, επίσης, γεγονός ότι κανείς δεν θυμάται ποιος γύρος συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού είναι ο τρέχων, ή τι ακριβώς συζητήθηκε με τον προηγούμενο ηγέτη των Τουρκοκυπρίων. Τα 45 χρόνια έχουν προκαλέσει κόπωση όχι μόνο στην ελλαδική κοινή γνώμη, αλλά και διεθνώς. Η διεθνής επιθεώρηση Jane’s Foreign Report είχε χαρακτηρίσει το Κυπριακό ως την «πιο βαρετή διεθνής διαφορά στον κόσμο».
Τα κράτη, όμως, κινούνται όχι με βάση την όποια κόπωση της κοινής γνώμης τους, λόγω της πολυετούς εκκρεμότητας, αλλά από τη σημασία που έχει η εκκρεμότητα για τα εθνικά και κρατικά συμφέροντα. Ας θέσουμε, λοιπόν, ευθέως το ερώτημα: Ως Ελλάδα μας ενδιαφέρει η Κύπρος και κατ’ επέκτασιν το Κυπριακό; Μία πρώτη απάντηση δίνει το γεγονός ότι το Κυπριακό είναι το μοναδικό θέμα που απασχολεί συνεχώς από το 1955 την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Γιατί η ελληνική εξωτερική πολιτική ασχολείται; Από το σύνολο των υπό διαπραγμάτευση θεμάτων για το Κυπριακό, η Ελλάδα, ως μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει νομική-θεσμική αρμοδιότητα να λάβει θέση μόνον για το ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Προφανώς, δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που η ελληνική εξωτερική πολιτική ασχολείται με το Κυπριακό. Εκτός από τη νομική διάσταση, υπάρχει η εθνική διάσταση. Υπάρχει το συναίσθημα που εδράζεται στον εθνικό δεσμό.
Οι Ελλαδίτες συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται τους Ελληνοκύπριους σαν κλαδί του Ελληνισμού. Ως εκ τούτου νοιώθουν υποχρέωση να στέκονται στο πλευρό τους. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι έχουν γίνει συστηματικές προσπάθειες τις τελευταίες δεκαετίες με σκοπό να σπάσουν ή τουλάχιστον να αφυδατώσουν αυτό τον εθνικό δεσμό.
Ο εθνικός δεσμός
Τα επιχειρήματα όσων πρωτοστατών σ’ αυτή την προσπάθεια μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: «Κάναμε τα λάθη μας ως Ελλάδα στο παρελθόν, αλλά επανορθώσαμε με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος, διαφορετικό από την Ελλάδα. Δεν πρέπει να ενδιαφέρει εμάς σήμερα ποια λύση θα δοθεί στην Κύπρο. Αυτό είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των Κυπρίων».
Στο επιχείρημα αυτό θα απαντήσω, ξεκινώντας λίγο ανάποδα, βλέποντας πως προσεγγίζει η Τουρκία το Κυπριακό. Όλα τα μεγέθη του νησιού (πληθυσμιακά, οικονομικά κλπ) είναι ασήμαντα εάν συγκριθούν με τα τουρκικά. Η Κύπρος αποκτά γεωπολιτική σημασία για την Τουρκία, λόγω της θέσης της και πολύ περισσότερο, επειδή η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της είναι Έλληνες.
Οι Τούρκοι δεν επιθυμούν να “περικυκλωθούν” στο μεσογειακό θαλάσσιο μέτωπό τους από το ελληνικό έθνος. Αυτή την αντίληψη είχαν οι κεμαλικοί από το 1956. Τα ίδια συνεχίζουν και οι ισλαμιστές του Ερντογάν που εξαίρεσαν Ελλάδα και Κύπρο από την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» και που το τελευταίο διάστημα έχουν περικυκλώσει με πολεμικά πλοία τη Μεγαλόνησο, με σκοπό να ακυρώσουν το ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Επομένως, η Τουρκία τηρεί την στάση που τηρεί έναντι της Κύπρου, κυρίως επειδή εκεί κατοικούν Έλληνες. Όπως, μάλιστα, έχει γράψει ο Νταβούτογλου, αλλά και όπως έχουν πει πολύ πριν από αυτόν αρκετοί Τούρκοι αξιωματούχοι, το τουρκικό ενδιαφέρον για την Κύπρο δεν οφείλεται στην ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων. Οφείλεται στη γεωπολιτική σημασία της. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, εάν δεν υπήρχαν Τουρκοκύπριοι, θα έπρεπε η Άγκυρα να τους εφεύρει!
Θέλουμε ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο;
Κατόπιν αυτών, ας επιστρέψουμε σε μία πιο ορθόδοξη θεώρηση. Πρέπει να αναρωτηθούμε ως Ελλάδα για τον ρόλο που επιθυμούμε να παίξουμε στην ευρύτερη περιοχή. Ένα κράτος αναβαθμίζεται γεωπολιτικά, όταν μπορεί να ασκεί επιρροή πέραν των συνόρων του. Εάν η επιρροή του φθάνει στο σημείο να επηρεάζει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς της περιοχής καθίσταται υπολογίσιμος ως παίκτης και επιθυμητός ως σύμμαχος. Η Ελλάδα επιδιώκει αυτόν τον ρόλο;
Ο κυπριακός Ελληνισμός επιτρέπει στην Ελλάδα να προεκταθεί στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μία θαλάσσια περιοχή κρίσιμης σημασίας και από γεωπολιτικής και από γεωοικονομικής θεώρησης. Εκτός αυτού, η γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας θα ήταν χρήσιμη και στην προσπάθειά της να εξισορροπήσουμε την διεθνή απαξίωση που υπέστη η χώρα τα τελευταία χρόνια. Μοναδική περίπτωση που μας είδε διαφορετικά το διεθνές σύστημα ήταν όταν προσπαθήσαμε να αποκτήσουμε κάποιον περιφερειακό ρόλο σε συνδυασμό με την Κύπρο: Αναφέρομαι στα τρίγωνα: Ελλάδα-Κύπρος με Ισραήλ, Ελλάδα-Κύπρος με Αίγυπτο και τελευταία Ελλάδα-Κύπρος με Ιορδανία.
Εδώ πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι μόνον η ανεύρεση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην ΑΟΖ του Ισραήλ, της Αιγύπτου και της Κύπρου καταδεικνύει ότι τα επόμενα 10 χρόνια η Ανατολική Μεσόγειος θα αλλάξει ριζικά. Μείζον ζήτημα θα είναι και συνθήκες εξόρυξης ειδικά από την κυπριακή ΑΟΖ, αλλά και ο τρόπος μεταφοράς των ενεργειακών πόρων στη διεθνή αγορά.
Το Κυπριακό, αν και μοιάζει απομονωμένο από τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και τη Θράκη, στην πραγματικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτές. Η Τουρκία αμφισβήτησε όλο το νομικό καθεστώς του Αιγαίου το 1973, αλλά ήγειρε ενεργά τις επεκτατικές διεκδικήσεις της μετά το 1974, σε άμεση συνάρτηση με την εισβολή της στην Κύπρο.
Το τόξο Κύπρος-Αιγαίο-Θράκη
Τα θέματα του Αιγαίου ετέθησαν εν πολλοίς ως αντίβαρο στις εξελίξεις στη Μεγαλόνησο. Μπορεί αργότερα να απέκτησαν αυτονομία, αλλά στη βάση τους εξακολουθούν να συνδέονται άρρηκτα με το Κυπριακό. Θα είναι αδύνατον να υπάρξει οριστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, χωρίς λύση και του Κυπριακού. Το “βαρετό” Κυπριακό, λοιπόν, είναι έτοιμο για μία ακόμα φορά να εισέλθει σε φάση διαπραγματεύσεων με σκοπό την εξεύρεση λύσεως. Μπορεί προς το παρόν ο νέος κύκλος διαπραγματεύσεων να μην έχει αρχίσει, αλλά είναι δεδομένο πως στο παρασκήνιο υπάρχει κινητικότητα για να ξαναμπεί το νερό στο αυλάκι.
Είναι σαφές πως το Κυπριακό αφορά πρωτίστως τα άμεσα θύματα της τουρκικής πολιτικής: τους Έλληνες της Κύπρου. Ενδιαφέρει, όμως, κατά μείζονα βαθμό και την Ελλάδα. Η ηγεσία της Κύπρου διαχειρίζεται ένα θέμα που ξεπερνά τα όρια του νησιού και συνδέεται με την ασφάλεια όλου του Ελληνισμού. Η ειρήνη στο Αιγαίο περνάει από την ειρήνη στην Κύπρο.
Αντιστοίχως, μία κακή λύση στην Κύπρο θα έχει άμεσες συνέπειες στο Αιγαίο και στη Θράκη. Ίσως να μην επιτρέπεται η Αθήνα να την εκφράσει δημοσίως, αλλά καλείται να έχει ισχυρή άποψη για το πλαίσιο λύσεως του Κυπριακού που βρίσκεται στο τραπέζι. Με αυτή την έννοια, το πλαίσιο και οι επιμέρους πτυχές πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συστηματικής συζήτησης εντός του άξονα Αθήνα-Λευκωσία.