Λήξη συναγερμού στις σχέσεις Ελλάδας-Ισραήλ
23/11/2022Η Ελλάδα και το Ισραήλ προχωρούν επιτυχώς μέχρι τώρα στην εδραίωση της διμερούς συνεργασίας σε μια νέα ρεαλιστική βάση, μετά την πρόσφατη αναθέρμανση των σχέσεων της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ, διαψεύδοντας τις προβλέψεις ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν θα ανέτρεπε τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνοϊσραηλινή συνεργασία επιβεβαιώθηκε κατά την επίσκεψη του υπουργού Άμυνας Μπένι Γκαντζ, την περασμένη Παρασκευή στην Αθήνα και στις προηγηθείσες πολιτικές διαβουλεύσεις, σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, στην Ιερουσαλήμ. Πέρα από το γεγονός ότι η Ελλάδα και το Ισραήλ δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, ενδεχόμενη υποβάθμιση των επαφών θα παρέπεμπε σε εκατέρωθεν αυτοκτονικές τάσεις.
Ο απερχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός και ο νικητής των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου Μπενιαμίν Νετανιάχου (οικοδομώντας στην πείρα από τις προηγούμενες πρωθυπουργικές θητείες του) γνωρίζουν άριστα πως η Ελλάδα αποτελεί τη φυσική γέφυρα της χώρας τους προς την ΕΕ και τα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, η Αθήνα, μαζί με τη Λευκωσία, προσφέρει στο Ισραήλ στρατηγικό βάθος στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από την άλλη πλευρά, κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής αποτελεί η διακομματική αποδοχή ότι το Ισραήλ αποτελεί αναντικατάστατο σύμμαχο, με προοπτική διεύρυνσης της ενεργειακής και αμυντικής συνεργασίας – αντίθετα από τα σχέδια άμεσων επενδύσεων και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, που ακόμα υστερούν. Η αποκατάσταση πλήρων διπλωματικών σχέσεων (Μάιος 1990) χρειάστηκε 20 ολόκληρα χρόνια μέχρι να εξελιχθεί σε συμμαχία τον Αύγουστο του 2010 και αφού είχε μεσολαβήσει η ισραηλινοτουρκική κρίση με την έφοδο κομάντος στο έμφορτο ισλαμιστών πλοίο “Mavi Marmara”. Ωστόσο, ακόμα και ο Αλέξης Τσίπρας, που το 2012 αρνείτο να φωτογραφηθεί με τον πρόεδρο Σιμόν Πέρες και το 2013 κατήγγελλε σαν… δόλιο νατοϊκό σχέδιο την ηλεκτρική διασύνδεση των δύο χωρών, παρέδωσε θετικό απολογισμό το 2019.
Το μείζον ερώτημα
Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουν λείψει και τα ευτράπελα, όπως οι διαρροές του Μαξίμου, τον Ιούνιο του 2020, ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξασφάλισε υπόσχεση του Μπενιαμίν Νετανιάχου για τη στρατιωτική προστασία των έργων και της λειτουργίας του αγωγού EastMed. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέπτυξε διάφορες ιδέες και εξέλαβε, λανθασμένα, τη σιωπή του ομολόγου του ως κατάφαση και δέσμευση. Η παρανόηση ήρθη πέντε μήνες αργότερα, όταν ο Μπένι Γκαντζ τόνισε στον εμβρόντητο Έλληνα ομόλογο του ότι κάθε χώρα που εμπλέκεται στον EastMed οφείλει να υπερασπιστεί μόνη το τμήμα του αγωγού που της αναλογεί.
Σήμερα, το μείζον ερώτημα είναι μέχρι ποιο σημείο θα φτάσει η προσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας. Είναι λογικοφανές το επιχείρημα ότι η ισραηλινή πλευρά δεν μπορούσε να αγνοεί πλέον την αυξημένη περιφερειακή ισχύ της Τουρκίας, ειδικά στη Συρία. Έπρεπε, επίσης, να αντιμετωπίσει προβλήματα, όπως η προστασία των Ισραηλινών επισκεπτών στη γειτονική χώρα.
Αντίθετα, δεν διαφαίνεται πρόθεση στενής ενεργειακής συνεργασίας, ενώ οι επαφές στο στρατιωτικό σκέλος (ο Μπένι Γκαντζ συναντήθηκε προ μηνός με τον ομόλογό του Χουλουσί Ακάρ και τον Ταγίπ Ερντογάν) επικεντρώνονται στην ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας για την πρόληψη κρίσεων, χωρίς αναβίωση των κοινών ασκήσεων στη Μεσόγειο της περιόδου Ιανουαρίου 1998-Αυγούστου 2009. Είναι ενδεικτικό ότι, αν και η Άγκυρα συναίνεσε επί της αρχής στη δυνατότητα μελλοντικής συμμετοχής του Ισραήλ στην αντιτρομοκρατική επιχείρηση του NATO “Sea Guardian”, δεν δεσμεύθηκε για τη στάση της την ώρα των τελικών αποφάσεων.
Βάσει όλων αυτών, στην Αθήνα δεν εκφράζεται ανησυχία για ανατροπή των συσχετισμών που ισχύουν στο τρίγωνο Ελλάδα-Ισραήλ-Τουρκία από το 2010. Συνεχίζεται πάντως ο προβληματισμός για τους λόγους που το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει εκδώσει ούτε μία λακωνική ανακοίνωση καταδίκης των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.