Μετά την δήλωση της Προέδρου μπορεί η Ελλάδα να καταγγείλει τις Πρέσπες;
14/05/2024Νόμος 1981/1991
ΦΕΚ 187/Α/9-12-1991
Κύρωση Σύμβασης Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ των Κρατών και Διεθνών Οργανισμών ή μεταξύ Διεθνών Οργανισμών
ΜΕΡΟΣ V
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ, ΛΗΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Άρθρα 42 έως και 72
Να ενεργοποιηθεί άμεσα η καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών, με σκοπό την ακύρωσή της, λόγω της αμετανόητης και προσβλητικής ανυπόστατης πράξεως της Προέδρου Δημοκρατίας της γειτονικής χώρας, Βόρεια της Μακεδονίας, λόγω θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων, γνωστής και ως ρήτρας “rebus sic stantibus” (άρθρο 62 της Συμβάσεως της Βιέννης).
Παρότι πρακτικά είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί ένα τέτοιο καταγγελτικό επιχείρημα, αφού πρέπει να αποδειχθεί ότι επήλθε σημαντικότατη και δυσανάλογη επιβάρυνση των υποχρεώσεων της μίας πλευράς που ήταν άγνωστη κατά την υπογραφή της – δηλαδή δεν πιθανολογείτο η επίκληση του όρου Μακεδονία από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας – εν τούτοις πρέπει να προβληθεί το επιχείρημα. Όπως έγραψα αιτιολογημένα ήδη από τον Ιούνιο του 2018, θα ήταν δύσκολη έως αδύνατη η ακύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, διότι οι λόγοι ακυρώσεως αναφέρονται περιοριστικά, όμως η πράξη της Προέδρου της χώρας Βόρεια της Μακεδονίας, αποτελεί βασικό επιχείρημα καταγγελίας της.
Να καταγγελθούν οι Πρέσπες
Δυστυχώς όμως, έστω και εάν καταγγελθεί και ακυρωθεί μονομερώς – από κοινού ή δικαστικώς η Συμφωνία αυτή – η Ελλάδα δεν απαλλάσσεται από την αναγνώριση της “μακεδονικής γλώσσας”, αλλά και της “μακεδονικής” ιθαγένειας στους πολίτες του γειτονικού κράτους. Τα δύο κράτη θα εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις συγκεκριμένες διατάξεις, όπως και από το άρθρο 7 της Συμφωνίας.
Μοναδική ελπίδα είναι να εκμεταλλευτεί νομικά, στο έπακρον η Ελλάδα το ατόπημα της Προέδρου τους, επικαλούμενη ουσιώδη παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών και βάσει αυτής να ζητήσει τη λήξη της, εν συνόλω, άρα και στο θέμα γλώσσας και ιθαγένειας. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Υπάρχει πολιτική βούληση;