Μετά το “η Κύπρος είναι μακριά”, ας μην μας πουν το ίδιο για το Καστελλόριζο
05/07/2020Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο, στην οποία η υπεράσπιση των εθνικών δικαιωμάτων της που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο θεωρείται μαξιμαλισμός. Αντίστοιχα, “κανονικό” θεωρείται το να μην διεκδικούμε όλα όσα μας ανήκουν, γιατί αυτό μπορεί να ερεθίσει την Τουρκία, η οποία “έχει και αυτή τα δικά της ζωτικά συμφέροντα”. Επίσης “προοδευτικό” και “συνετό” είναι “να δεχτούμε να χάσουμε μερικά, γιατί έτσι θα εξασφαλίσουμε τα υπόλοιπα”.
Αυτές είναι οι απόψεις που εκφράζει μεγάλη μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου, αλλά και της επίσημης διανόησης, όπως αυτή εκπροσωπείται από καθηγητές και ειδικούς που στελεχώνουν τις τεχνοκρατικές θέσεις του συστήματος εξουσίας. Σε αυτό το γνώριμο πλαίσιο κινήθηκαν πρόσφατα οι τοποθετήσεις του μέχρι πρότινος επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπουργείου Εξωτερικών κ. Ροζάκη σε τηλεοπτική εκπομπή.
Σε συνέντευξή του προς τον δημοσιογράφο Γ. Σαχίνη, ο κ. Ροζάκης διατύπωσε την άποψη ότι το Καστελλόριζο είναι αποκομμένο και πολύ μακριά ακόμη και από τη Ρόδο. Άρα, κατά την άποψη αυτή, δεν μπορεί να έχει πλήρη επήρεια σε ΑΟΖ. Έσπευσε επί πλέον να πει ότι οι ακτές της Τουρκίας είναι πολύ μεγαλύτερες από τις ακτές της Κύπρου. Γι’ αυτόν τον λόγο, κατά τον ίδιο, «η Τουρκία τράβηξε μια οριοθετική γραμμή που είναι πιο κοντά στις ακτές της Κύπρου παρά στις δικές της».
Το επιχείρημα της μεγάλης τουρκικής ακτογραμμής ο κ. Ροζάκης το προέβαλε ως βάσιμο, όπως είχε κάνει παλαιότερα και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Κατρούγκαλος. Όμως δεν υπάρχει σχετική πρόνοια στο Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο ορίζει την ΑΟΖ των παρακτίων κρατών. Ομοίως δεν υπάρχει κάποια ρητή αναφορά για περιορισμό των δικαιωμάτων των νήσων που βρίσκονται κοντά σε άλλες χώρες. Αντιθέτως υπάρχει αναφορά ότι τα νησιά που είναι ιστορικά κατοικημένα και έχουν οικονομική ζωή έχουν δικαιώματα ΑΟΖ σύμφωνα με τις πρόνοιες που ισχύουν και για τις άλλες ηπειρωτικές περιοχές (UNCLOS Άρθρο 121).
Το εύρος των χωρικών υδάτων
Ο κ. Ροζάκης αναφέρθηκε και στο εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων. Σχετικά προέκρινε ότι «το ιδανικό θα ήταν να επεκταθούν στα 10 ναυτικά μίλια» και όχι στα 12 μίλια, όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Το σκεπτικό του ήταν ότι με ελληνικά χωρικά ύδατα 12 μιλίων, το Αιγαίο θα γίνει μια θάλασσα κλειστή για τη διεθνή ναυσιπλοΐα.
Πρόκειται για τοποθέτηση μάλλον αυθαίρετη, αφού και με 10 μίλια τα πλοία που θα διασχίζουν το Αιγαίο θα πρέπει να ακολουθούν δαιδαλώδεις διαδρομές για να παραμένουν σε διεθνή ύδατα. Εξάλλου, ακόμη και στα 12 μίλια, όπως και τώρα, προβλέπεται η έννοια της αβλαβούς διέλευσης και μπορούν να ορισθούν διάδρομοι ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Πρόκειται, λοιπόν, για μια καθαρά προσχηματική επιχειρηματολογία, η οποία προσφέρει δικαιολογητική βάση στις παράλογες τουρκικές αξιώσεις.
Το πρόβλημα με τις παραπάνω απόψεις δεν είναι τόσο το αν είναι σωστές ή λανθασμένες, αλλά το ότι στην Ελλάδα ένα ολόκληρο σύστημα στους κόλπους και στις παρυφές της εξουσίας είναι έτοιμο να κάνει οικειοθελώς και προληπτικά εκπτώσεις στα δικαιώματα που αναγνωρίζει στην Ελλάδα το διεθνές δίκαιο. Σε μια χώρα μάλιστα η οποία έχει ως σημαία το διεθνές δίκαιο.
Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν ο κ. Ροζάκης ήταν απλώς ένας πανεπιστημιακός που διατυπώνει την άποψη του. Όμως υπήρξε υφυπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεων Σημίτη και έχει λειτουργήσει ως εμπειρογνώμων και ανώτατος σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών σε πολλές άλλες ελληνικές κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο αυτό έχει διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το Καστελλόριζο και οι επιδιώξεις της Ελλάδας
Το βασικό ερώτημα λοιπόν είναι το ποια ακριβώς είναι η ελληνική πολιτική στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι άραγε μια στάση αναμονής μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες και να πειστεί ο ελληνικός λαός για τις κυοφορούμενες υποχωρήσεις; Έχει η Ελλάδα γεωπολιτικές φιλοδοξίες σε αυτή τη νευραλγική περιοχή του πλανήτη; Ή μήπως η πολιτική της περιορίζεται στο να υποχωρούμε κάθε φορά και σε κάτι, προκειμένου να έχουμε την ησυχία μας για μερικά χρόνια;
Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη αυταπάτη που ουδέποτε δικαιώθηκε ιστορικά. Και είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς τέτοιες απόψεις διατυπώνονται και από πανεπιστημιακούς καθηγητές, οι οποίοι τουλάχιστον οφείλουν να έχουν διαβάσει Θουκυδίδη. Όμως δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει Θουκυδίδη για να καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να ταΐζεις συνεχώς τον λύκο με την ελπίδα ότι κάποτε θα γίνει χορτοφάγος.
Επίσης, δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει Θουκυδίδη για να καταλαβαίνεις ότι στην ιστορία καμία χώρα δεν επιβίωσε παραιτούμενη των νόμιμων δικαιωμάτων της. Διότι μια κανονική χώρα θα επιζητούσε να προεκτείνει τη γεωπολιτική της παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι ακόμη κι αν δεν υπήρχε το ελληνικό Καστελλόριζο θα έπρεπε να το είχαμε εφεύρει.
Ακόμη κι αν η Κύπρος δεν ήταν ένα ελληνικό νησί, κατεχόμενο κατά το ήμισυ από ξένες δυνάμεις, θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει πάρα πολύ. Και το σύμπλεγμα του Καστελλορίζου (Ρω, Καστελλόριζο και Στρογγύλη) δεν είναι βεβαίως ένα ατύχημα, αλλά ένα δώρο της γεωγραφίας. Είναι ο στρατηγικός κρίκος που εξασφαλίζει τη συνέχεια της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ, συγκροτώντας έναν ενιαίο οικονομικό και γεωπολιτικό χώρο. Η διατήρηση αυτού του χώρου θα έπρεπε να είναι βασική προτεραιότητα του ελληνικού σχεδιασμού.