Μνήμες και εικόνες του 1974: Βομβαρδισμοί, θάνατος, καταστροφή
15/08/2023Εικόνες του 1974, μέσα από μαρτυρίες και εικόνες, προσωπικά βιώματα. Δεν ήταν κινηματογραφική ταινία. Ήταν καλογραμμένο σενάριο, με λεπτομέρειες που τηρήθηκαν μέχρι τέλους. Ήταν ένα σενάριο, που έφερε καταστροφή, τραγωδίες. Οι βομβαρδισμοί, η προέλαση του τουρκικού στρατού, ο θάνατος που παραμόνευε παντού. Γέμιζαν τα αυτοκίνητα από ανθρώπους, που έφευγαν προσωρινά, όπως έλεγαν, για να διαφύγουν τον κίνδυνο. Αυτοκίνητα, λεωφορεία, φορτηγά, τρακτέρ φορτωμένα με ανθρώπους. Κρεμόντουσαν ένας από τον άλλον για να χωρέσουν. Τα μάτια των παιδιών ήταν όλο φόβο και απορία. Τι γίνεται; Που πάμε; Και μετά η προσωρινότητα, “στάθμευσε” σε αντίσκηνα. Όλα τα ίδια και στημένα ένα δίπλα στο άλλο, “προσφορά”… φιλικών κρατών. Και μετά τα αντίσκηνα οι συνοικισμοί, που παραμένουν μέχρι σήμερα.
Εικόνες του 1974. Άνθρωποι αρνιούνταν να φύγουν από περιοχές που είχε καταλάβει ο Αττίλας. Κάποιοι έμειναν εγκλωβισμένοι και εκδιώχθηκαν στη συνέχεια. Άλλοι εκτελέστηκαν. Στρατιώτες, έφεδροι, άμαχοι. Γυναίκες και κορίτσια βιάστηκαν. «Μαζικούς και επαναλαμβανόμενους βιασμούς γυναικών όλων των ηλικιών, από 12 ως 71 χρόνων, σε ορισμένες δε περιπτώσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα θύματα να υποφέρουν από αιμορραγίες ή να καταστούν διανοητικά ερείπια. Σε μερικές περιοχές εξασκήθηκε ή βίαιη πορνεία. Όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια τα συνάθροιζαν σε χωριστά δωμάτια άδειων σπιτιών. Εκεί βιάζονταν επανειλημμένα από τα τουρκικά στρατεύματα» (Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 1976).
Άνθρωποι “εξαφανίστηκαν”, συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Χάθηκαν τα ίχνη τους. Ο Γολγοθάς των συγγενών. Να ψάχνουν, να ρωτούν, να παίρνουν αόριστες, συνήθως, απαντήσεις. Μέσα στη σύγχυση, κάποιες πληροφορίες δεν ήταν ακριβείς. Μέσα στην απελπισία και την αγωνία, κάθε λεπτομέρεια, που θα μπορούσε να γεμίσει ελπίδα γινόταν δεκτή. Μέχρι να ανατραπεί από την επόμενη μαρτυρία.
Εικόνες του 1974. Η ανταλλαγή αιχμαλώτων, Σεπτέμβριος- Οκτώβριος του 1974( μια μικρή ομάδα επέστρεψε στις 8 Αυγούστου). Άνθρωποι που περίμεναν τους δικούς τους πήγαιναν κάθε εβδομάδα για να ρωτήσουν στη Ξενοδοχειακή Σχολή στη Λευκωσία. Να μάθουν. Εκείνοι που επέστρεφαν, με μακρές γενειάδες, ρακένδυτοι, ξυπόλητοι, καταπονημένοι. Το χαμόγελο και το δάκρυ της συγκίνησης συνυπήρχαν. Και όταν έφθασε η τελευταία ανταλλαγή αιχμαλώτων ένας κύκλος έκλεινε για όσους επέστρεψαν. Όσοι δεν ήταν στο τελευταίο λεωφορείο, έμεινε η τύχη τους μετέωρη. Το ξέσπασμα της μάνας, της γυναίκας, του παιδιού. «Οι δικοί μας δεν θα έλθουν» το αναπάντητο για δεκαετίες ερώτημα; Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου» της εποχής, συνολικά ελευθερώθηκαν 2.488 Ελληνοκύπριοι και 3.319 Τουρκοκύπριοι.
Εικόνες του 1974. Οι ιστορίες πολλές. Κάθε αφήγηση και καταγραφή των γεγονότων. Ο καθένας κουβαλά το προσωπικό του δράμα και όλοι μαζί αυτό της πατρίδας. Ένα τραύμα, που θα ζει μέχρι το θάνατο. Δεν είναι ανάγκη να είναι το τραύμα μόνο αποτέλεσμα των όπλων του εχθρού, αλλά της ψυχής, για τα όσα βιώσαμε και βιώνουμε μέχρι σήμερα. Τις επιπτώσεις εκείνης της προδοσίας, του πολέμου, τις ζούμε ακόμη. Η μισή πατρίδα υπό κατοχή.
Όλες ψοφήσανε απάνω…
Όπως αναφέρει στο ποίημα του «Ονήσιλος» ο Παντελής Μηχανικός «δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος… κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα». Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο ο Ονήσιλος. Προειδοποιούσε, ξανά και ξανά. Μέχρι που τα γεγονότα δικαίωσαν τους σχεδιασμούς, που περίμεναν χρόνια για την… μεγάλη ευκαιρία. Ελληνόφωνες σε Ελλάδα και Κύπρο, έκαναν το σινιάλο προς τους Τούρκους. Αυτοί οι λίγοι, που έφεραν τόσο μεγάλη καταστροφή.
Και σήμερα; Σαράντα εννέα χρόνια μετά, σχεδόν μισός αιώνας, μπορεί για κάποιους να έχει ξεθωριάσει η μνήμη, αλλά η πορεία δεν αλλάζει. Κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή να κατηγορηθούμε. Εμείς τα θύματα μιας εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής, κατηγορούμαστε (ενίοτε και εκ των έσω) για αδιαλλαξία, μαξιμαλισμό, γιατί θέλουμε ελευθερία. Κατηγορούμαστε για εθνικισμό γιατί θέλουμε να ανατρέψουμε την κατοχή, τα σχέδια μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης. Όπως σωστά- για μια ακόμη φορά- έγραψε ο Γιώργος Σέρτης: «Ωσάν να υπάρχει “μέση’” ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία».