Μπορεί η Ελλάδα να αποτρέψει την Τουρκία; – Τα σπέρματα της διάσπασης
03/05/2023Η μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού υπερβαίνει τη στρατιωτική πτυχή. Αφορά στην εκπόνηση μιας στρατηγικής, η οποία θα υπηρετείται από το πολιτικό σύστημα, δεν θα εφαρμόζεται με ορίζοντα τετραετίας και θα είναι πάνω από τους κομματικούς ανταγωνισμούς. Η αντιμετώπιση της Τουρκίας δεν πρέπει να εξαντλείται σε βραχυ-μεσοπρόθεσμα μέτρα στρατιωτικών εξοπλισμών για τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων.
Οι επιλογές που διαθέτουν τα κράτη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν εξωτερικές απειλές, είναι δύο: Η άμεση προσέγγιση, η οποία προτιμάται από τη Δύση και εκφράστηκε μέσα από τα γραπτά του Κλαούζεβιτς. Πρεσβεύει την καταστροφή της θέλησής του αντιπάλου για αντίσταση και τον εξαναγκασμό του σε διαπραγμάτευση ή υποχώρηση / παράδοση. Η έμμεση προσέγγιση διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Σουν Τζου και παρουσιάστηκε σε ολοκληρωμένη μορφή στη Δύση από τον Λίντελ Χαρτ. Δίνει έμφαση στην αποφυγή αντιμετώπισης των δυνατών σημείων του εχθρού, επιλέγοντας την αρχή της ελάχιστης αντίστασης.
Φυσικά, κανένα κράτος δεν ακολούθησε μόνο τη μία μέθοδο. Επέλεγε κάθε φορά την προσφορότερη ή κάποιο συνδυασμό. Η μελέτη της υψηλής στρατηγικής των πόλεων-κρατών στην αρχαία Ελλάδα και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μας παρέχει δείγματα εφαρμογής και των δύο μεθόδων. Άποψη του γράφοντος είναι ότι για να αντιμετωπισθεί μακροπρόθεσμα η τουρκική επεκτατική πολιτική, χωρίς να εξαντληθεί η Ελλάδα, πρέπει να ακολουθηθεί η στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης. Είναι η στρατηγική που εφάρμοσε ο Επαμεινώνδας κατά την εκστρατεία του στη Λακωνία το 370/369 π.Χ., η οποία οδήγησε στην καταστροφή της σπαρτιατικής ηγεμονίας.
Η δημιουργία αξιόπιστης ελληνικής αποτροπής έχει όρια, τα οποία εάν η χώρα τα υπερβεί θα εξαντλήσει τους διαθέσιμους πόρους και θα καταρρεύσει οικονομικά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη πλευρά η εθελοδουλία δεν αποτελεί επιλογή. Μόνη σχεδόν επιλογή είναι η προσπάθεια υπονόμευσης της ακεραιότητας της Τουρκίας, μέσω της οικοδόμησης σχετικών συμμαχιών.
Όσο η εν λόγω χώρα παραμένει ενιαία θα αποτελεί πάντα εν δυνάμει αντίπαλο, ο οποίος μακροπρόθεσμα θα εξουθενώσει την Ελλάδα για οικονομικούς και δημογραφικούς λόγους. Πρέπει να γίνει κατανοητό από τις ελίτ ότι η Ελλάδα επεκτάθηκε σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όταν τα συμφέροντά της ταυτίστηκαν με αυτά μεγάλων και μικρών δυνάμεων (όπως απέδειξαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι) που επιθυμούσαν το διαμελισμό της, ενώ ταυτόχρονα είχαν αδρανοποιηθεί οι δυνάμεις που προστάτευαν την ακεραιότητά της.
Η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε εποχή γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Σχηματίζονται νέα μπλοκ, παλιές συμμαχίες τίθενται υπό αμφισβήτηση και γενικά επικρατεί κλίμα ρευστότητας και αβεβαιότητας. Πολλοί προβλέπουν το τέλος της δυτικής υπεροχής και την ανάδυση ενός νέου πολυπολικού κόσμου, με ταυτόχρονη υποχώρηση των ΗΠΑ και τη δημιουργία μιας υπερ-υπερδύναμης από τη συμμαχία Κίνας-Ρωσίας.
Νέο γεωπολιτικό σκηνικό
Αυτή η εξέλιξη δεν αποκλείεται, αλλά εκτιμάται ότι πιθανώς οδεύουμε σε μια πραγματικότητα που θα ομοιάζει γεωπολιτικά με την κατάσταση που περιέγραψε ο Όργουελ στο “1984”: Τρεις ή περισσότερες υπερκρατικές δομές, οι οποίες θα βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Η Ελλάδα είναι σαφέστατα Δύση, για λόγους κοινωνικούς, πολιτισμικούς και πολιτικούς. Η Τουρκία θα επιδιώξει να έχει αυτόνομο ρόλο, που θα της επιτρέψει να ασκεί ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Αυτός ο ρόλος δεν μπορεί να γίνει ανεκτός από τις υπόλοιπες χώρες με συμφέροντα στην περιοχή (Ισραήλ, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Ιράν, Γαλλία, κλπ).
Το οικονομικό και πληθυσμιακό μέγεθος της Τουρκίας δεν της επιτρέπουν να αναδειχθεί σε ανεξάρτητο πόλο ισχύος, όπως π.χ. η Ινδία. Οι τουρκικές ηγεσίες θα προσπαθούν να παίξουν τον παραδοσιακό ρόλο του “επιτήδειου ουδέτερου”, προκειμένου να προωθήσουν τα γεωπολιτικά συμφέροντά τους, ασκώντας παράλληλα εξαναγκαστική διπλωματία σε όσες χώρες εκτιμούν ότι είναι ευάλωτες.
Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα έχει συμφέρον να προβάλει την αναξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου όχι μόνο της Δύσης, αλλά και του αραβικού και μεσανατολικού κόσμου, ανεξαρτήτως δόγματος ή καθεστώτος. Πρέπει να τονίζεται η απειλή που συνεπάγεται η υποστήριξή της και παράλληλα ότι είναι προς το συμφέρον τους η αποδυνάμωσή της τώρα, παρά να κληθούν να αντιμετωπίσουν μία ενισχυμένη Τουρκία αργότερα.
Εάν ακολουθηθεί το παράδειγμα του Επαμεινώνδα, η προσφορότερη λύση είναι η καλλιέργεια των διασπαστικών τάσεων στο εσωτερικό της Τουρκίας από τις διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες, κυρίως από τους Κούρδους. Ειδικά για τους τελευταίους η ελληνική πολιτική πρέπει να στοχεύει στην ενοποίηση των διάφορων κουρδικών ομάδων και στην ανάπτυξη του κουρδικού εθνικισμού με σκοπό τη δημιουργία ενός κράτους-μαξιλαριού που θα εξαρτάται για την επιβίωσή του από τη δυτική υποστήριξη.
Το δέον και η πραγματικότητα
Η ιδανική εξέλιξη είναι ο μετασχηματισμός της Τουρκίας σε ένα πραγματικά δημοκρατικό και φιλειρηνικό κράτος. Επειδή όμως δεν ζούμε στα σύννεφα, η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίσει την εξωτερική της πολιτική σε μία ευχή. Είναι μεν προς το συμφέρον της η υποστήριξη των τουρκικών πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν κάτι τέτοιο, αλλά μέχρι τώρα αυτές είναι απολύτως μειοψηφικές. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις μπορεί να ερίζουν μεταξύ τους για την εξουσία, αλλά συμφωνούν ως προς τις γεωπολιτικές επιδιώξεις έναντι του Ελληνισμού.
Σταθερά στην ιστορία των κρατών είναι ότι σε κάποια φάση της εξέλιξής τους βιώνουν έναν (τουλάχιστον) ενδοκρατικό πόλεμο. Το διακύβευμα μπορεί να είναι το πολιτικό καθεστώς, ο έλεγχος της εξουσίας, η κυριαρχία μιας εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας πάνω σε άλλες κλπ. Η πρώην Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση αποτελούν τρανταχτά παραδείγματα ότι οι διαφορές στο εσωτερικό ενός κράτους μπορεί να οδηγήσουν στη διάλυσή του. Η Τουρκία δεν έχει βιώσει κάτι ανάλογο και είναι πιθανό λόγω Κουρδικού να συμβεί στα επόμενα χρόνια. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να υποστηριχθεί η διάσπαση της Τουρκίας σε περισσότερα κράτη.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά τέτοιες γεωπολιτικές εξελίξεις. Μπορεί, όμως, να προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση των επερχόμενων εξελίξεων, φροντίζοντας να είναι αρραγές το εσωτερικό της μέτωπο. Πληρώσαμε ακριβά τις πολιτικές διαιρέσεις το 1915, το 1945 και το 1967. Όλα τα παραπάνω δεν έχουν ισχύ, εάν ληφθεί υπόψη ο Κονδύλης, ο οποίος προειδοποιούσε: «Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια… Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: “όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται”».