Μπορεί η Ελλάδα να αποτρέψει την Τουρκία; – Τα συμβατικά μειονεκτήματα
30/04/2023Το δίλημμα ασφαλείας της Ελλάδας είναι ταυτόχρονα απλό και δυσεπίλυτο. Απλό, διότι η μόνη απειλή προέρχεται από την Τουρκία, ενώ είναι δυσεπίλυτο λόγω της γεωγραφίας. Η Τουρκία διαθέτει συμπαγή γεωγραφικό όγκο, με εξαίρεση την τουρκική Θράκη και τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. Το γεγονός αυτό της προσδίδει στρατηγικό βάθος. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα διαθέτει πληθώρα νησιών, ενώ η ελληνική Θράκη στερείται βάθους.
Το γεγονός αυτό υποχρεώνει την Ελλάδα σε διασπορά δυνάμεων, ενώ έχει εξαιρετική δυσκολία (αν όχι αδυναμία) μεταφοράς δυνάμεων από το ένα θέατρο επιχειρήσεων στο άλλο σε περίπτωση πολέμου. Τα παραπάνω ισχύουν χωρίς να υπολογιστεί το θέατρο επιχειρήσεων της Κύπρου, το οποίο αυξάνει το βαθμό δυσκολίας και τα διλήμματα για την ελληνική πλευρά.
Σε έναν πόλεμο υψηλής έντασης και μεγάλης διάρκειας, η κατανάλωση πυρομαχικών και η φθορά των οπλικών συστημάτων υπερβαίνουν τους συνήθεις ρυθμούς παραγωγής των πολεμικών βιομηχανιών. Παράλληλα, λόγω της ενσωμάτωσης υψηλής τεχνολογίας και της χρήσης σπάνιων γαιών για την κατασκευή απαρτίων τους, η γρήγορη αναπλήρωσή τους καθίσταται πολλές φορές ανέφικτη για τεχνικούς και οικονομικούς λόγους.
Σύμφωνα με τον εξειδικευμένο ιστότοπο War on the Rocks (Europe at a Strategic Disadvantage: A Fragmented Defense Industry, 24-4-2023), η Γαλλία απέστειλε στην Ουκρανία το καλοκαίρι 2022 δεκαοχτώ οβιδοβόλα Caesar, τα οποία αποτελούσαν το ¼ των υπαρχόντων στο οπλοστάσιό της. Θα απαιτηθούν τουλάχιστον 18 μήνες για αντικατάσταση. Η ετήσια παραγωγή των ΗΠΑ σε βλήματα πυροβολικού 155mm εκτιμάται ότι αντιστοιχεί σε λιγότερο από δύο εβδομάδες μαχών στην Ουκρανία, ενώ η αντίστοιχη ευρωπαϊκή παραγωγή είναι κλάσμα της αμερικανικής. Επιπρόσθετα, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία υπήρξε ανίκανη να αποκτήσει πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως το μαγγάνιο, το οποίο χρησιμοποιείται στις μπαταρίες λιθίου, λόγω της αυξημένης ζήτησης.
Μακροχρόνιος πόλεμος
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Ελλάδα, ανεξάρτητα από το πόσο καλά εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες είναι οι ένοπλες δυνάμεις της, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς εναντίον της Τουρκίας. Κάποια στιγμή τα αεροσκάφη δεν θα μπορούν να πετάξουν, οι σωλήνες των πυροβόλων θα χρειάζονται αντικατάσταση, τα πυρομαχικά θα εξαντληθούν και τα πλοία θα πρέπει να επισκευαστούν.
Φυσικά τα ίδια ισχύουν και για την άλλη πλευρά. Η διαφορά είναι ότι η Τουρκία διαθέτει μεγαλύτερη βιομηχανική βάση και ΑΕΠ για την κατασκευή-αγορά τους. Επειδή στο βασίλειο των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος, τα όσα θα διαθέτει θα επαρκούν για να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της. Παράλληλα, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια τακτική ή οπλικό σύστημα ή συνδυασμός τους, που θα καθιστούσαν εφικτή μια συντριπτική επικράτηση μετά από ένα “ελληνικό blitzkrieg”, υποχρεώνοντας την Τουρκία σε συνθηκολόγηση.
Επίσης τίποτε δεν εγγυάται ότι μετά από μια περίοδο ανάπαυλας για ανασυγκρότηση η Τουρκία δεν θα επανέλθει δριμύτερη, επιζητώντας τη ρεβάνς, όπως οι Άραβες μετά την ήττα τους το 1967. Σε όλα τα παραπάνω δεν έγινε μνεία στον ανθρώπινο παράγοντα και στην αντοχή της ελληνικής κοινωνίας σε έναν πόλεμο που θα συνεπάγεται υψηλές απώλειες σε έναν ανδρικό νεανικό πληθυσμό που συνεχώς συρρικνώνεται.
Η Ελλάδα, όπως και η Ουκρανία (και το Ισραήλ το 1973 με την επιχείρηση Nickel Grass), το μόνο που μπορεί να ελπίζει είναι στην αμέριστη στήριξή της σε οπλικά συστήματα, τεχνογνωσία και οικονομικούς πόρους από τους συμμάχους της. Όμως, με βάση το υπάρχον πλέγμα οικονομικών και πολιτικών δεσμών της Τουρκίας, αυτή η υποστήριξη δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, πέραν των φραστικών δηλώσεων και παραινέσεων για συνδιαλλαγή.
Σε περίπτωση σύρραξης η Τουρκία έχει το πλεονέκτημα επιλογής του τόπου και χρόνου εκδήλωσης ενεργειών για κατάληψη εδαφών σε Θράκη, Αιγαίο και Κύπρο, έστω και σε περιορισμένη έκταση, εφόσον είναι πρόθυμη να καταβάλλει το τίμημα. Αντίθετα η ελληνική πλευρά θα εισέλθει στον πειρασμό διασποράς δυνάμεων για την υπεράσπιση του εθνικού εδάφους, γνωρίζοντας, από το προηγούμενο του 1974, ότι οποιαδήποτε απώλεια κατά πάσα πιθανότητα θα είναι οριστική, ή θα επιστραφεί με αντάλλαγμα δυσβάσταχτες υποχωρήσεις στις τουρκικές αξιώσεις.
Εάν επιλέξει να αποβιβάσει δυνάμεις στα μικρασιατικά παράλια για κατάληψη εδαφών με σκοπό την ανταλλαγή τους (“ισοδύναμο τετελεσμένο”), τότε θα αντιμετωπίσει το δίλημμα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο αντίπαλος μπορεί κάλλιστα να τις αγνοήσει και να τις καταστρέψει μεταγενέστερα, όταν ευοδωθούν οι επιχειρήσεις του στα υπόλοιπα θέατρα επιχειρήσεων, μεταφέροντας παράλληλα δυνάμεις από το εσωτερικό για την περίσχεσή τους.
Άρα, θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος, η μόνη λύση είναι η συνθηκολόγηση ή οι διαρκείς υποχωρήσεις για την “εξημέρωση του θηρίου”, με σκοπό το κέρδος χρόνου; Χρόνου αλήθεια για ποιο λόγο; Με ποιο τελικό αντικειμενικό σκοπό και ποια επιθυμητή τελική κατάσταση; Η απάντηση είναι ένα σαφέστατο όχι. Η Τουρκία πρέπει και μπορεί να αντιμετωπισθεί, αλλά όχι μόνο με τη χρήση των υπαρχόντων πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών εργαλείων.
Γι’ αυτό, όμως, θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο.