Μπορεί να καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών;
11/03/2023Γράφει ο Αναστάσιος Βέντζιος*
Αναπαράγεται συνεχώς τον τελευταίο καιρό η άποψη ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, αφ’ ης στιγμής κυρώθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να ακυρωθεί με νομικά μέσα. Είναι όμως έτσι; Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αντικειμενικά, από καθαρώς νομική σκοπιά και απαλλαγμένοι από ψυχικές φορτίσεις και συναισθηματικές εμπλοκές. Το νομικό έδαφος στο οποίο θα κινηθούμε είναι η Συνθήκη της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών.
Περιδιαβαίνοντας μέσα στις διατάξεις του παραπάνω νομοθετήματος, διαπιστώνουμε ότι προβλέπονται περιπτώσεις καταγγελίας, ακυρότητας, λήξης και αναστολής εφαρμογής μίας διμερούς ή πολυμερούς συνθήκης. Σημειώνεται εδώ, ότι η Σύμβαση της Βιέννης για έχει πεδίο εφαρμογής, βάσει του άρθρου 1 αυτής, μόνον όταν άπαντες οι συμβαλλόμενοι είναι κρατικές οντότητες (δεν εφαρμόζεται φερ’ ειπείν σε συνθήκες, στις οποίες ο ένας συμβαλλόμενος είναι κράτος και ο έτερος κάποιος διεθνής οργανισμός).
Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αντισυνταγματικότητα της Συνθήκης των Πρεσπών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 της Σύμβασης της Βιέννης, το συμβαλλόμενο στην συνθήκη μέρος δεν δύναται να επικαλεσθεί τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου ως δικαιολογία για την μη υπ’ αυτού τήρηση της συνθήκης. Ως εκ τούτου, ισχυρισμοί περί της δυνατότητας να αποστούμε, ως Ελληνικό Κράτος, από την εφαρμογή της Συνθήκης των Πρεσπών, βασισμένοι στην αντισυνταγματικότητά της, δεν μπορούν να βρουν νομικό έρεισμα.
Περαιτέρω, δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε ακυρότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οι περιπτώσεις ακυρότητας προβλέπονται περιοριστικώς στα άρθρα 44-53 της Σύμβασης της Βιέννης και ορίζουν ως άκυρη μία Συνθήκη, η οποία υπεγράφη συνεπεία πλάνης, απάτης, απειλής άσκησης ένοπλης βίας, άσκησης ένοπλης βίας, δωροδοκίας ή τελεί σε σύγκρουση με αναγκαστικό κανόνα του διεθνούς δικαίου. Εκ πρώτης όψεως λοιπόν, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, οι οποίες μπορούν να καταστήσουν μία διεθνή Συνθήκη άκυρη.
Τι λέει η Σύμβαση της Βιέννης
Εις ότι αφορά τις περιπτώσεις λήξης και αναστολής εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, κινούμαστε πάλι σε άκρως επισφαλή νομικά μονοπάτια, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 54 της Σύμβασης της Βιέννης, η λήξη συνθήκης ή η καταγγελία της μπορούν να λάβουν χώρα, συμφώνως προς τις διατάξεις της και ανά πάσα στιγμή, δια της συναίνεσης όλων των μερών, κατόπιν διαβουλεύσεων μετά των άλλων συμβαλλομένων κρατών.
Καθίσται προφανές ότι μία περίπτωση συμφωνίας μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων περί παύσης χρήσεως του όρου Μακεδονία από το γειτονικό κρατίδιο είναι μάλλον ένα απίθανο ενδεχόμενο, τουτέστιν δεν μπορεί η Ελληνική πλευρά να χρησιμοποιήσει ως νομικό μέσο το παραπάνω άρθρο.
Η Ελλάδα θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί στο άρθρο 56 της Σύμβασης της Βιέννης, το οποίο ορίζει ότι, μία συνθήκη, η οποία (όπως και η Συμφωνία των Πρεσπών), δεν περιέχει διάταξη που να αφορά στην λήξη της και δεν προβλέπει ρητώς την δυνατότητα καταγγελίας ή αποχώρησης εξ αυτής, δεν δύναται να καταγγελθεί ή να λυθεί δια αποχωρήσεως, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την πρόθεση να δεχθούν την δυνατότητα καταγγελίας ή αποχωρήσεως ή εάν το δικαίωμα καταγγελίας συνάγεται ως εκ της φύσεως της συνθήκης.
Κατά πρώτον, παρατηρούμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν προβλέπει την πιθανότητα καταγγελίας ή αποχώρησης, ούτε μία τέτοια δυνατότητα μπορεί να συναχθεί εκ της φύσης της. Θα μπορούσε ενδεχομένως να ευδοκιμήσει ένα ελληνικό επιχείρημα, ότι, από το άρθρο 20 παρ. 9 της Συμφωνίας των Πρεσπών, δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα, ότι οι συμβαλλόμενοι είχαν την πρόθεση να δεχθούν την δυνατότητα καταγγελίας, καθόσον στην παραπάνω διάταξη ορίζεται η απαγόρευση της τροποποίησης των άρθρων 1 (3) και 1 (4) της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Επομένως, οι συμβαλλόμενοι θέλησαν να ορίσουν ότι, ακόμη και σε περίπτωση καταγγελίας, την πιθανότητα της οποίας σιωπηρώς απεδέχθησαν, δια της παραπάνω πρόβλεψης, οι παραπάνω όροι της Συμφωνίας είναι μη τροποποιήσιμοι. Η Ελλάδα λοιπόν θα μπορούσε να καταγγείλει μονομερώς την Συμφωνία των Πρεσπών, εδραζόμενη στο άρθρο 56 παρ. 1Α της Σύμβασης της Βιέννης, ισχυριζόμενη ότι, από το άρθρο 20 (9) της Συμφωνίας των Πρεσπών, προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αποδέχθηκαν σιωπηρά και δεν απέκλεισαν ρητώς την δυνατότητα καταγγελίας, εξ ου και τέθηκε ο όρος περί μη τροποποιήσιμων διατάξεων.
Το πιο στερεό επιχείρημα όμως κρίνεται ότι παρέχεται βάσει του άρθρου 60 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης, στο οποίο ορίζεται ότι ουσιώδης παραβίαση διμερούς συνθήκης εκ μέρους ενός των μερών παρέχει το δικαίωμα στο έτερο μέρος να επικαλεσθεί την παραβίαση αυτή ως λόγο λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει. Βάσει της παραγράφου 3 του παραπάνω άρθρου, ως ουσιώδης παραβίαση της συνθήκης τυγχάνει η παραβίαση διάταξης ουσιώδους για την πραγματοποίηση του αντικειμένου ή του σκοπού της σύμβασης.
Πως παραβιάζεται η Συμφωνία
Καθίσταται πρόδηλο δε, ότι η αναφορά ανώτατων θεσμικών παραγόντων του γειτονικού κρατιδίου στο όνομά του ως “Μακεδονία”, καθώς και οι αναφορές περί “μακεδονικής μειονότητας” στην Ελλάδα συνιστούν ουσιώδη παραβίαση του αντικειμένου της Συμφωνίας των Πρεσπών, εις ότι αφορά το συμφωνηθέν όνομα του κρατιδίου. Συγκεκριμένα, υπήρξαν περιπτώσεις οι οποίες συνιστούν ξεκάθαρα ουσιώδη παραβίαση της Συμφωνίας από μέρους ανώτατων θεσμικών παραγόντων, αλλά και ιδιωτικών φορέων μεγάλης απήχησης του γειτονικού κρατιδίου. Σταχυολογούμε μερικές εξ’ αυτών:
- Δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας του γειτονικού κρατιδίου Πενταρόφσκι: «Έχουμε τους ανθρώπους που δηλώνονται ως Μακεδόνες και στην Ελλάδα. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν τους εγκαταλείπουμε»
- Τιτίβισμα του Ζόραν Ζάεφ «Σήμερα βρίσκομαι στο στάδιο του Άμστερνταμ και δίνω την ισχυρή μου υποστήριξη στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Μακεδονίας».
- Αναφορά της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της γειτονικής χώρας ως “Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Μακεδονίας”.
Μάλιστα, το σχετικό όνομα φαίνεται στην επίσημη ιστοσελίδα της ομοσπονδίας, το οποίο ακόμη και σήμερα* (παρά την προ δύο ετών επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στον ομόλογό του κ. Μπουγιάρ Οσμάνι, με αίτημα την τροποποίηση της ονομασίας της ομοσπονδίας) δεν έχει αλλάξει, η δε ποδοσφαιρική του ομάδα αγωνίστηκε κανονικά σε όλο το EURO, με φανέλες που ανέγραφαν το “ΦΦΜ”.
Εμμένουν στην πρόκληση
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι γείτονες “αρχειοθέτησαν” με συνοπτικές διαδικασίες τα ελληνικά αιτήματα και συνεχίζουν προκλητικά να ονομάζουν την ποδοσφαιρική τους ομοσπονδία, ως “Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Μακεδονίας”, η δε εμφάνιση στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με αυτήν την ονομασία στις εμφανίσεις των ποδοσφαιριστών, αγνοώντας επιδεικτικά τις ελληνικές αιτήσεις για αλλαγή του ονόματος, συνιστά κατάφωρη διπλωματική ήττα και εξευτελισμό της εθνικής μας αξιοπρέπειας.
Το επιχείρημα ότι η ποδοσφαιρική ομοσπονδία είναι ιδιωτικός φορέας, μη χρηματοδοτούμενος από το κράτος, κάμπτεται, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 6 (3) της Συμφωνίας των Πρεσπών, το γειτονικό κράτος θα έπρεπε να αποτρέπει και να αποθαρρύνει ενέργειες από ιδιωτικές οντότητες, που πιθανόν να υποδαυλίζουν τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό σε βάρος της Ελλάδας.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα Σκόπια έχουν προβεί, σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο, σε ουσιώδεις παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι οποίες μας παρέχουν το δικαίωμα επίκλησής των, ως λόγο λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω, ή εν μέρει.
*https://ffm.mk , όπου η ονομασία της ομοσπονδίας αναγράφεται ως: “Фудбалска Федерација на Македонија” (τελευταία προσπέλαση στις 09 Μαρτίου 2023)
O *Αναστάσιος Βέντζιος είναι εν ενεργεία Αξιωματικός του Νομικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων και απόφοιτος της Νομικής Σχολής ΑΠΘ