Μπορούσε η Κύπρος να ενωθεί με την Ελλάδα; – Μία απάντηση στον Φουντούλη
16/10/2023Με διαφορά μιας μέρας (9 και 10 Οκτωβρίου αντίστοιχα), δημοσιεύτηκαν από το SL Press άρθρα από τους κ.κ. Γιαννακό Κωνσταντίνο και Φουντούλη Κίμωνα αντίστοιχα, τα οποία επιγραμματικά περιγράφουν τα ακόλουθα: Το πρώτο χρονολογικά άρθρο (Γιαννακού) επισημαίνει το ανέφικτο μιας υποφερτής λύσης μέσω της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) και προτείνει την αναζήτηση λύσης στο μοντέλο των δύο κρατών, με αναπροσαρμογή εδαφών προς όφελος των Ελληνοκυπρίων, ενώ το νέο ελληνοκυπριακό κράτος, θα τελεί (με συνταγματική τροποποίηση) υπό την αμυντική ομπρέλα του Ελληνικού κράτους.
Το δεύτερο άρθρο (Φουντούλη) εστιάζει στην εναλλακτική ιστορία και τα οφέλη που θα είχαν προκύψει για όλους τους Κύπριους, αν η Κύπρος είχε ενωθεί με την Ελλάδα. Παρόλο που δεν το αναφέρει ρητά, υπονοεί την ένωση που θα είχε πραγματοποιηθεί το 1960, αντί της λύσης του ανεξάρτητου κράτους μετά τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ. Το άρθρο του Φουντούλη Κίμωνα αναφέρεται στην τουρκική στρεψοδικία (Διεθνές Δίκαιο, Δίκαιο της Θάλασσας) και αναξιοπιστία με βάση τα ιστορικά πεπραγμένα του Τουρκικού κράτους. Θα προβώ σε σχολιασμό των πιο πάνω άρθρων, αρχίζοντας από το δεύτερο. Αν γινόταν η Ένωση…
Στο άρθρο του Φουντούλη Κίμωνα ορθά τονίζεται ότι στην Ιστορία δεν υπάρχουν “αν”, στην πολιτική όμως είναι χρήσιμο να αναρωτιόμαστε. Συμφωνώ ότι αυτή η πολύ ορθή διάθεση αναρώτησης, είναι αναγκαία για μια κριτική θεώρηση της ιστορίας, για εξαγωγή συμπερασμάτων, για την παραπέρα πορεία μας σαν Ελληνισμός, συμπληρώνοντας ότι πρέπει να εδράζεται πρωτίστως στην ύπαρξη πολιτικής βούλησης και στρατηγικού σχεδιασμού.
Πολιτικής βούλησης κυρίως των ελλαδικών κυβερνώντων ελίτ, με γειωμένα τα συμφέροντα τους στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων πρωτίστως του Ελληνισμού και όχι των όποιων Συμμάχων, λαμβάνοντας πάντα υπόψη την τρέχουσα γεωπολιτική διαπάλη, και τις δυνατότητες ελιγμών για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Ελληνισμού.
Μέσα από αυτό τον φακό είναι χρήσιμο να δούμε όντως τις δυνατότητες που δόθηκαν ιστορικά για την πραγμάτωση του προαιώνιου πόθου του κυπριακού Ελληνισμού για Ένωση με την Ελλάδα, αλλά και για τις φορές που η Ένωση αναδύθηκε σαν μαζικό αίτημα των Κυπρίων.
Η ιστορική διαδρομή
Με την εκμίσθωση της Κύπρου σαν προτεκτοράτο, από την Οθωμανική στην Βρετανική Αυτοκρατορία το 1878, οι Έλληνες της Κύπρου αναθάρρησαν επειδή ένα χριστιανικό έθνος θα διαχειριζόταν πλέον τις τύχες τους έπειτα από 300 χρόνια Τουρκοκρατίας και προς τούτο δήλωσαν στον πρώτο Άγγλο Κυβερνήτη ότι προσβλέπουν στην Ένωση με την Ελλάδα. Ήταν η πρώτη εκδήλωση του ελληνικού αλυτρωτισμού στην Κύπρο, μετά τις σφαγές στο νησί που ακολούθησαν την κήρυξη της επανάστασης το 1821 στον ελληνικό μητροπολιτικό χώρο.
Όταν το 1915 η Μεγάλη Βρετανία πρόσφερε την Κύπρο σαν κίνητρο για να εισέλθει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ενάντια στις Κεντρικές Δυνάμεις, το ελληνικό κράτος απέρριψε την προσφορά! Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ με δεσμούς συγγένειας με τον Γερμανό Κάϊζερ, πρόκρινε την ελληνική ουδετερότητα σε αντίθεση με τον Βενιζέλο που πρόκρινε την αναφανδόν σύνταξη με την Αντάντ. Όταν το 1917 η Ελλάδα μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο στο πλευρό της Αντάντ, η βρετανική προσφορά δεν ίσχυε πλέον. Η προσφορά του 1915, αποτελεί την πιο χειροπιαστή ευκαιρία που υπήρξε ποτέ για την πραγμάτωση της Ένωσης, που όμως το ίδιο το ελλαδικό κράτος απέρριψε!
Τον Οκτώβριο του 1931 εκδηλώνεται αυθόρμητα η εξέγερση των Ελλήνων της Κύπρου ενάντια στην βρετανική αποικιοκρατία, με αφορμή φορολογικά κίνητρα, που στην πορεία αναδεικνύει το αίτημα για την Ένωση. Πυρπολείται το αγγλικό Κυβερνείο στη Λευκωσία και καταλαμβάνονται άλλα διοικητικά κτίρια στις άλλες πόλεις. Οι μαζικές διαδηλώσεις διαλύονται βίαια, και ακολουθεί στυγνή καταστολή (“Παλμεροκρατία”). Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, προσηλωμένος τότε στην πολιτική της “ελληνοτουρκικής φιλίας”, στηλιτεύει την εξέγερση.
Το 1940, με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Αγγλία δίνει ελπίδες (όχι δεσμευτικές προτάσεις, όπως το 1915), ότι αν οι Κύπριοι συνδράμουν την βρετανική πολεμική προσπάθεια εναντίον του Άξονα, τότε θα μπορούσε να υπάρχει ευμενής αντιμετώπιση των εθνικών πόθων. Χιλιάδες είναι οι Κύπριοι (συμπεριλαμβανομένων και εκατοντάδων γυναικών) που κατατάχτηκαν στον βρετανικό στρατό και πολέμησαν στην Βόρεια Αφρική και στην Ευρώπη. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με την έναρξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, η Βρετανία “ξέχασε” τις όποιες προσδοκίες εξέθρεψε.
Το 1950 οργανώνεται από την Εθναρχία (Εκκλησία της Κύπρου) δημοψήφισμα για την Ένωση με την Ελλάδα, πρόταση που συγκέντρωσε περίπου το 96% των εχόντων δικαίωμα ψήφου. Η απάντηση του ελλαδικού κράτους, δια στόματος Γεωργίου Παπανδρέου, τότε υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Πλαστήρα ήταν αποκαρδιωτική: «Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Δεν μπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύσει από ασφυξίαν».
Η πρόταση των Αμερικανών
Μετά το «Ουδέποτε!» του Βρετανού υπουργού Αποικιών Χόπκινσον το 1954 σχετικά με την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης για την Κύπρο, ξεκινά ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ (1955 – 1959) με στόχο την Ένωση. Με την Τριμερή συνάντηση του Λονδίνου (1955) η Ελλάδα αναγνωρίζει δικαιώματα στην Τουρκία για το Κυπριακό, από τα οποία είχε παραιτηθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης.
Οι Αμερικανοί προτρέπουν για μια λύση που να διατηρεί την ενότητα του ΝΑΤΟ και να μην εξευτελίζει κανένα από τους δύο (Ελλάδα – Τουρκία). Σαν λύση (έναντι του Αγγλικού φόβητρου για διχοτόμηση) καταλήγει η κολοβή ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία διαπραγματεύτηκαν μεταξύ τους, ερήμην των Κυπρίων, οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας – Τουρκίας (Αβέρωφ και Ζορλού αντίστοιχα) και που προνοεί “εγγυητές” (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία), και στρατιωτικές βάσεις που αποτελούν “κυρίαρχα” βρετανικά εδάφη.
Κάποιοι θεωρούν ότι επίσης χάθηκε μια ευκαιρία τον Αύγουστο του 1964, όταν ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, Πέτρος Γαρουφαλλιάς κατέβηκε στην Κύπρο και πρότεινε στον Μακάριο την κήρυξη “πραξικοπηματικής” Ένωσης, με ταυτόχρονη υπερψήφιση της από τα κοινοβούλια Κύπρου και Ελλάδας. Ο Μακάριος ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικός στην πρόταση αυτή, που συνέπεσε με την εκδήλωση του Σχεδίου Άτσεσον.
Κάποιοι σπεύδουν να αποδώσουν την άρνηση αυτή στην δήθεν “αρχομανία” του Μακαρίου (δεν ήθελε να χάσει την εξουσία και να μετατραπεί σε περιφερειάρχη). Η αλήθεια είναι ότι ο Μακάριος γνώριζε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου έκανε μυστικά παζάρια με τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Άτσεσον, για διχοτόμηση υπό την μορφή διπλής ένωσης, πράγμα που μετουσιώθηκε στο “Σχέδιο Άτσεσον”, που κατά σύμπτωση (;) παρουσιάστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την πρόταση Γαρουφαλλιά.
Γνωρίζοντας το νατοϊκό διχοτομικό παρασκήνιο, ο Μακάριος απέρριψε, τόσο το Σχέδιο Άτσεσον, όσο και την πρόταση Γαρουφαλλιά και διάσωσε την Κυπριακή Δημοκρατία. Τελικά να υπενθυμίσουμε κάτι που πολλοί προτιμούν να ξεχνούν, ότι δηλαδή πέραν του Μακάριου και η Τουρκία απέρριψε το Σχέδιο Άτσεσον.
Επίλογος για το άρθρο Φουντούλη
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι περιπτώσεις που το αίτημα της Ένωσης αναδύθηκε στο προσκήνιο, με κάποιες από αυτές ν΄ αποτελούν μοναδικές ευκαιρίες. Κάθε φορά όμως το Κυπριακό βρέθηκε να συνθλίβεται στις γεωπολιτικές μυλόπετρες για εξυπηρέτηση των δυτικών συμμαχικών συμφερόντων, με περισσότερο ή λιγότερο πρόθυμο εκτελεστή το επίσημο ελλαδικό κράτος.
Είναι οι ίδιες κυβερνώσες ελληνικές ελίτ που και σήμερα υποθηκεύουν τα κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνισμού, που βαυκαλίζονται για την Συμφωνία των Πρεσπών, οραματίζονται “Πρέσπες του Αιγαίου”, “ραφοποιούν” το Κυπριακό, συγκατανεύουν στον ορισμό για την Κύπρο εντός ΝΑΤΟ με γεωγραφικές συντεταγμένες (sic) αντί του ονόματος της και μας υπενθυμίζουν τραγικά ότι η Κύπρος εξακολουθεί να “κείται μακράν”, όπως τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974.
Οι Κύπριοι βιώνουν ακόμα το τραύμα της προδοσίας και της εγκατάλειψης. Ποιος ξέρει πότε οι αθηναϊκές ελίτ θα πάψουν να βλέπουν την Κύπρο σαν “βαρίδι” και να την αντιμετωπίσουν σαν το προκεχωρημένο ανατολικό φυλάκιο του Ελληνισμού; Στο Β’ Μέρος, μετά το άρθρο του Κίμωνα Φουντούλη, θα σχολιάσουμε το άρθρο του κ. Γιαννακού Κωνσταντίνου για συναινετική λύση δύο κρατών.
Ο Χρήστος Ηλιάδης γεννήθηκε στην Λεμεσό της Κύπρου το 1954. Σαν έφηβος γνώρισε τον υφέρποντα εμφύλιο πόλεμο και μετά σαν εθνοφρουρός (πεζικό) πολέμησε ενάντια στην τουρκική εισβολή. Σπούδασε στην Γαλλία όπου απέκτησε διδακτορικό τίτλο στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Συμμετείχε ενεργά τόσο στο Κυπριακό όσο και στο Γαλλικό φοιτητικό κίνημα. Με την επανεγκατάσταση του στην Κύπρο εργοδοτήθηκε σε πολυεθνική εταιρεία, από την οποία αφυπηρέτησε από διευθυντική θέση με παγκόσμιο χαρτοφυλάκιο. Συνεργάζεται με ελληνικές δεξαμενές σκέψης και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και ιστοσελίδες.