Ο απολογισμός μίας δύσκολης επίσκεψης
11/12/2017του Σταύρου Λυγερού –
Μπορεί στο κλίμα της διάχυτης καχυποψίας οι δύο πλευρές να είχαν προσχεδιάσει ακόμα και σε λεπτομέρειες την επίσκεψη Ερντογάν, αλλά αυτή ξεστράτισε «με το καλημέρα». Το χάσμα που χωρίζει τις θέσεις των δύο πλευρών δεν άφηνε, άλλωστε, περιθώρια για ελπίδες συγκλίσεων. Ο Ερντογάν, μάλιστα, φρόντισε να το καταστήσει σαφές με τα όσα είπε πριν έρθει στην Αθήνα.
Η συνέντευξή του στον Σκάι δηλητηρίασε το κλίμα και εξώθησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μετατρέψει την υποδοχή του Τούρκου ομολόγου του σε δημόσια αντιπαράθεση. Τα όσα συνέβησαν εκεί δεν έχουν προηγούμενο, και εκ των πραγμάτων θέτουν τον ελληνοτουρκικό διάλογο σε μία άλλη βάση. Είναι η πρώτη φορά που δύο πλευρές εκθέτουν μπροστά στις κάμερες τις αντιτιθέμενες θέσεις τους. Και μάλιστα, πριν βρεθούν πίσω από κλειστές πόρτες και διερευνήσουν τα περιθώρια συγκλίσεων, ή τουλάχιστον υιοθέτησης μιας κοινής ρητορικής που να δημιουργεί την ελπίδα προσέγγισης.
Μέχρι τώρα, στις διμερείς συναντήσεις σε επίπεδο ηγετών ή υπουργών Εξωτερικών, και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούσαν δημοσίως τη γνωστή συμβατική ρητορική. Απέφευγαν να εκθέσουν τις υφιστάμενες διαφορές απόψεων. Στη συνέχεια, βεβαίως, επέστρεφαν στην παραδοσιακή αντιπαραθετική ρητορική και πρακτική τους.
Σφράγισε την επίσκεψη
Στο Μαξίμου, λοιπόν, αιφνιδιάσθηκαν και αρχικά δυσφόρησαν με τον χειρισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τους είχε ενημερώσει πως θα έδινε το απαντητικό στίγμα του στα όσα είχε πει ο Ερντογάν πριν έρθει. Η κυβέρνηση δεν είχε φέρει αντίρρηση, δεδομένου πως κι αυτή ήταν ενοχλημένη, όπως φάνηκε και από τη σχετική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, η οποία κινήθηκε σε άλλο μήκος κύματος από τις προηγούμενες δηλώσεις του.
Ούτε στο Μαξίμου ούτε στο υπουργείο Εξωτερικών, όμως, ανέμεναν πως τα πράγματα θα προσλάμβαναν τις διαστάσεις που τελικώς προσέλαβαν. Από τη στιγμή που ο Παυλόπουλος εξέθεσε αναλυτικά τις ελληνικές θέσεις, απαντώντας σε όσα είχε πει ο Ερντογάν στη συνέντευξή του, ήταν δεδομένο πως ο Τούρκος πρόεδρος θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία. Μπήκε κι αυτός στην ουσία, εκθέτοντας τις πάγιες θέσεις της Άγκυρας.
Η δημόσια αντιπαράθεση στο Προεδρικό Μέγαρο σφράγισε τη συνέχεια της επίσκεψης και εγκλώβισε τις συνομιλίες Τσίπρα-Ερντογάν στο ανελαστικό πλαίσιο που είχε ήδη διαμορφωθεί δημοσίως. Με τον τρόπο αυτό, συρρίκνωσε τα εκατέρωθεν περιθώρια κινήσεων. Αυτός είναι ο λόγος που στο Μαξίμου και στο υπουργείο Εξωτερικών αιφνιδιάσθηκαν και δυσφόρησαν. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σχεδιασμός τους ήταν δημοσίως να τηρηθούν χαμηλά οι τόνοι και να δρομολογηθεί ένας διμερής διάλογος με σκοπό συγκλίσεις και κυρίως τρόπους αποφυγής εντάσεων. Σε αυτή τη γραμμή είχε –τουλάχιστον στα λόγια– συμφωνήσει και η Άγκυρα.
Από τη στιγμή, όμως, που έλαβε χώρα η δημόσια αντιπαράθεση στο Προεδρικό, τα προσυμφωνηθέντα τινάχθηκαν στον αέρα. Η κυβέρνηση δεν είχε, βεβαίως, κανένα περιθώριο ούτε να εκφράσει τη δυσφορία της και πολύ περισσότερο να διαφοροποιηθεί από τη γραμμή Παυλόπουλου. Επί της ουσίας, άλλωστε, δεν διαφωνεί. Αυτά που είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι οι εθνικές θέσεις. Η κυβέρνηση ενοχλήθηκε, επειδή δημιουργήθηκε τετελεσμένο με αποτέλεσμα η επίσκεψη να εγκλωβισθεί.
Με ανοιχτά χαρτιά
Είναι ενδεικτικό πως όταν στη συνέχεια ο Ερντογάν πήγε στο Μαξίμου, η εκεί προσφώνηση και αντιφώνηση κινήθηκαν στο αναμενόμενο συμβατικό μήκος κύματος. Ειπώθηκαν αυτά που και οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει να πουν. Όταν, όμως, ήρθε η ώρα της κοινής συνέντευξης Τύπου και αφού είχαν προηγηθεί οι διμερείς συνομιλίες, οι Τσίπρας και Ερντογάν δεν είχαν περιθώριο να ξεφύγουν από το πλαίσιο που είχε οριοθετήσει η δημόσια αντιπαράθεση στο Προεδρικό.
Έτσι, υποχρεώθηκαν να συνεχίσουν στη γραμμή της διπλωματίας με ανοιχτά χαρτιά. Κάθε ηγέτης όχι μόνο εξέφρασε τις θέσεις της χώρας του, αλλά και μπήκε σε κριτικό σχολιασμό αυτών που είπε ο συνομιλητής του. Φάνηκε καθαρά ότι η χρόνια ελληνοτουρκική διένεξη δεν πηγάζει από εμμονές, αλλά από αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα.
Ο Ερντογάν δεν μπορούσε να πάρει πίσω αυτά που είχε πει δημοσίως και ξεκάθαρα πριν τρεις ώρες. Αλλά ούτε και ο Τσίπρας μπορούσε να εμφανισθεί ότι μασάει τα λόγια του. Η σύγκριση με τον ξεκάθαρο λόγο του Παυλόπουλου θα ήταν καταλυτική και απολύτως επιβαρυντική πολιτικά γι’ αυτόν. Έτσι, η κοινή συνέντευξη Τύπου εξελίχθηκε σε έναν δεύτερο γύρο δημόσιας αντιπαράθεσης.
Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, ωστόσο, πίσω από τις κλειστές πόρτες έγινε μία ειλικρινής συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίαςοι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι διαφωνούν στα γνωστά επίμαχα ζητήματα των διμερών σχέσεων. Συμφώνησαν, ωστόσο, να μην τορπιλισθούν οι επιμέρους συμφωνίες οικονομικού και διαδικαστικού χαρακτήρα. Εκεί συμφωνήθηκε, επίσης, ότι στην κοινή συνέντευξη θα μιλούσαν με ανοιχτά χαρτιά, αλλά στο δείπνο θα έριχναν και οι δύο πλευρές τους τόνους.
Το μήνυμα εστάλη και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι πάντες, άλλωστε, είχαν δώσει το στίγμα τους και ως εκ τούτου δεν είχαν λόγο να επανέλθουν σε αντιπαραθετικούς λόγους. Όσον αφορά στη Θράκη, ο Ερντογάν είπε στον Τσίπρα ότι δεν θα αποστεί από τα προσυμφωνηθέντα. Η ελληνική κυβέρνηση, μάλιστα, θεωρεί πως σε γενικές γραμμές τήρησε τον λόγο του.
Ικανοποιημένοι και οι δύο
Το γεγονός ότι στην κοινή συνέντευξη Τύπου ο πρωθυπουργός δεν μάσησε τα λόγια του και δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω, χωρίς να δώσει απάντηση, είχε θετική απήχηση στην ελληνική κοινή γνώμη. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα σχετικά μηνύματα που γρήγορα έφθασαν στο Μαξίμου μετέτρεψαν την αρχική δυσαρέσκεια σε ευφορία, δεδομένου πως θεωρούν πως αυτό θα δώσει έναν “αέρα” στην κυβέρνηση.
Αλλά και ο Ερντογάν έχει λόγους να είναι ικανοποιημένος. Μπορεί βασίμως να ισχυρισθεί ότι έθεσε όλο το πακέτο των τουρκικών διεκδικήσεων με τον πιο επίσημο και ωμό τρόπο και μάλιστα στην καρδιά του ελληνικού κράτους με τον ξεχωριστό συμβολισμό που αυτό έχει. Επίσης, ότι με την παρουσία και τα όσα είπε στη Θράκη κατέδειξε, όχι μόνο το ενδιαφέρον του για τους «ομοεθνείς» του, όπως χαρακτήρισε τη μουσουλμανική μειονότητα, αλλά και την ομπρέλα προστασίας που η Τουρκία τους παρέχει. Με άλλα λόγια, έκανε το πολιτικό σόου του.
Το είχε, άλλωστε, μεγάλη ανάγκη, δεδομένου ότι το τελευταίο διάστημα είναι πολιτικά στριμωγμένος. Πρώτον, λόγω του γεγονότος ότι με τα όσα καταθέτει ο Ζαράμπ στους Αμερικανούς εισαγγελείς για το λαθρεμπόριο με το Ιράν εμπλέκει ευθέως τον Τούρκο ηγέτη. Δεύτερον, λόγω των αποκαλύψεων του αρχηγού της τουρκικής αξιωματικής αντιπολίτευσης για μεταφορές εκατομμυρίων δολαρίων από μέλη της οικογένειας Ερντογάν σε οφσόρ εταιρεία στη νήσο Μαν.
Θετικό σημείο
Εάν εξαιρέσουμε τα επιμέρους, το μόνο θετικό που άφησε η επίσκεψη Ερντογάν είναι ότι διαλύει υπαρκτές αυταπάτες και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και στην ελληνική κοινή γνώμη. Ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ αφθονούσαν. Οι διμερείς σχέσεις έχουν πλέον τοποθετηθεί σε πιο καθαρή βάση. Το ζητούμενο δεν είναι τόσο το να εκβιαστούν συμβιβασμοί που πρακτικά είναι ανέφικτοι, αλλά να αναζητηθούν τρόποι, ώστε η θερμοκρασία να διατηρείται χαμηλά.
Πράγματι, η δημόσια αντιπαράθεση δεν εμπόδισε να οριστικοποιηθεί η προσυμφωνία αφενός για την επανέναρξη των διμερών διερευνητικών επαφών που είχαν παγώσει, αφετέρου για την έναρξη διαπραγμάτευσηςμε σκοπό την εφαρμογή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και αποτροπής κρίσεων. Στην πραγματικότητα, αποφασίσθηκε να λειτουργήσουν κανάλια επικοινωνίας με σκοπό να αποφεύγονται μη αποφασισμένες εντάσεις και κυρίως οι όποιες εντάσεις να παραμένουν ελεγχόμενες.
Οριστικοποιήθηκαν, επίσης, οι συμφωνίες για τη θαλάσσια σύνδεση Σμύρνης-Θεσσαλονίκης, για τη σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης και για την κατασκευή δεύτερης συνοριακής γέφυρας στους Κήπους του Έβρου. Οριστικοποιήθηκε, επίσης, η σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας στη Θεσσαλονίκη και η σύσταση μικτής επιτροπής για την προώθηση των οικονομικών σχέσεων.
Στο πολιτικό επίπεδο,στο μόνο ζήτημα όπου προέκυψε σύγκλιση είναι το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Η Ελλάδα ενδιαφέρεται να παραμείνει σε ισχύ η ευρωτουρκική συμφωνία και οι εισροές από τα μικρασιατικά παράλια να παραμείνουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δέχεται μεγάλη πίεση και κύριος στόχος της είναι να ασκήσει πίεση στην ΕΕ για τα συμφωνηθέντα ανταλλάγματα. Από αυτή την άποψη, η σύγκλιση με την Αθήνα τη βολεύει. Το γεγονός ότι ο Ερντογάν δέχθηκε να επιστρέφονται στην Τουρκία και πρόσφυγες-μετανάστες που έχουν μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα επιτρέπει την αποσυμφόρηση της κατάστασης στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Αναλλοίωτο το χάσμα
Κατά τα άλλα, είχαμε το γνωστό χάσμα και τους ασύμβατους λόγους. Η κυβέρνηση θεωρεί πολύ θετικό ότι ο Ερντογάν δήλωσε πως δεν αμφισβητεί την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και στο τέλος της κοινής συνέντευξης Τύπου, ο πρωθυπουργός δήλωσε εμφατικά πως αυτό κατάλαβε. Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Αναφερόμενη σε ελληνικές νησίδες του ανατολικού Αιγαίου, η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι είναι στην καλύτερη περίπτωση “γκρίζες ζώνες” και στη χειρότερη πως είναι “τουρκικές νησίδες που η Ελλάδα παρανόμως κατέχει”. Θεωρώντας αυτές τις νησίδες όχι ελληνικές, μπορεί να ισχυρίζεται ότι σέβεται τα σύνορα. Το ίδιο ισχύει και για την αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών και διοικητικών δικαιωμάτων. Απλώς, η Άγκυρα δεν τα αναγνωρίζει ως τέτοια.
Πράγματι, ο Ερντογάν ομολόγησε ότι η μειονότητα στη Θράκη αποτελείται από Τούρκους, Πομάκους και Ρομά. Αυτό που ενδιαφέρει την Άγκυρα, όμως, δεν είναι ο φυλετικός χαρακτήρας της, αλλά η εθνική της συνείδηση. Και σε αυτό το επίπεδο, η τουρκική προπαγάνδα έχει κερδίσει πολύ έδαφος. Ο Τούρκος πρόεδρος πίεσε για την εκλογή των μουφτήδων, επειδή θεωρούν δεδομένο πως θα εκλεγούν αυτοί που θα υποδείξει το τουρκικό προξενείο.
Στα θετικά θεωρείται ότι ο Ερντογάν αναγνώρισε πως τα ζητήματα της μουσουλμανικής μειονότητας είναι εσωτερικό ζήτημα της Ελλάδας, αλλά –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– στην κατ’ ιδίαν συνομιλία του ο Τσίπρας του άφησε να εννοηθεί πως η Αθήνα θα κινηθεί προσεχώς προς την κατεύθυνση έστω και μερικής ικανοποίησης κάποιων αιτημάτων της μειονότητας.
Στήριξη από τη Δύση
Θετικό είναι, επίσης, ότι ο Τούρκος πρόεδρος αναγνώρισε εμμέσως πλην σαφώς ότι οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου υπέστησαν διωγμούς. Δεν αποτελεί, ωστόσο, μεγάλη υποχώρηση, δεδομένου ότι οι νεοοθωμανοί δεν απολογούνται για τα όσα έπραξε το κεμαλικό καθεστώς. Γι’ αυτό και δεν έχουν πρόβλημα και με τη λειτουργία εκκλησιών. Θα ήθελαν, όμως, η Αγία Σοφία να επανασυνδεθεί με το Ισλάμ και από αυτή την άποψη το σχετικό “καρφί” του Τσίπρα χτύπησε διάνα.
Όπως αναμενόταν, ο Ερντογάν επανέφερε το ζήτημα των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών, παρότι ξέρει ότι δεν γίνεται τίποτα πλέον με αυτούς. Στην πραγματικότητα, ασκεί πιέσεις για να παραδοθούν στην Άγκυρα άλλοι Τούρκοι φυγάδες (περισσότεροι από 100) που βρίσκονται στην Ελλάδα και οι οποίοι είναι καταζητούμενοι. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι η Ελλάδα δεν φιλοξενεί πραξικοπηματίες, αλλά πως είναι Κράτος Δικαίου.
Στο Μαξίμου επικρατεί ικανοποίηση και από το γεγονός ότι –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία, πέρα από τις επίσημες δηλώσεις εναντίον της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, έστειλαν την Παρασκευή το πρωί απολύτως θετικά μηνύματα στην Αθήνα για την στάση της. Και οι τρεις δυτικές κυβερνήσεις υπογράμμισαν τον ρόλο της Ελλάδας ως παράγοντα σταθερότητας σε μία δύσκολη περιοχή και αντιμετώπισαν αρνητικά τις αναφορές Ερντογάν.