Ο άξονας Γαλλία-Ελλάδα στη μετα-αμερικανική Ανατολική Μεσόγειο
27/09/2021Σύμφωνα με πληροφορίες που παραθέτει ο Σταύρος Λυγερός σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε τα μεσάνυκτα της Κυριακής προς Δευτέρα στο SLpress, φαίνεται πως βρισκόμαστε μια ανάσα από την αγορά τριών φρεγατών Belharra και τριών κορβετών Gowind από τη Γαλλία και πως αυτή η αγορά θα δρομολογήσει μια στρατηγική σχέση μεταξύ Αθηνών και Παρισίων (την πληροφορία επιβεβαίωσε το μεσημέρι της Δευτέρας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), η οποία μάλιστα έχει την ευλογία της Ουάσιγκτον.
Πράγματι, η αγορά των πολεμικών αυτών πλοίων έχει μια ευρύτερη γεωπολιτική δυναμική. Η λιγότερο σημαντική πτυχή είναι ότι η Ελλάδα εξελίσσεται σε έναν από τους πιο σημαντικούς αγοραστές γαλλικών οπλικών συστημάτων ανά τον πλανήτη και στον πιο σημαντικό στην Ευρώπη. Ο συνδυασμός της αγοράς των 24 μαχητικών Rafale, με τις τρεις φρεγάτες και τις τρεις κορβέτες και τη δυναμική που έχει για περαιτέρω συνεργασία στο μέλλον είναι πολύ πιο σημαντικός από αγορές οπλικών συστημάτων στο παρελθόν.
Αναφερόμαστε στην αγορά των 40 μαχητικών αεροσκαφών Mirage 2000 που είχε γίνει στο πλαίσιο της περιβόητης “Αγοράς του Αιώνα” στη δεκαετία του 1980, αλλά και στις αγορές των μαχητικών αεροσκαφών Mirage F1, των πυραυλακάτων Combattante, των αρμάτων μάχης AMX30 και των τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης ΑΜΧ10, που είχαν γίνει από τη χούντα.
Δεδομένων των αλλαγών που γίνονται στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία και στην ευρύτερη γεωπολιτική ταυτότητα της ΕΕ (πλέον φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται δικές της αμυντικές ικανότητες υψηλής τεχνολογίας), η ελληνογαλλική συνεργασία αποκτά ευρύτερη διάσταση και έχει τεράστιες προοπτικές για μελλοντική εμβάθυνση και συνεργασίες όσον αφορά την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων προηγμένης τεχνολογίας.
Η νέα δυτική αρχιτεκτονική
Αυτά είναι, όμως, τα ελάσσονα. Το πιο σημαντικό είναι ότι κατά τα φαινόμενα οι ΗΠΑ, προχωρώντας στο σύμφωνο AUKUS, περιορίζονται συνειδητά σε μια “μικρή” αγγλοσαξωνική Δύση μέσα στο ευρύτερο μέγεθος που αποκαλούμε Δυτικός Κόσμος. Αφήνουν έτσι μεσαιο-μεγάλες δυνάμεις να προχωρήσουν στις δικές τους περιφερειακές δομές. Κάτι τέτοιο ενδέχεται συμβαίνει και με την περίπτωση της Γαλλίας.
Η αντίδραση της γαλλικής κυβέρνησης για την AUKUS δεν οφειλόταν μόνο στο πολύτιμο συμβόλαιο των 12 υποβρυχίων Shortfin Barracuda που έχασε στην Αυστραλία. Ήταν ότι βρέθηκε να οδηγείται προς ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο και ένα νέο διπολικό σύστημα, μέσα στο οποίο θα λειτουργούσε σαν “ουρά” μιας ιθύνουσας αγγλοσαξονικής σέχτας. Κι αυτό, την ίδια στιγμή που η Γερμανία απειλεί να κερδίσει την ηγεμονία της στην ΕΕ και να “ισπανοποιήσει” τη Γαλλία, θέτοντάς την υπό την άτυπη κυριαρχία της. Και φυσικά το Παρίσι αντέδρασε. Και η αντίδρασή του ήταν τόσο έντονη, ώστε να εξασφαλίσει ανταλλάγματα.
Με άλλα λόγια, η Γαλλία φαίνεται πως απαίτησε έναν αυτόνομο ρόλο στο νέο διεθνές σύστημα. Περιφερειακό μεν αλλά αυτόνομο. Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, οι ΗΠΑ δεν δίνουν απλώς κάποιο “βραβείο της παρηγοριάς” στους Γάλλους για να αντισταθμίσουν τις οικονομικές απώλειες από την ακύρωση του συμβολαίου των υποβρυχίων. Ναι μεν υπάρχει το οικονομικό στοιχείο, αλλά όχι μόνο αυτό. Φαίνεται πως προσφέρουν στη Γαλλία, ή καλύτερα στη Γαλλία και την Ελλάδα, έναν ημιαυτόνομο ρόλο μέσα φυσικά στο πλαίσιο της δυτικής αρχιτεκτονικής.
Οι νέοι ρόλοι των περιφερειακών δυνάμεων
Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ, μετά την αποκαθήλωση από τον φαντασιακό θρόνο του παγκόσμιου ηγεμόνα, ενδέχεται να συναινούν να κατέβουν και από τον θρόνο του ηγεμόνα του Δυτικού Κόσμου, προχωρώντας σε μια πιο “δημοκρατική” δομή μέσα σε αυτόν, στην οποία οι ΗΠΑ θα έχουν την πρωτοκαθεδρία και θα είναι ο παγκόσμιος συντονιστής των επιμέρους ομαδοποιήσεων που θα δημιουργηθούν. Ενδέχεται δηλαδή, να κινούμαστε προς ένα είδος σπονδυλωτής Δύσης.
Αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, η Ελλάδα, για πρώτη φορά από τότε που έγινε ανεξάρτητο κράτος, έχει την ευκαιρία να λειτουργήσει ως ισότιμο μέρος αυτής της δομής και όχι ως κράτος-πελάτης. Όπως ο γράφων έχει επιχειρηματολογήσει στο παρελθόν, η Γαλλία δεν έχει πλέον τα μεγέθη ώστε να λειτουργήσει “πατερναλιστικά” έναντι χωρών όπως η Ελλάδα, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που το έκαναν οι ΗΠΑ. Χρειάζεται συνεργάτες και όχι “υπηρέτες”, γιατί –μεταξύ άλλων– δεν μπορεί να είναι “αφέντης”.
Επιπροσθέτως, η συγκυρία όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας είναι πολύ καλή για την προώθηση της ελληνογαλλικής στρατηγικής συνεργασίας, μιας και η Γερμανία βρίσκεται σε μεταβατική πολιτική φάση στη μετά-Μέρκελ εποχή. Δεν έχει την απαιτούμενη συνοχή ώστε να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια υψηλή πολιτική που θα της επιτρέψει να κυριαρχήσει έναντι της Γαλλίας στην Ευρώπη. Συνακόλουθα, η ελληνογαλλική σχέση δημιουργεί το πρόπλασμα μιας ενότητας και μέσα στην ΕΕ που ενισχύει τη θέση τόσο της Γαλλίας όσο και της Ελλάδας και δημιουργεί μια “ανοιχτή αρχιτεκτονική” για να “κουμπώσουν” και άλλες χώρες.
Αναμένοντας τις εξελίξεις
Αυτή η εξέλιξη πιθανώς να αποτελεί και κρυφή αμερικανική στόχευση. Κι αυτό γιατί η Ουάσιγκτον φαίνεται πως θεωρεί ότι η Γερμανία είναι η πιο “επικίνδυνη” από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες για να ελέγξει σε βάθος χρόνου την ΕΕ και να κινηθεί αυτόνομα, ξεφεύγοντας από την ταπεινωτική κηδεμονία των ΗΠΑ, που της επεβλήθη μετά την ήττα της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επιπροσθέτως, η Γερμανία είναι η πιο επιρρεπής στο “να τα βρει” με τη Μόσχα, αλλά και με το Πεκίνο εξαιτίας των οικονομικών σχέσεων που διατηρεί με αυτές τις δύο χώρες και εκ του γεγονότος ότι είναι μια μεγάλη βιομηχανική δύναμη που χρειάζεται αγορές. Η δημιουργία του Nord Stream 2 δεν είναι κάτι που έχει χαροποιήσει την Ουάσιγκτον. Είναι η κορυφή του παγόβουνου όσον αφορά τα προβλήματα που υπάρχουν στις σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας και τα οποία παραμένουν κάτω από το χαλί.
Βέβαια, όπως γράφει και ο Σταύρος Λυγερός στο δικό του άρθρο, αυτές είναι πολύ πρώιμες και συνακόλουθα άκρως επισφαλείς εκτιμήσεις. Το μέλλον θα δείξει. Ωστόσο, ο ιστορικός χρόνος δείχνει να επιταχύνεται. Ενδέχεται να δούμε προσεχώς μεγάλες εξελίξεις –για την ακρίβεια ανατροπές– σε αυτά που θεωρούσαμε αναντίρρητες γεωπολιτικές σταθερές.