Ο Ερντογάν και το ελληνικό “φοβικό σύνδρομο”
19/12/2017του Γιώργου Παπασίμου –
Δεν είναι τόσο το ζήτημα της εικόνας, που εμφάνισε η ελληνική πολιτική ηγεσία τις ημέρες της παραμονής του Τούρκου προέδρου επίδοξου «νέο-σουλτάνου» στην Αθήνα. Αλλά κυρίως η ουσία, που αφορά στην παγιωμένη φοβική στάση του ελληνικού κατεστημένου, απέναντι στα μείζονα εθνικά θέματα και ιδιαίτερα έναντι της Τουρκίας. Και μάλιστα σε μια περίοδο που τα μνημόνια και η υποτέλεια τείνουν να επιβάλλουν μόνιμα χαρακτηριστικά αναξιοπιστίας, αναποτελεσματικότητας και αβεβαιότητας.
Γιατί ποια άλλη χώρα στον κόσμο, θα προετοίμαζε με ζήλο την επίσκεψη ενός ξένου Προέδρου, ο οποίος είχε προαναγγείλει ότι θα αμφισβητήσει την εδαφική της ακεραιότητα, ζητώντας επιμόνως την αναθεώρηση-επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάννης; Ενός προέδρου, ο οποίος πιθανότατα, όπως και τελικώς έγινε, θα έθετε στην καρδιά της Αθήνας το ζήτημα της μετάπτωσης της μειονότητας στη Θράκη από μουσουλμανική σε εθνική-τουρκική μειονότητα.
Διπλωματική ήττα
Η προσέγγιση του ζητήματος με βάση τον ιδιότυπο χαρακτήρα Ερντογάν, ο οποίος έχει προσβάλλει τον τελευταίο καιρό πολλούς ηγέτες, καθώς και των αυτονόητων απαντήσεων της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, μέσα στο «σπίτι της», δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να «ισοφαρίσει» αυτή την διπλωματική ήττα. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Έχει ανοιχτά μείζονα εθνικά ζητήματα που απειλούνται από τον νεοοθωμανικό εξτρεμισμό.
Αποτελεί πραγματικά άσχημη εξέλιξη ότι πλέον, η παλιότερη κομψή διπλωματική γλώσσα της Τουρκίας, που είδαμε κατά τις προηγούμενες επισκέψεις Νταβούτογλου, αλλά και του ιδίου του Ερντογάν, ως πρωθυπουργού, έχει πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Ενόψει των σύγχρονων εσωτερικών και εξωτερικών αναγκών του φερομένου ως νεοσουλτάνου, έχει μετατραπεί σε ωμή ανατρεπτική επιθετικότητα. Αυτό, δημιουργεί μείζονα ερωτηματικά για το γεγονός ότι του δόθηκε η δυνατότητα να αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας, μέσα στην καρδιά της Αθήνας. Και πολύ χειρότερα ότι του δόθηκε το βήμα να προωθήσει τη διαδικασία “κυπροποίησης” της Θράκης με την παρουσία του εκεί.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η πρόσκληση Ερντογάν έγινε μετά από υπόδειξη Τραμπ, ως μέσο εξευμενισμού της Τουρκίας. Εάν επαληθευτούν σημαίνει ότι αποδέκτης πιέσεων θα είναι μόνο η Ελλάδα, στον ευαίσθητο άξονα Αιγαίου, Θράκης και Κύπρου. Τότε οι ευθύνες της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας μεγεθύνονται.
Φοβικός παίχτης
Εν μέσω της ολικής κρίσης η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ενός “φοβικού παίχτη” απέναντι στο νεοοθωμανικό εξτρεμισμό. Η εικόνα αυτή φιλοτεχνήθηκε με την επί χρόνια κατευναστική πολιτική “εξημέρωσης του θηρίου”. Προκαλεί συνεπώς εντύπωση και ερωτηματικά η κίνηση της Κυβέρνησης να καλέσει στην παρούσα φάση τον Τούρκο πρόεδρο, βγάζοντας τον από το περιθώριο της διεθνούς απομόνωσης, που βρίσκεται σήμερα.
Ο Ερντογάν είναι εγκλωβισμένος στο εσωτερικό μέτωπο από τη σύγκρουσή του με τον στρατό και τους κεμαλικούς και στο εξωτερικό από το ότι υπηρετεί το αφήγημα της “Μεγάλης Τουρκίας”. Αυτό τον αναγκάζει να επιζητά την πλήρη αναθεώρηση διπλωματικών και ιστορικών κεκτημένων, όπως είναι η Συνθήκη της Λωζάνης.
Η βαθύτερη αιτία αυτού του διπλωματικού εξτρεμισμού, που εμφανίζει συστηματικά το τελευταίο διάστημα ο Τούρκος πρόεδρος είναι η κρίση του νεοοθωμανικού ιδεολογικού αφηγήματος, που διατυπώθηκε από τον Νταβούτογλου το 2002, όταν ξεκινούσε την κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας ο Ερντογάν. Κεντρικό στοιχείο αυτού του αφηγήματος ήταν η επιδίωξη ηγεμονίας της Τουρκίας στον χώρο άλλοτε κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η πολιτική αυτή έχει καταρρεύσει τόσο στη Συρία, όσο και στην Αίγυπτο, στην οποία προσεταιρίστηκε τον πρόεδρο των Αδελφών Μουσουλμάνων. Έχει καταρρεύσει και η επίλυση του Κουρδικού, το οποίο βρίσκεται, πλέον, σε ανεξέλεγκτη όξυνση. Η κατάρρευση αυτής της στρατηγικής προκάλεσε έντονες εξελίξεις εντός της τουρκικής κοινωνίας. Απόρροια και αυτών υπήρξε το αποτυχημένο πραξικόπημα, το οποίο αποτέλεσε “σωσίβιο” και δώρο στον Ερντογάν. Του επέτρεψε να προχωρήσει στο ξήλωμα και του Κεμαλισμού και του δικτύου Γκιουλέν.
Το τέλος των ψευδαισθήσεων
Ο Κεμαλισμός αποτέλεσε ένα ανελεύθερο αυταρχικό καθεστώς, θεμελιωμένο επάνω στην καταπίεση «εσωτερικών εχθρών». Εκείνων, δηλαδή, των πολιτισμικών και εθνικών ομάδων, που δεν εντάσσονταν στην δημιουργηθείσα κοσμική, σοβινιστική κρατική ιδεολογία περί “τουρκικότητας”. Η Τουρκία διασφάλιζε την ενότητά της, εξάγοντας τις εσωτερικές της αντιθέσεις και παραμένοντας επιθετική απέναντι στις υποτιθέμενες εξωτερικές απειλές.
Αυτό, όμως, αποτελεί μείζονα κίνδυνο για την Ελλάδα, διότι βασικό στοιχείο της νεοοθωμανικής στρατηγικής, που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται από τον Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και εκφράζεται πλέον σήμερα επιθετικά από τον Ερντογάν, αποτελούν τα Βαλκάνια. Εδώ η Τουρκία έχει τακτικά πλεονεκτήματα, αφενός λόγω της διαφοράς ισχύος μεταξύ αυτής και των υπολοίπων χωρών της περιοχής, αφετέρου λόγω των διάσπαρτων μουσουλμανικών μειονοτήτων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Κόσοβο, Βοσνία και Αλβανία, η οποία συχνά λειτουργεί σαν το μακρύ χέρι της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή).
Σε περίπτωση, δε, που παγιωθούν οι αποτυχίες της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, είναι βέβαιο ότι θα προσπαθήσει να ισοφαρίσει αυτές τις απώλειες, μέσω της επιθετικής-επεκτατικής πολιτικής κυρίως έναντι της Ελλάδος.
Αν κάτι θετικό μπορεί να βγει από αυτό το απίστευτο διπλωματικό «φιάσκο», είναι η διάλυση κάθε ψευδαίσθησης, εξαιτίας της υπέρμετρης αλαζονείας του Ερντογάν, μέσα στην καρδιά της Αθήνας. Έγινε πλέον καθαρό, ότι εάν η Ελλάδα και η Ελληνική Κοινωνία δεν αντιδράσει πέραν της μετατροπής της σε «αποικία χρέους» στους δυτικούς δανειστές με τα μνημόνια, κινδυνεύει να μεταβληθεί και σε οιονεί «τουρκικό προτεκτοράτο» στην ευρύτερη ρευστή γεωπολιτική περιοχή μας.