Ο Ερντογάν πουλάει στη Δύση αντιρωσικό ρόλο – Ζητάει ανταλλάγματα στη Μεσόγειο
18/10/2020Σε ανάλυση που είχε δημοσιεύσει ο υπογράφων στις 28 Σεπτεμβρίου, είχε υποστηρίξει ότι η Τουρκία επέλεξε τη χρονική στιγμή εμπλοκής στην Υπερκαυκασία, με σκοπό να υπενθυμίσει στη Δύση την στρατηγική της αξία ως ανάχωμα στη Ρωσία. Η Άγκυρα ελπίζει «να ανακόψει την αντιτουρκική δυναμική που έχει αναπτυχθεί στο αμερικανικό πολιτικό και μιντιακό σύστημα. Επίσης ελπίζει να αποδυναμώσει τις δυτικές αντιδράσεις όταν η Άγκυρα θα προωθεί παράνομες (με βάση το Διεθνές Δίκαιο) διεκδικήσεις σε βάρος κυρίως της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας».
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών προσθέτουν στοιχεία που ενισχύουν αυτή την εκτίμηση. Ο Ερντογάν στην προσπάθεια να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχούς έκβασης του ελιγμού του, ακολουθεί τακτική “προειδοποιήσεων και κινήτρων”. Το μέτωπο στην Υπερκαυκασία έχει περιπλακεί επικίνδυνα.
Οι Τούρκοι λένε εμμέσως πλην σαφώς στη Δύση ότι μπορούν και χωρίς αυτήν, προκρίνοντας διευθέτηση του προβλήματος με τη Ρωσία, ως χώρες γειτνιάζουσες με την περιοχή και εμπλεκόμενες στην πολεμική σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, αφήνοντας εκτός τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΗΠΑ, Γαλλία κ.λπ.).
Παράλληλα, ο Ερντογάν πραγματοποιεί ταξίδι στην φιλοδυτική Ουκρανία, όπου βραβεύεται με την ανώτατη τιμητική διάκριση από τον εβραϊκής καταγωγής πρόεδρο της χώρας Ζελένσκι. Υπενθυμίζεται, επίσης, η επέκταση της συνεργασίας των δυο χωρών στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Η σοβιετικής προέλευσης τεχνογνωσία των Ουκρανών συμβάλλει στην προσπάθεια της Τουρκίας να επιτύχει αμυντική αυτάρκεια.
Η σημασία της Ουκρανίας είναι μεγάλη και δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί από την ελληνική διπλωματία. Ο Ερντογάν επιχείρησε να αποκρούσει το εμπάργκο στην πώληση αμυντικών συστημάτων από τον Καναδά, καθώς η ουκρανική μειονότητα στη χώρα της Βόρειας Αμερικής είναι ισχυρή και ασκεί επιρροή την Οττάβα. Στη μεγάλη εικόνα, συγκεκαλυμμένα, ο Ερντογάν πρότεινε έναν άξονα Τουρκία – Ουκρανία – Καναδά εναντίον της Ρωσίας.
Η Μόσχα αντιλαμβάνεται το τουρκικό παιχνίδι και επιχειρεί να ασκήσει πίεση στην Άγκυρα, ανταποδίδοντας στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τάσσεται υπέρ του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια και καταδικάζει τις τουρκικές ενέργειες στα Βαρώσια της Κύπρου.
Μήνυμα Ερντογάν
Ωστόσο, το μήνυμα των κινήσεων Ερντογάν προς τη Δύση, στο θέατρο της Μεσογείου και ειδικότερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι το ακόλουθο: Η Τουρκία έχει το θάρρος να αντιμετωπίζει και να συνομιλεί ως ίσος προς ίσον με τη Ρωσία, χωρίς να ταυτίζεται μαζί της. Είναι, λοιπόν, στο χέρι της Δύσης, λέει ο Ερντογάν, αν θα συνεχίσει να επενδύει στην Τουρκία, στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάσχεσης της Μόσχας. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να γίνει αποδεκτός από τη Δύση, ο καθοριστικός ρόλος της Άγκυρας και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Με τον τρόπο αυτό, η Τουρκία προσπαθεί να ανακόψει τις προσπάθειες διπλωματικής ανάσχεσης από την πλευρά της Αθήνας, καθώς οι τουρκικές απαιτήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο στρέφονται ευθέως εναντίον ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και αμφισβητούν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Η σύνδεση του νοητού άξονα Πολωνία – Ουκρανία – Ρουμανία – Βουλγαρία – Ελλάδα στη γεωστρατηγική των ΗΠΑ, δείχνει να επαληθεύεται και από την έλευση στη βαλκανική Αμερικανών διπλωματών μετά από θητεία στο Κίεβο, με τη λίστα να μην εξαντλείται στον Τζέφρι Πάιατ.
Το θετικό για την Ελλάδα είναι η ρευστότητα της κατάστασης και η αμετροέπεια που χαρακτηρίζει τη νεοθωμανική πολιτική του Ερντογάν, η οποία μέχρι στιγμής αποτρέπει κάθε συμβιβασμό με την Ουάσιγκτον. Ωστόσο, η προσπάθεια της Άγκυρας να σημειώσει μια ξεκάθαρη νίκη στο ελληνοτουρκικό μέτωπο δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην Αθήνα.
Κόκκινες γραμμές
Η ανάγκη για χάραξη ξεκάθαρων κόκκινων γραμμών, η παραβίαση των οποίων από την πλευρά της Τουρκίας θα συνεπάγεται στρατιωτική απόκρουση, συγκρούεται με την επιθυμία της Ουάσιγκτον για την αποφυγή πολεμικής εμπλοκής. Στην ανάπτυξή της, η αμερικανική στρατηγική επιθυμεί λύση μέσω διαπραγματεύσεων Αθήνας και Άγκυρας.
Από την άλλη πλευρά οι Αμερικανοί αρχίζουν να κατανοούν πως η αποφυγή της ένοπλης σύγκρουσης δεν εξαρτάται μόνο από την ελληνική υποχωρητικότητα, αλλά και από την τουρκική επιθετικότητα. Γι’ αυτό και η τελευταία ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν η οξύτερη των τελευταίων δεκαετιών.
Από τη στιγμή, όμως, που στο τραπέζι της ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης θα βρεθούν θέματα εθνικής κυριαρχίας, έστω στο πλαίσιο “διερευνητικής επαφής”, όπως το αναφαίρετο δικαίωμα διασφάλισης της άμυνας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου από τον τουρκικό επεκτατισμό (Στρατιά του Αιγαίου και ξεκάθαρη ρητορική Ερντογάν), τα περιθώρια υποχωρήσεων της Αθήνας, χωρίς να υποστούν βαρύτατο πλήγμα τα εθνικά συμφέροντα, είναι από αμελητέα έως ανύπαρκτα. Εξ ου και το τίμημα ενδεχόμενης υποχώρησης θα εξαιρετικά υψηλό.