Ο Έβρος δεν έπεσε, αλλά ο Έβρος πεθαίνει
23/04/2020Η πολιορκία του Έβρου από τις χιλιάδες παράνομων μεταναστών που είχε εξαπολύσει ο Ερντογάν, φαίνεται ότι σε αυτή τη φάση τελείωσε. Ο Έβρος δεν έπεσε και σε αυτό βοήθησε σημαντικά ο ντόπιος πληθυσμός που έδωσε δυναμικά το παρόν. Για πόσο καιρό όμως ο ξεχασμένος Έβρος θα μπορεί να ξεπερνά τα εσωτερικά του προβλήματα και να λειτουργεί ως προμαχώνας του ελληνισμού; Ποιο όμως είναι σήμερα το βασικό πρόβλημα του Έβρου;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η χρόνια οικονομική του υστέρηση, σε σχέση με τον μέσο όρο της χώρας. Πράγματι, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ο Έβρος και γενικότερα η Θράκη, βρέθηκαν έξω από την “πρώτη ταχύτητα”. Στα χρόνια που ακολούθησαν όμως, έγιναν κάποιες διορθωτικές κινήσεις μέσω δημοσίων επενδύσεων, όπως η ίδρυση πανεπιστημίου, νοσοκομείων και η εκτέλεση έργων υποδομής. Όλες αυτές οι δράσεις ωστόσο απέβλεπαν κυρίως στην στήριξη του τοπικού εισοδήματος και όχι στη δημιουργία νέων παραγωγικών δυνατοτήτων.
Με άλλα λόγια, δεν υπήρξε για τη Θράκη – όπως και για το σύνολο της ελληνικής περιφέρειας – ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο. Αυτό το κενό το ελληνικό κράτος προσπάθησε να το καλύψει με μια σειρά αναπτυξιακών νόμων, οι οποίοι έδωσαν (κυρίως φορολογικά) κίνητρα για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Ο σχεδιασμός αυτός όμως ήταν αποσπασματικός. Επί πλέον κλήθηκε να τον υλοποιήσει ένα αναποτελεσματικό κράτος. Έτσι, στην πράξη ωφελήθηκαν κυρίως κάποιοι ιδιώτες και όχι η ευρύτερη περιοχή.
Και έτσι φθάνουμε στο σήμερα, όπου το πρόβλημα έχει καταστεί πολύ βαθύτερο και θεμελιώδες: Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι ο Έβρος, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, πεθαίνει. Πράγματι, το βασικό πρόβλημα του νομού Έβρου είναι η φθίνουσα δημογραφία του, η οποία σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των αγροτικών του περιοχών, οδηγεί την ύπαιθρο χώρα του στην ερήμωση.
Ξεριζωμένοι δύο φορές
Ο Έβρος στη δεκαετία του 1920 τονώθηκε δημογραφικά από τους πρόσφυγες που ήλθαν ξεριζωμένοι από την Ανατολική Θράκη. Τις επόμενες δεκαετίες όμως και κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο, άρχισε να φυλλορροεί πληθυσμιακά, ως συνέπεια της οικονομικής του υπανάπτυξης. Στη δεκαετία του 1960 ο πληθυσμός του Έβρου συμμετείχε με δυσανάλογα υψηλά ποσοστά στο μεταναστευτικό κύμα της περιόδου προς τη Δυτική Ευρώπη.
Έτσι στο διάστημα 1961-71 ο συνολικός πληθυσμός του νομού Έβρου μειώθηκε κατά 12%, ποσοστό που μόνο με απώλειες πολεμικής περιόδου μπορεί να συγκριθεί. Συγκεκριμένα μειώθηκε από τις 158 χιλιάδες, στις 139 χιλιάδες και έκτοτε αυξήθηκε ελάχιστα. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο νομός Έβρου γνώρισε καθυστερημένα και ιδιαίτερα έντονα το φαινόμενο της αστυφιλίας, καθώς μεγάλο μέρος των αγροτικών πληθυσμών του μετακινήθηκαν προς το πλησιέστερο αστικό κέντρο, την Αλεξανδρούπολη, και από εκεί σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη ή στο εξωτερικό.
Τα αποτελέσματα αυτών των μετακινήσεων ήταν αφ’ ενός η Αλεξανδρούπολη να γίνει μια πόλη περίπου 60.000 κατοίκων και αφ’ ετέρου η ύπαιθρος χώρα να αποψιλωθεί από τον πληθυσμό της και ειδικά από τους νέους ανθρώπους. Οι συνέπειες των παραπάνω μεταβολών ήταν δραματικές. Σύμφωνα με τις εθνικές απογραφές, στο διάστημα 1981-2011 ο πληθυσμός των αγροτικών οικισμών του Βορείου Έβρου μειώθηκε κατά 43%. Αντίστοιχα οι οικισμοί στην περιοχή Διδυμοτείχου και πλησίον του ποταμού Έβρου έως το Σουφλί παρουσίασαν μείωση κατά 47%.
Οι δραματικές αυτές μειώσεις συνεπάγονται βεβαίως ότι από τις παραπάνω περιοχές έφυγαν οι περισσότεροι νέοι. Πράγματι, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι περιοχές του Βόρειου και Κεντρικού Έβρου είναι από τις πιο γηρασμένες της Ελλάδας, με τα ποσοστά ατόμων άνω των 65 ετών να κυμαίνονται από 40% έως και πάνω από 60%. Η παραπάνω εικόνα είναι αυτή που είχε διαμορφωθεί έως την απογραφή του 2011, δηλαδή χωρίς να έχουν μετρηθεί οι συνέπειες της μνημονιακής περιόδου. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί έκτοτε στα ετήσια δελτία της ΕΛΣΤΑΤ, αναμένεται ότι η εικόνα θα χειροτερεύσει περαιτέρω στην απογραφή του 2021.
Ανατροπή των ισορροπιών
Από τα παραπάνω στοιχεία είναι φανερό ότι ο εύφορος Έβρος ακολούθησε τη μοίρα που είχε και το σύνολο της ελληνικής περιφέρειας. Αν όμως για την περιφέρεια της χώρας η εγκατάλειψή της είναι μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, στην περίπτωση του Έβρου η ερήμωση της υπαίθρου του είναι ένα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο. Αυτό ισχύει για δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ο προφανής: ότι δεν μπορείς να σταθείς σε μια μεθοριακή γραμμή με φθίνουσα δημογραφία.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μια επιτάχυνση του δημογραφικού μαρασμού του Έβρου, θα ανατρέψει άρδην τις εύθραυστες ισορροπίες που ισχύουν στη Θράκη. Για να γίνει κατανοητό αυτό επισημαίνεται ότι ο, κατά συντριπτική πλειονότητα χριστιανικός πληθυσμός του νομού Έβρου, αποτελεί το ανάχωμα που διακόπτει την εδαφική συνέχεια της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης με την τουρκική επικράτεια.
Παράλληλα ο πληθυσμός του Έβρου είναι εκείνος που εξασφαλίζει την πλειονότητα του χριστιανικού στοιχείου στο σύνολο της Θράκης. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός στη Ροδόπη ήδη υπερβαίνει το 50%, ενώ στην Ξάνθη κινείται πέριξ αυτού του ποσοστού. Ο χριστιανικός πληθυσμός του Έβρου είναι επομένως το στρατηγικό ανάχωμα που αν αδυνατίσει, θα ανοίξει στη Θράκη η κερκόπορτα για μια σειρά πολύ αρνητικών εξελίξεων.
Τα παραπάνω τα βλέπει φυσικά και η Τουρκία. Στο πλαίσιο λοιπόν της μακροχρόνιας πολιτικής της στη Θράκη επιδιώκει να ανατρέψει τις πληθυσμιακές ισορροπίες στην περιοχή. Ένα πρόσφορο εργαλείο για αυτή την ανατροπή είναι και οι μεταναστευτικές ροές. Θα αρκούσε λοιπόν η εγκατάσταση μικρών σχετικά αριθμών μεταναστών στις ευαίσθητες συνοριακές περιοχές, για να ανατραπούν οι ισορροπίες.
Σχέδιο για την οικονομική ανάπτυξη του Έβρου
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του Έβρου και της Θράκης γενικότερα, απαιτείται η εφαρμογή μιας μακρόπνοης και πολυδιάστατης ελληνικής πολιτικής. Βασική συνιστώσα μιας τέτοιας πολιτικής είναι ένας αναπτυξιακός σχεδιασμός που θα αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα της περιοχής. Πρώτο και σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.
Το λιμάνι μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας διαδρομής που θα παρακάμπτει τα στενά του Βοσπόρου, μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής που καταλήγει στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας. Ακόμη, η Αλεξανδρούπολη μπορεί να φέρει πολύ πιο κοντά στην Ανατολική Ευρώπη κινεζικά και άλλα προϊόντα, καθώς η απόσταση Αλεξανδρούπολη-Βουκουρέστι είναι η μισή από την απόσταση Αθήνα-Βουκουρέστι. Όμως ο Έβρος δεν είναι μόνο η Αλεξανδρούπολη.
Έχει ορυκτό πλούτο και επίσης έχει πανέμορφη φύση. Μπορεί λοιπόν να αναπτύξει τον αγροτοτουρισμό, με τη δημιουργία πρότυπων παραδοσιακών οικισμών ή την αξιοποίηση ήδη υπαρχόντων (Σουφλί, Διδυμότειχο). Πάνω από όλα όμως ο Έβρος έχει εύφορα εδάφη και άφθονα νερά. Μπορεί επομένως να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης βιομηχανίας τροφίμων. Για να γίνει αυτό, απαιτείται η εκπόνηση και η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου.
Ένα σχέδιο το οποίο θα περιλαμβάνει την εκτέλεση έργων υποδομής, την καθοδήγηση των τοπικών πληθυσμών προς νέες μορφές αγροτικής επιχειρηματικότητας, την ανακατεύθυνση της γεωργικής δραστηριότητας προς νέες αποδοτικές καλλιέργειες, την παροχή τεχνογνωσίας για την παραγωγή προϊόντων επώνυμης ετικέτας, τη δημιουργία μονάδων επεξεργασίας και τυποποίησης αγροτικών προϊόντων κλπ. Λύσεις λοιπόν και δυνατότητες υπάρχουν. Ζητούμενο είναι να υπάρξει το κατάλληλο όραμα και η πολιτική βούληση για να ξεπεραστούν τα προβλήματα. Αυτό ας επιδιώξουμε όσο υπάρχει καιρός.