Ο Μολυβιάτης, το Βουκουρέστι και οι “Πρέσπες” – Προεκλογική σπέκουλα και αλήθεια
03/07/2019Παραμονές των εθνικών εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ επανήλθε στο Μακεδονικό, σε μία προσπάθεια να δείξει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι καλύτερη από αυτά που διαπραγματευόταν η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή τη δεκαετία του 2000. Στο πλαίσιο αυτό, “πυροβόλησε” ακόμα και την απόφαση στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Προφανώς στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου συνειδητοποίησαν αυτό που μέχρι να ανοίξουν οι κάλπες των ευρωεκλογών αρνούνταν να παραδεχθούν: ότι οι “Πρέσπες” στοίχισαν στον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά και εκλογικά.
Επειδή –όπως έχει επανειλημμένως αποδειχθεί– στην προσπάθειά τους για ψηφοθηρία, τα κόμματα δεν διστάζουν να πάρουν διαζύγιο από την αλήθεια, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τα γεγονότα. Με τη Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 (κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου) έκλεισε οι πρώτος κύκλος διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια με ρύθμιση μίας σειρά ζητημάτων στις διμερείς σχέσεις. Συμφωνήθηκε ως προσωρινή κρατική ονομασία η “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, με την αμοιβαία δέσμευση οι δύο πλευρές να αναζητήσουν με διαπραγματεύσεις οριστική ονομασία.
Πράγματι, τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκαν διμερείς διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση του Νίμιτς, οι οποίες αποδείχθηκαν απολύτως προσχηματικές. Το μόνο που αποδέχονταν οι Σλαβομακεδόνες ήταν μόνο στις διμερείς σχέσεις τους με την Ελλάδα το κράτος τους να ονομάζεται “Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια”. Για όλες τις άλλες χρήσεις “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Η ανελαστική θέση τους εμπόδισε, όπως ήταν αναμενόμενο, την επίτευξη συμφωνίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 το Μακεδονικό επανήλθε στο προσκήνιο. Η επίσκεψη του τότε υπουργού Εξωτερικών Πέτρου Μολυβιάτη στις ΗΠΑ (Μάρτιος 2005) ήταν μία ευκαιρία να το συζητήσει με την τότε Αμερικανίδα ομόλογό του Κοντολίζα Ράις. Άλλωστε, είχε ήδη δρομολογηθεί μία νέα προσπάθεια του Νίμιτς. Ο Μολυβιάτης επιχείρησε από τις αρχές 2005 να διαμορφώσει συνθήκες διπλωματικής πίεσης των Σκοπίων με σκοπό να τα ωθήσει σ’ ένα συμβιβασμό.
Οι ταυτόσημες δημόσιες δηλώσεις της Πρίστινας, των Τιράνων και του Βελιγραδίου υπέρ της ανάγκης να εξευρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση (5-4-2005 και 6-4-2005) δεν είχαν προκύψει τυχαία. Με τη συζήτηση για το μελλοντικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου να έχει ανοίξει, και οι τρεις αυτοί παράγοντες ενδιαφέρονταν για τη στάση της Ελλάδας. Πολύ περισσότερο, που εκείνη την περίοδο ήταν μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και στο κρίσιμο διάστημα του Ιουλίου 2005 θα ασκούσε την προεδρία του.
Η Αθήνα είχε αποφύγει να βγει η ίδια μπροστά με συγκεκριμένη πρόταση για σύνθετη κρατική ονομασία. Είχε παροτρύνει το Νίμιτς να καταθέσει δική του πρόταση, ώστε αυτή να έχει το τεκμήριο της αντικειμενικότητας. Τη μεθόδευση είχε υιοθετήσει και η Ουάσιγκτον. Τελικώς, ο Νίμιτς κατέθεσε επισήμως πρόταση με το κακόηχο και δύσχρηστο όνομα-σιδηρόδρομο “Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια” στα σλαβικά και για υποχρεωτική χρήση μόνο στον ΟΗΕ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς (8-4-2005).
Η πρόταση Νίμιτς και ο Μολυβιάτης
Η πρόταση του διαμεσολαβητή ήταν κατώτερη από τις ελληνικές προσδοκίες, αλλά ο Μολυβιάτης ανακοίνωσε την ίδια ημέρα ότι η Αθήνα την αποδεχόταν ως βάση διαπραγμάτευσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το καθένα με τον τρόπο του, ουσιαστικά είχαν ανάψει “πράσινο φως” στην κυβέρνηση Καραμανλή. Το κλίμα άλλαξε άρδην, όταν αποκαλύφθηκε το σημείο της επιστολής Νίμιτς ότι «καμία χώρα ή περιοχή δεν θα μπορεί στο εξής να χρησιμοποιεί διεθνώς τον όρο Macedonia, ή τον όρο Makedonija» (Βήμα 10-4-2005).
Αυτό που θα απαγορευόταν ήταν η επίσημη χρήση στη διεθνή σκηνή του ονόματος “Μακεδονία” από τις δύο πλευρές. Το γειτονικό κράτος θα ονομαζόταν “Makedonija-Skopje” και η ελληνική Μακεδονία θα ονομαζόταν “Greek Macedonia”. Δεν θα απαγορευόταν η χρήση των παραγώγων του όρου “Μακεδονία” για εμπορικές και άλλες χρήσεις.
Αυτή η αμοιβαία απαγόρευση δεν θα αποτελούσε αξεπέραστο εμπόδιο, εάν η πρόταση Νίμιτς εξουδετέρωνε το ιδεολόγημα του “Μακεδονισμού”. Δεν το εξουδετέρωνε, όμως. Το αντίθετο, μάλιστα. Δεν ήταν μόνο ότι ρητώς αναγνώριζε το συνταγματικό όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” για χρήση στο εσωτερικό. Δεν ήταν μόνο ότι άφηνε ορθάνοικτη την πόρτα να χρησιμοποιείται αυτό το όνομα και στις διμερείς σχέσεις των Σκοπίων με τρίτες χώρες.
Ήταν κυρίως ότι νομιμοποιούσε διεθνώς τον όρο “Makedonians” για τους πολίτες του γειτονικού κράτους και “makedonian” για τη σλαβομακεδονική γλώσσα. Μέσω αυτών νομιμοποιούσε το ιδεολόγημα του “Μακεδονισμού”, με το οποίο δήλωνε ότι διαφωνούσε. Αυτά, όμως, ήταν ψιλά γράμματα για την ελληνική πολιτική ελίτ, η οποία είναι αληθές ότι εκείνη την περίοδο τουλάχιστον ήθελε να ξεμπερδεύει με το πρόβλημα.
Το χαρτί της κύρωσης από τη Βουλή
Για να πιέσει τα πράγματα, ο Μολυβιάτης υπογράμμιζε στους συνομιλητές του ότι στην υπόθεση του ονόματος δεν παίζει μόνο η ελληνική κυβέρνηση. Αποφασιστικό ρόλο παίζει και η ελληνική Βουλή. Όποιος κι αν ήταν στο μέλλον ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός δυνάμεων, η Βουλή δεν επρόκειτο να επικυρώσει την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί λύση.
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν επιθυμούσε να φθάσουν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο και έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει μία τέτοια εξέλιξη. Δεν ήταν διατεθειμένη, όμως, να παραμείνει απαθής στην περίπτωση, που η Ευρώπη επιχειρούσε να κλείσει την εκκρεμότητα, αναγνωρίζοντας το γειτονικό κράτος με το όνομα “Μακεδονία”. Γι’ αυτό και άφηνε να αιωρείται η απειλή της μη επικύρωσης από την ελληνική Βουλή.
Ενώ η Αθήνα προσπαθούσε να αναβαθμίσει την πρόταση Νίμιτς, τα Σκόπια επιχείρησαν να την υποβαθμίσουν. Πέταξαν την μπάλα στην κερκίδα, επαναφέροντας την πρότασή τους, η Ελλάδα και μόνο η Ελλάδα να αποκαλεί το κράτος τους “Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια”. Η πείρα του παρελθόντος τα έχει διδάξει ότι είναι επωφελής γι’ αυτά η τακτική να μην κάνουν βήμα πίσω πριν εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια. Την τακτική αυτή εφάρμοσαν και σ’ εκείνη την περίπτωση. Απέρριψαν, λοιπόν, την πρόταση Νίμιτς (19-4-2005).
Μετά τη συνάντηση του Μολυβιάτη με την Ράις, όπου διαμορφώθηκε το πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, στην Αθήνα είχαν αναπτυχθεί ψευδαισθήσεις. Πίστευαν ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα παρενέβαινε παρασκηνιακά, πιέζοντας τα Σκόπια να αποδεχθούν μία συμβιβαστική ονομασία. Πρώτον, επειδή η Ελλάδα έκανε πολλές εκπτώσεις, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο. Δεύτερον, επειδή οι δηλώσεις των Αμερικανών αξιωματούχων δημιουργούσαν τότε την εντύπωση πως η Ουάσιγκτον είχε αποφασίσει να παίξει με την Ελλάδα στα Βαλκάνια.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αθήνα είχε πεισθεί ότι οι Σλαβομακεδόνες θα δέχονταν ισχυρές πιέσεις να απαντήσουν θετικά. Όταν αυτοί απέρριψαν την πρόταση Νίμιτς, η Αθήνα θεωρούσε ότι το βάρος της ευθύνης θα έφευγε από πάνω της και θα χρεωνόταν στα Σκόπια. Ούτε αυτό, όμως, συνέβη. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική διπλωματία δεν επιχείρησε σοβαρά να εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά την άρνηση των Σκοπίων. Δεν έστειλε σαφές μήνυμα ότι θα αντιδρούσε, ώστε να ληφθεί αυτό υπ’ όψη και από τους Σλαβομακεδόνες και από τους τρίτους. Δεν το έστειλε, γιατί δεν είχε χαραγμένη ξεκάθαρη πολιτική.
Όταν ο μεσολαβητής έγινε ατζέντης των Σκοπίων
Ουσιαστικά, για μία ακόμα φορά το ζήτημα αφέθηκε να ξεχασθεί, ή τουλάχιστον να περάσει στο διπλωματικό περιθώριο. Τα Σκόπια δεν πλήρωσαν το παραμικρό κόστος για την απορριπτική στάση τους. Η Ουάσιγκτον απέφυγε να τους ασκήσει την οποιαδήποτε πίεση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί για μία ακόμα φορά η πεποίθηση των Σλαβομακεδόνων ότι είχαν τα περιθώρια να αρνούνται κάθε συμβιβασμό.
Οι εξελίξεις τους δικαίωσαν. Ανταμείφθηκαν γενναιόδωρα από το Νίμιτς, με έναν τρόπο, που δεν φαντάζονταν ούτε και οι πιο απαισιόδοξοι στην Ελλάδα. Ο μεσολαβητής επανήλθε, σερβίροντας σαν συμβιβασμό τη θέση των Σκοπίων (8-10-2005). Δεν επρόκειτο ούτε καν για έναν ετεροβαρή συμβιβασμό. Σύμφωνα με εκείνη την πρόταση:
- Στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ θα ίσχυε το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Το ίδιο όνομα θα ίσχυε στις διμερείς σχέσεις της με τις τρίτες χώρες.
- Στους διεθνείς οργανισμούς, μέχρι το 2008 θα ίσχυε το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” στα σλαβικά και αμετάφραστο. Μετά θα αποκαλούσαν το γειτονικό κράτος “Republic of Macedonia”, δηλαδή στην αγγλική και μεταφρασμένο.
- Η Ελλάδα θα είχε το δικαίωμα στις διμερείς σχέσεις της με τη FYROM να χρησιμοποιεί το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια” στα σλαβικά.
- Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιεί εφεξής σκέτο τον όρο “Μακεδονία” ως όνομα για την ομώνυμο βόρειο τμήμα της επικράτειάς της. Έπρεπε να του προσθέσει επιθετικό προσδιορισμό.
Η Αθήνα επέστρεψε ως απαράδεκτη την πρόταση Νίμιτς και τον επέκρινε για την προκλητικά μεροληπτική στάση του. Τα ίδια τα γεγονότα ήλθαν να αποδείξουν ότι η αναγνώριση του γειτονικού κράτους με το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” από τις ΗΠΑ είχε μεγαλύτερο πολιτικό βάθος απ’ όσο είχαν πιστέψει στην Ελλάδα. Οι αμερικανικές δηλώσεις περί στρατηγικής σχέσης Ουάσιγκτον-Αθήνας αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από παρηγορητική ρητορική, με σκοπό την πολιτική κατανάλωση από τους “ιθαγενείς”. Υιοθετώντας ουσιαστικά τη σλαβομακεδονική θέση, ο Νίμιτς λειτούργησε σαν προέκταση της αμερικανικής διπλωματίας.
Με νέα προσέγγιση στο Βουκουρέστι
Οι ΗΠΑ δεν θα είχαν αντίρρηση εάν προέκυπτε συμβιβαστική ονομασία. Δεν είχαν, όμως, κίνητρο να πιέσουν τα Σκόπια προς αυτή την κατεύθυνση. Επειδή θεωρούσαν την Ελλάδα δεδομένη και ήθελαν να ανταμείψουν τους Σλαβομακεδόνες, πίεζαν να κλείσει το θέμα με την πλήρη επικράτηση του ονόματος “Μακεδονία”. Όχι μόνο δεν επέδειξαν την οποιαδήποτε κατανόηση στην ελληνική ευαισθησία, αλλά δεν φρόντισαν ούτε να τηρήσουν τα προσχήματα. Ήταν η δεύτερη φορά, που η Αθήνα δεχόταν ράπισμα από την Ουάσιγκτον.
Στο σημείο που είχαν φθάσει τα πράγματα, η Αθήνα δεν είχε πολλές επιλογές. Η διπλωματία ελιγμών είχε φθάσει στα όριά της. Δεν αρκούσε να δηλώνει έτοιμη για ένα συμβιβασμό. Ο εξ αρχής αργόσυρτος και προσχηματικός διάλογος για την εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης, πρόσφερε στους γείτονες χρόνο, με αποτέλεσμα το όνομα “Μακεδονία” να παγιώνεται διεθνώς.
Η Ελλάδα απέκτησε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα όταν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι επεδίωξαν στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι (2008) να εντάξουν την ΠΓΔΜ στη Συμμαχία. Στο Βουκουρέστι, Ο Κώστας Καραμανλής προσωπικά, με την αρωγή του τότε διπλωματικού συμβούλου του πρέσβη Κωνσταντίνου Μπίτσιου, έδωσε τη διπλωματική μάχη με μία νέα προσέγγιση, η οποία ήταν και διαφορετική από την θέση που υποστήριζε τότε η υπουργός Εξωτερικών και οι εμπλεκόμενοι διπλωμάτες.
Το πλαίσιο-παγίδα Νίμιτς
Μπορεί όλοι να αποδέχονταν τη σύνθετη ονομασία για το κράτος, αλλά ο Καραμανλής υιοθέτησε τη θέση ότι το γειτονικό κράτος είναι Μέρος της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής που ονομάζεται Μακεδονία. Ως εκ τούτου η κρατική ονομασία πρέπει να είναι σύνθετη με γεωγραφικό προσδιορισμό. Το σημαντικό στη νέα προσέγγιση είναι ότι ακύρωνε τον κορμό της φόρμουλας Νίμιτς, η οποία πρόβλεπε ότι τα Σκόπια θα αποδέχονταν μία σύνθετη κρατική ονομασία (υπό διαπραγμάτευση για ποιες χρήσεις) και η Ελλάδα θα αποδεχόταν τη “μακεδονική” ταυτότητα, ότι οι πολίτες του γειτονικού κράτους θα ονομάζονταν “Μακεδόνες” και η γλώσσα “μακεδονική”.
Με τη νέα προσέγγιση όπως η κρατική ονομασία έτσι και η ταυτότητα θα έπρεπε να είναι προσαρμοσμένες στο γεγονός ότι το γειτονικό κράτος είναι Μέρος και όχι Όλον της γεωγραφικής Μακεδονίας, ότι η ιθαγένεια θα πρέπει να είναι παράγωγο της κρατικής ονομασίας, ότι η κυρίαρχη εθνότητα και γλώσσα στο γειτονικό κράτος είναι μία από τις εθνότητες και τις γλώσσες της γεωγραφικής Μακεδονίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν οι πολίτες να ονομάζονται “Μακεδόνες”, η εθνότητα και η γλώσσα “μακεδονική”.
Αυτή είναι η ουσία της ελληνικής διπλωματικής νίκης στο Βουκουρέστι κι όχι το βέτο, που στην πραγματικότητα δεν χρειάσθηκε να ασκηθεί και για το οποίο η Ελλάδα καταδικάσθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο, επειδή έγιναν αμετροεπείς δηλώσεις στη συνέχεια από Έλληνες αξιωματούχους.
Το ολέθριο σφάλμα του διδύμου Τσίπρα-Κοτζιά είναι ότι εγκατέλειψε την προσέγγιση Καραμανλή στο Βουκουρέστι και επανήλθε στο πλαίσιο-παγίδα του Νίμιτς, παρότι είχε το απόλυτο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Κρατούσε το κλειδί για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Το μόνο που κατάφερε ήταν να επιβάλει τη σύνθετη ονομασία “Βόρεια Μακεδονία” για όλες τις χρήσεις (και στο εσωτερικό). Για να είμαστε ακριβείς, στο Βουκουρέστι δεν είχε διευκρινισθεί εάν η “σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό” θα ήταν erga omnes, δηλαδή και για εσωτερική χρήση.