Ο πόλεμος είναι ήδη εδώ – «Η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη»
26/06/2022Το ότι ο πόλεμος είναι ήδη εδώ, έστω κι αν δεν έχει πέσει ακόμα ντουφεκιά, επιβεβαιώνεται από σειρά γεγονότων, αλλά συμπυκνώνεται σε δύο δηλώσεις: Στην παλαιότερη του Ερντογάν (2017) ότι «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», και η τωρινή του Τσαβούσογλου ότι «η Τουρκία δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στα σύνορα της». Όποιος παρακολουθεί με προσοχή την τουρκική εξωτερική πολιτική θα έχει διαπιστώσει πως σταθερά της είναι να διακηρύσσει τους στρατηγικούς στόχους της.
Η Άγκυρα –και επί (μετα)κεμαλικών και επί νεοοθωμανών– συμπεριφέρεται έτσι επειδή επιδιώκει να εξοικειώνει τη διεθνή κοινότητα με τον δομικό επεκτατισμό της. Μετά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ και εν όψει της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών προέβη σε μία δήλωση που συμπυκνώνει την τουρκική στρατηγική, προσγειώνοντας ανώμαλα όσους με ιδεοληπτική εμμονή αρέσκονται να ερμηνεύουν κατά τις ιδεοληψίες τους τα όσα ευθέως ομολογεί η Άγκυρα. Όπως προανέφερα, λοιπόν, ο Τσαβούσογλου δήλωσε πως «η Τουρκία δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στα σύνορα της, γιατί υπάρχει μεγαλύτερη Τουρκία από την χώρα μας»!
Η παραπάνω δήλωση καθίσταται σαφέστερη, εάν συνδυαστεί με τη δήλωση που έκανε στα Κατεχόμενα της Κύπρου ο αντιπρόεδρος της Τουρκίας Φουάτ Οκτάι δήλωσε από την κατεχόμενη Κύπρο πως «…η ιστορία στα Κατεχόμενα θα γραφτεί με τους μουτζαχεντίν»! Στην πραγματικότητα, η τουρκική ηγεσία στέλνει το μήνυμα πως η Τουρκία θα διεκδικήσει την εδαφική επέκτασή της με το “ξίφος”. Κι αυτό, επειδή μετράει το “μπόι” της με βάση όχι την Τουρκική Δημοκρατία, αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία!
Πολλοί ομιλούν για τουρκικό “αναθεωρητισμό”. Περιγραφικά και μόνο η δήλωση Ερντογάν για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης συνιστά αναθεωρητισμό. Από επιστημονικής απόψεως, όμως, ο όρος “αναθεωρητισμός” παραπέμπει σε κράτη, τα οποία ηττήθηκαν σε πόλεμο, έχασαν εδάφη κι όταν ξαναστήθηκαν στα πόδια τους, επειδή νοιώθουν αδικημένα, επιδιώκουν την αναθεώρηση της Συνθήκης που αποτύπωσε την ήττα τους σε δυσμενείς εδαφικές ρυθμίσεις.
Η περίπτωση της σημερινής Τουρκίας δεν είναι καθόλου αυτή. Η Τουρκική Δημοκρατία συγκροτήθηκε στη βάση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτύπωσε το γεγονός ότι οι Τούρκοι ήταν οι νικητές ειδικά στο μέτωπο με την Ελλάδα το 1922. Άρα, αυτό που βιώνει ο Ελληνισμός, σε Κύπρο και Ελλάδα από το 1973-74. δεν είναι κλασικός αναθεωρητισμός, αλλά κλασικός επεκτατισμός.
Η διάλυση της ελληνορθόδοξης μειονότητας
Από την δεκαετία του 1930, με την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας, η κεμαλική Τουρκία έδειξε την επεκτατική πρόθεσή της, αλλά σε ό,τι αφορά τον Ελληνισμό η στρατηγική της αρθρώθηκε σε δύο φάσεις. Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι δεν θεώρησαν ποτέ ότι με τη Συνθήκη της Λωζάννης ρύθμισαν οριστικά τους λογαριασμούς τους με τον Ελληνισμό. Παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις, από την επομένη σχεδόν ημέρα, στόχος του κεμαλικού καθεστώτος ήταν η κατάλυση του προβλεπόμενου από τη Λωζάννη καθεστώτος μερικής αυτονομίας της Ίμβρου και της Τενέδου και ευρύτερα η διάλυση της ελληνορθόδοξης μειονότητας. Η κατάλυση έγινε γρήγορα, ενώ η διάλυση της μειονότητας ολοκληρώθηκε σε δόσεις, με κορυφαία το πογκρόμ του 1955.
Το κεμαλικό δόγμα “ένα έθνος, ένα κράτος, μία γλώσσα” μετέτρεψε εξαρχής τις μειονότητες σε “ξένο σώμα”, από το οποίο η Τουρκία “έπρεπε” με κατάλληλους δράσεις να απαλλαγεί. Το Κυπριακό μπορεί να χρησιμοποιήθηκε σαν πρόσχημα-καταλύτης από τη δεκαετία του 1950 για τη διάλυση της ελληνορθόδοξης μειονότητας στην Τουρκία, αλλά ταυτοχρόνως ήταν και η πρώτη εκδήλωση του τουρκικού επεκτατισμού εναντίον του Ελληνισμού. Έτσι, όταν η διάλυση ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1960 κι όταν η τουρκική εισβολή-κατοχή έλυσε κατά τις επιδιώξεις της Άγκυρας το Κυπριακό, το μετακεμαλικό καθεστώς στράφηκε δυναμικά στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Από το 1973-74, το καλάθι με τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας σταδιακά γεμίζει. Στη δεκαετία 2002-2012, ο Ερντογάν επεδίωκε χαμηλή θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, επειδή μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος με το μετακεμαλικό βαθύ κράτος και φοβόταν ότι οι στρατηγοί θα χρησιμοποιούσαν μία κρίση με την Ελλάδα για να τον ανατρέψουν. Από το 2013 και ειδικά από το 2016, όταν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εκκαθάρισε σε βάθος και έλεγξε τους κρατικούς μηχανισμούς, ο “σουλτάνος” πλέον Ερντογάν ξεδίπλωσε την ατζέντα του.
Η νεοοθωμανική εξωστρέφεια
Η Τουρκία έχει εμπλακεί στρατιωτικά στο Ιράκ και στη βόρεια Συρία, στη Λιβύη και στον Καύκασο. Η νεοοθωμανική αντίληψη ωθεί την Τουρκία σε μία επιθετικού χαρακτήρα εξωστρέφεια, η οποία συνιστά στροφή σε σύγκριση με την πολιτική του μετακεμαλικού καθεστώτος. Ο τρόπος που το καθεστώς Ερντογάν αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Τουρκίας στον κόσμο είναι πολύ πιο φιλόδοξος από τον τρόπο που τον αντιλαμβάνονται οι (μετα)κεμαλικοί.
Για τους (μετα)κεμαλικούς η Συνθήκη της Λωζάννης είναι η γενέθλιος πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας και γι’ αυτό δεν την αμφισβητούν. Ο δικός τους επεκτατισμός είναι γεωγραφικά πιο περιορισμένος, στρέφεται κυρίως προς Κύπρο και Ελλάδα. Και επειδή δεν θέλουν να αγγίξουν τη Λωζάννη, επινοούν νομικές ερμηνείες κομμένες και ραμμένες στα επεκτατικά τους σχέδια (τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, “γκρίζες ζώνες” κλπ). Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, το μέτωπο με τον Ελληνισμό, οι (μετα)κεμαλικοί είναι ρητορικά πιο ακραίοι και από τον Ερντογάν, προκαλώντας τον να καταλάβει ελληνικά νησιά!
Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι τα δύο ρεύματα του τουρκικού πολιτικού συστήματος έχουν και έναν δεύτερο κοινό παρονομαστή, εκτός από τον επεκτατισμό, που είναι δομικό στοιχείο του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού, κληρονομημένο από το οθωμανικό παρελθόν. Ο άλλος κοινός παρονομαστής είναι το γεγονός ότι βιώνουν τον κουρδικό αλυτρωτισμό ως απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, εξ ου και αμφότεροι έχουν χρησιμοποιήσει άγρια καταστολή. Μπορεί ο Ερντογάν σε μία πρώτη φάση να επιχείρησε να προσδέσει το κουρδικό εθνικό κίνημα στο νεοοθωμανικό ιδεολογικό άρμα («Τούρκοι και Κούρδοι είναι παιδιά των Οθωμανών»), αλλά όταν απέτυχε, επέστρεψε στην πεπατημένη των μαζικών εξοντωτικών διώξεων.
«Ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη»
Πρέπει να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι στο σύγχρονο τουρκικό εθνικό ιδεολόγημα συνυπάρχουν σφιχταγκαλιασμένοι ο επεκτατισμός με τον διάχυτο φόβο ότι η Τουρκία κινδυνεύει με ακρωτηριασμό. Την τελευταία οκταετία, μάλιστα, ο διάχυτος αυτός φόβος με την καθοδήγηση του καθεστώτος Ερντογάν έχει πάρει σχήμα: Τον ακρωτηριασμό μεθοδεύει η χριστιανική Δύση, χρησιμοποιώντας σαν “εργαλείο” τους Κούρδους. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι Αμερικανοί συμμάχησαν με τους Κούρδους της Συρίας και τους εξόπλισαν για να συντριβεί το ISIS, επιστρατεύεται από τους περί τον “σουλτάνο” σαν απόδειξη της δυτικής “συνωμοσίας”.
Ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, ο Ερντογάν θεώρησε ότι οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν με σκοπό να ελέγξουν την Τουρκία και στο πλαίσιο της κυοφορούμενης “νέας τάξης πραγμάτων” στην περιοχή να προωθήσουν την ίδρυση κουρδικού κράτους, το οποίο εκ των πραγμάτων προϋποθέτει ακρωτηριασμό της χώρας του. Είναι ξεκάθαρο, άλλωστε, πως το Κουρδικό ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί. Το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει αναφανδόν ταχθεί υπέρ του κουρδικού εθνικού κινήματος πυροδοτεί περαιτέρω τους τουρκικούς φόβους.
Η προ ετών αμφισβήτηση από τον Ερντογάν της συνθήκης της Λωζάννης, οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη και Καύκασο, καθώς και η κλιμακούμενη γεωστρατηγική πίεση προς Κύπρο και Ελλάδα, είναι ένα διαρκές μήνυμα προς τη Δύση και κάθε άλλη κατεύθυνση ότι η διαφαινόμενη ρευστοποίηση των γεωπολιτικών δεδομένων στην ευρύτερη περιοχή βρίσκει την Τουρκία σε ρόλο ενεργού διεκδικητή.
Πριν από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, ο Ερντογάν είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του. Δεν περιορίστηκε στη νεοοθωμανική ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία πρέπει να ενδιαφέρεται για τους “αδελφούς” της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία». Έχει κάνει ένα κρίσιμο βήμα παραπέρα. Όπως είπε το 2017, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε» (στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης). Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, μιλώντας στους υπουργούς του είχε πει χαρακτηριστικά: «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη.