Ο Πομπέο μίλησε με στρατηγικούς όρους, ο Μητσοτάκης για διεθνές δίκαιο!
30/09/2020Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο βρέθηκε στην Ελλάδα σε μια υψηλού συμβολισμού επίσκεψη, η οποία αν μη τι άλλο διαλύει κάθε αμφιβολία γύρω από την εντυπωσιακή αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών αμυντικών σχέσεων. Στο κέντρο είναι η βάση της Σούδας με τα αναμφισβήτητα στρατηγικά πλεονεκτήματά της.
Παράλληλα, η συμπεριφορά της Τουρκίας έχει δημιουργήσει μια δυσμενή γι’ αυτήν περιρρέουσα ατμόσφαιρα σ’ όλη τη Δύση. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Αμερικανοί εξετάζουν πλέον σοβαρά τη σταδιακή μετεγκατάσταση της βάσης τους στο Ιντσιρλίκ της Τουρκίας. Για γεωγραφικούς λόγους, Ελλάδα και Κύπρος προσφέρουν ιδανικές εναλλακτικές λύσεις.
Η νέα αυτή πραγματικότητα στην ευρύτερη περιοχή έχει οδηγήσει σε μια μάλλον αργή προσαρμογή της αμερικανικής στρατηγικής. Είναι εμφανές ότι η ουτοπική προσδοκία ολικής επαναφοράς της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο εξακολουθεί να κυριαρχεί στα μυαλά όχι μόνο των Αμερικανών αρμοδίων, αλλά και πολλών Ευρωπαίων. Παρ’ όλα αυτά, τα γεγονότα είναι πεισματάρικα και υποχρεώνουν την Ουάσιγκτον να κάνει –έστω και με καθυστέρηση– βήματα προσαρμογής.
Το κέρδος για την Ελλάδα είναι ότι οι Αμερικανοί επενδύουν πια στρατιωτικά και πολιτικά στην Ελλάδα και οι επενδύσεις αυτού του χαρακτήρα δημιουργούν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, οι οποίες δεν αλλάζουν εύκολα. Ακόμα, λοιπόν, κι αν η Τουρκία επαναπροσεγγίσει τις ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον εκ των πραγμάτων θα είναι επιφυλακτική και δεν θα ανατρέψει ις επιλογές της στην Ελλάδα. Προφανώς, θα καλοδεχτεί την Τουρκία, αλλά θα φοβάται την επαναφορά της γνωστής εκβιαστικής τακτικής που παραδοσιακά ακολουθεί η Άγκυρα για την απόσπαση κάθε είδους ανταλλαγμάτων και στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο
Σε αυτό το καινούργιο πλαίσιο θα ανέμενε κανείς η ελληνική διπλωματία να είχε αντιληφθεί όσα διακυβεύονται μετά τις αλλαγές στη μεγάλη εικόνα του γεωστρατηγικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις ΗΠΑ από τη μία πλευρά και τις ευρασιατικές δυνάμεις Ρωσία και Κίνα από την άλλη. Λόγω ακριβώς αυτού του ανταγωνισμού, η σημασία του ελληνικού χώρου στη δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας διαφοροποιείται. Κι αυτό είναι κάτι που η ελληνική διπλωματία οφείλει να αξιοποιήσει.
Δυστυχώς, εξ όσων προκύπτουν από δημόσιες τοποθετήσεις, το ελληνικό πολιτικό σύστημα και οι αρμόδιοι κρατικοί μηχανισμοί αδυνατούν να υπερβούν δικές τους εμμονές και φοβικά σύνδρομα που αφορούν στην Τουρκία. Η Ελλάδα οφείλει με ώριμο τρόπο να εκμεταλλευτεί το ρήγμα που η Τουρκία έχει προκαλέσει στις σχέσεις της με τη Δύση και την εξ αυτού γεωπολιτική αναβάθμιση του ελληνικού χώρου.
Ως αποτέλεσμα, είτε δεν αντιλαμβάνεται, είτε δειλιάζει να εκθέσει στους Αμερικανούς την ελληνική οπτική για την τεκτονική γεωπολιτική αλλαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα διστάζει να ωθήσει για τη μετεξέλιξη των συνεργασιών σε περιφερειακά συστήματα ασφαλείας με ξεκάθαρο προσανατολισμό, φοβούμενη μήπως μία τέτοια πρωτοβουλία ερεθίσει την Άγκυρα. Είναι άλλη μια έκφανση του γνωστού φοβικού συνδρόμου που κατατρύχει την ελληνική ηγεσία, κάτι που δεν έχει αλλάξει παρά την προβολή κάποιας αντίστασης στον τουρκικό στρατιωτικό καταναγκασμό.
Δεν έχουν στρατηγικό ορίζοντα
Οι ελληνικές θέσεις δεν έχουν στρατηγικό ορίζοντα. Εκπέμπουν μια αγωνία να πείσουν ότι απόλυτη πυξίδα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι το διεθνές δίκαιο, όταν η Άγκυρα το γράφει στα παλιά της παπούτσια και οι άλλοι δρώντες μιλούν γι’ αυτό, αλλά πράττουν κατά τα συμφέροντά τους. Κατά συνέπεια, το ζήτημα είναι εάν μπορούν να συμπορευτούν τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας και των ΗΠΑ κι όχι –όπως συμβαίνει– να πείσουμε τους Αμερικανούς να σταθούν δίπλα μας, επειδή έχουμε υπέρ μας το διεθνές δίκαιο.
Τι πιο τρανταχτό παράδειγμα από τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη ενώπιον του Μάικ Πομπέο. Ο πρωθυπουργός μιλούσε συνεχώς για το διεθνές δίκαιο και την ανάγκη συνεννόησης με την Τουρκία, ενώ ο Αμερικανός υπουργός έθετε ζητήματα στρατηγικού χαρακτήρα, όπως η άμυνα και η ενέργεια, μη διστάζοντας να αναφερθεί στους γεωστρατηγικούς ανταγωνιστές της χώρας του, την Κίνα και τη Ρωσία.
Δυστυχώς, το μήνυμα που έστειλαν οι δηλώσεις Μητσοτάκη είναι ότι η Ελλάδα δεν αντιλαμβάνεται πως οι πιθανότητες αλλαγής της τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής είναι μηδαμινές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένας δυνητικός σύμμαχος να εμποδίζεται να επενδύσει σε μια συμμαχία με την Ελλάδα, εκτός κι αν μπορεί να την ελέγχει απολύτως ο ίδιος. Αυτό ισχύει στην περίπτωση των ελληνοαμερικανών σχέσεων. Η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ότι αποζητά προστάτη, καθώς δυσκολεύεται να πάρει ρίσκα και να πορευθεί με όρους ισχύος σε μια από τις πιο σημαντικές και ταυτόχρονα ταραγμένες περιοχές του πλανήτη.
Ο Πομπέο και η “μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος”
Οι συνομιλητές της Ελλάδας, ακόμα κι όταν συμμερίζονται τη γενική τοποθέτηση περί διεθνούς δικαίου, αντιλαμβάνονται παράλληλα τον δυναμικό χαρακτήρα του και τη συνεχή μετεξέλιξή του. Ως αποτέλεσμα, η ταύτιση απόψεων που προκύπτει επικοινωνιακά και οδηγεί σε πομπώδεις αναφορές-δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων δεν αντανακλάται στο στρατηγικό επίπεδο! Έτσι καταλήγει συμμαχία με “αστερίσκους”.
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τη δήλωση Πομπέο περί “μειώσεως του στρατιωτικού αποτυπώματος”, που εμμέσως πλην σαφώς αναφερόταν στα νησιά του Αιγαίου και άντε και στις μικρασιατικές ακτές; Πώς να ερμηνευτεί η δεδομένη πίεση “φίλων και συμμάχων” προς την Αθήνα για διαπραγματεύσεις με μια Τουρκία που θέτει ζητήματα κυριαρχίας ακόμα και κατοικημένων ελληνικών νήσων; Θα έμπαιναν οι σύμμαχοι και εταίροι μας σε τέτοιες διαπραγματεύσεις εάν η άλλη πλευρά αμφισβητούσε ρητά την εδαφικής τους ακεραιότητα; Προφανώς όχι.
Μια συμφωνία που θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα του τουρκικού στρατιωτικού καταναγκασμού θα ήταν λεόντεια σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Αυτό δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ποσώς συμμάχους και εταίρους. Διμερής συμφωνία θα ήταν, άρα νόμιμη. Αυτό επιδιώκει και η Άγκυρα κι αυτό δεν πρέπει να αποδεχτεί η Αθήνα.
Πρόσκαιρη ειρήνη
Μία συμφωνία που θα ακρωτηριάσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα προφανώς θα εξασφαλίσει πρόσκαιρη ειρήνη στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και ως εκ τούτου θα βολέψει τους βολεμένους των Αθηνών. Δεν θα βολέψει, όμως, τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια, καλή είναι η περί διεθνούς δικαίου ελληνική ρητορική, αλλά εάν φτάνει να υποκαθιστά την εθνική στρατηγική εγκλωβίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική και αποβαίνει σε βάρος των εθνικών συμφερόντων.
Το πρόβλημα είναι ότι οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται το πρόβλημα. Θεωρούν ότι με την επίδειξη νομιμοφροσύνης θα αποσπάσουν τον θαυμασμό της Δύσης για τη μετριοπάθεια και τον μοντέρνο τρόπο σκέψης της σύγχρονης Ελλάδας! Η στάση αυτή είναι όμως που αφήνει ανοικτά περιθώρια άσκησης πιέσεων που συχνά καταλήγουν να γίνονται ασφυκτικές.
Η μονοσήμαντη εξάρτηση από έναν σύμμαχο δημιουργεί τις συνθήκες αναζήτησης στην Ελλάδα των ανταλλαγμάτων που θα αποτρέψουν την οριστική αποσκίρτηση της Τουρκίας από τη Δύση. Δυστυχώς, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται να κατανοήσει ότι οι “κόκκινες γραμμές” δεν αφορούν μόνο τους αντιπάλους. Αφορούν και τους συμμάχους και εταίρους. Διότι οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.