Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός, το καλώδιο και η “Γαλάζια Πατρίδα”
17/04/2025
Μετά από μεγάλη καθυστέρηση κι αφού η ΕΕ της επέβαλε πρόστιμο, η Ελλάδα κατέθεσε χάρτη με τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό. Είναι κοινό μυστικό πως η καθυστέρηση δεν οφειλόταν σε γραφειοκρατικούς λόγους. Οφειλόταν στον φόβο για την τουρκική αντίδραση. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα κινήθηκε στο διπλωματικό παρασκήνιο για να εξασφαλίσει μία “ομαλή προσγείωση”.
Και πράγματι, η Άγκυρα “περιορίστηκε” στο να δώσει –μέσω των τουρκικών ΜΜΕ– στη δημοσιότητα τον δικό της ανεπίσημο χάρτη με τις δικές της επεκτατικές διεκδικήσεις, αποφεύγοντας όμως τους πολεμικούς τόνους. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά ενημέρωσε την τουρκική ότι είναι υποχρεωμένη και θα καταθέσει χάρτη, όπου θα αποτυπώνεται ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός. Πρόσφερε εμμέσως πλην σαφώς στην τουρκική σαν αντάλλαγμα την ουσιαστική εγκατάλειψη του έργου πόντισης του καλωδίου για την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο.
Επιπλέον, τήρησε χαμηλούς τόνους αναφορικά με τον τουρκικό χάρτη, ο οποίος αποτυπώνει το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, διχοτομώντας το Αιγαίο, επαναφέροντας στο προσκήνιο το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και γενικότερα εφαρμόζοντας αυθαιρέτως τον ισχυρισμό ότι τα ελληνικά νησιά διαθέτουν μόνο χωρικά ύδατα έξι μιλίων κι όχι ΑΟΖ κι άλλες θαλάσσιες ζώνες. Περιττό να υπενθυμίσουμε πως με την εγκατάλειψη του έργου πόντισης του καλωδίου η Ελλάδα αποδυναμώνει δραματικά τα κυριαρχικά δικαιώματά της.
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, λοιπόν, αναφέρει στην ανακοίνωση-αντίδρασή του: «Ορισμένες περιοχές που καθορίζονται στον “Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό” που έχει κηρυχθεί από την Ελλάδα σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, παραβιάζουν τις περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας της χώρας μας (Τουρκία) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι οι μονομερείς ενέργειες και διεκδικήσεις της Ελλάδας δεν θα έχουν νομικές συνέπειες για τη χώρα μας». Η ανακοίνωση επαναλαμβάνει τη θεωρία για κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες και ισχυρίζεται πως ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός της Ελλάδας παραβιάζει την Διακήρυξη των Αθηνών!
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός
Σύμφωνα με τα τουρκικά ΜΜΕ η Τουρκία θα προχωρήσει στη χάραξη του δικού της θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος ουσιαστικά αποτυπώνεται στον ανεπίσημο χάρτη που η Άγκυρα δημοσιοποίησε. Υπενθυμίζουμε την αντίδραση της Άγκυρας όταν η Ελλάδα είχε ανακηρύξει θαλάσσια πάρκα στο Αιγαίο και είχε δημοσιοποιήσει χάρτες του ελληνικού Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού το Νοέμβριο του 2024. Και βεβαίως υπενθυμίζουμε το επεισόδιο στην Κάσο με τη χρήση πολεμικών σκαφών για να εμποδιστούν οι εργασίες του ιταλικού επιστημονικού σκάφους.
Η επίμονη τουρκική ρητορική περί “Γαλάζιας Πατρίδας” κωδικοποιεί μία στρατηγική σφετερισμού της δυνάμει, αλλά και της οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ (με την Αίγυπτο). Συστηματικά τα τελευταία χρόνια, οι Τούρκοι εγγράφουν υποθήκες σε θαλάσσιες περιοχές που –σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο– ανήκουν στην Ελλάδα και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Για τον σκοπό αυτό δεν χρησιμοποιούν μόνο λόγια και χάρτες. Με τη συνεχή και έντονη αεροναυτική παρουσία τους επιχειρούν να προσδώσουν πολιτική υπόσταση στις αυθαίρετες επεκτατικές διεκδικήσεις τους.
Με την τακτική τους αυτή οι Τούρκοι εξοικειώνουν τη διεθνή κοινότητα, παρουσιάζοντας τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις τους σαν διμερείς διαφορές. Επιδιώκουν να εδραιωθούν και αναγνωρισθούν σαν ηγεμονική θαλάσσια δύναμη στην Ανατολικής Μεσόγειο, όπου τίποτα δεν μπορεί να γίνει, χωρίς την άδειά τους. Υπενθυμίζουμε ότι οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο εγκαινιάστηκαν το 1973. Τότε η Άγκυρα είχε εγείρει διεκδικήσεις στην υφαλοκρηπίδα του ανατολικού Αιγαίου. Ακολούθησε σύντομα η αμφισβήτηση των ορίων του ελληνικού FIR (περιοχή ελέγχου των πτήσεων πολιτικής αεροπορίας) και η άρνηση αποδοχής του ελληνικού εναέριου χώρου των 10 μιλίων. Το εύρος αυτό ισχύει από το 1931 και για δεκαετίες δεν είχε αμφισβητηθεί από την τουρκική πλευρά.
Το τουρκικό παιχνίδι στο Αιγαίο
Στην πραγματικότητα, από το 1973-74 η Άγκυρα άρχισε να οικοδομεί τις προϋποθέσεις μίας ιδιότυπης “πολιορκίας” των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η οποία προοπτικά θα της επέτρεπε να εγείρει και εδαφικές διεκδικήσεις. Εμφάνιζε τα ελληνικά νησιά να “κάθονται” σε τουρκική υφαλοκρηπίδα και να περιβάλλονται από εναέριο χώρο, ελεγχόμενο από την Τουρκία. Το επόμενο κρίσιμο βήμα έγινε στις αρχές του 1996 με την επίσημη προβολή της θεωρίας περί “γκρίζων ζωνών”, η οποία και προκάλεσε την κρίση στα Ίμια. Η πάγια τακτική της Άγκυρας είναι να εγείρει μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια να καλεί την Αθήνα να διαπραγματευθεί, δηλαδή να μοιράσει τα ελληνικά δικαιώματα! Για τον σκοπό αυτό ασκούσε και ασκεί εξαναγκαστική διπλωματία με τη χρήση στρατιωτικής πίεσης.
Στην κρίση στα Ίμια για πρώτη φορά η Τουρκία όχι μόνο διεκδίκησε ελληνικό έδαφος, αλλά και δημιούργησε τετελεσμένο. Η πρόκληση κρίσης και η απειλή πολέμου υποχρέωσαν την Αθήνα ουσιαστικά να αποδεχθεί στην πράξη το “γκριζάρισμα” των δύο αυτών βραχονησίδων. Μπορεί τότε η κυβέρνηση Σημίτη να είχε αιφνιδιασθεί από την ποιοτική κλιμάκωση του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά η προβολή εδαφικών διεκδικήσεων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τον Ιούνιο του 1991, ο τότε αρχηγός του τουρκικού στόλου ναύαρχος Ιλφάν Τινάζ είχε ισχυρισθεί δημοσίως ότι οι βραχονησίδες του Αιγαίου δεν είναι ελληνικό έδαφος! Η δήλωση εκείνη ήταν ενδεικτική των κυοφορούμενων τότε προθέσεων της Άγκυρας, αλλά η Αθήνα δεν της είχε δώσει τότε τη δέουσα προσοχή.
Η υπόθεση των Ιμίων κατέστη ζωτικής σημασίας, επειδή χρησιμοποιήθηκε πιλοτικά για την προώθηση της θεωρίας των “γκρίζων ζωνών”. Το τουρκικό διάβημα (29-1-1996) ήγειρε ευρύτερη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Στόχος των Τούρκων δεν ήταν να επεκτείνουν κατά δύο-τρία μίλια δυτικότερα τα σύνορα, αλλά να μετατρέψουν σε “γκρίζα ζώνη” ένα μεγάλο τμήμα του Αιγαίου. Μάλιστα, οι Τούρκοι κλιμάκωσαν την πίεσή τους προς την Αθήνα, φτάνοντας στο σημείο να μην αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία μόνο σε δεκάδες βραχονησίδες και κατοικημένες νησίδες. Τον τελευταίο καιρό, αμφισβητούν ακόμα και τα μεγάλα νησιά που αναφέρονται ονομαστικά στη Συνθήκη της Λωζάννης και των Παρισίων, με το “επιχείρημα” ότι η Ελλάδα παρανόμως τα έχει στρατιωτικοποιήσει!
Οι διεκδικήσεις στην Μεσόγειο
Σε ό,τι αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο, πρέπει να σημειωθεί πως μετά την τουρκική εισβολή του 1974, στην Αθήνα είχε κυριαρχήσει το δόγμα Καραμανλή-Αβέρωφ ότι “η Κύπρος είναι μακριά”. Αυτό δεν είχε επιπτώσεις μόνο στο Κυπριακό, αλλά οδήγησε και στην ουσιαστική απόσυρση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο, όπου έτσι κι αλλιώς η παρουσία της ήταν υποτυπώδης. Αυτό το δόγμα-υπεκφυγή έχει εμποτίσει γενιές Ελλαδιτών πολιτικών και διπλωματών, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει για δεκαετίες η μονοδιάστατη αντίληψη για την εθνική ασφάλεια που συρρικνώνει το ελληνικό ενδιαφέρον αποκλειστικά στο Αιγαίο.
Η αναδίπλωση αυτή βόλεψε την Άγκυρα. Της άφησε ελεύθερο το πεδίο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η έγερση των τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο από το 1973 ήταν μία στρατηγική επιλογή που είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα να αποκόψει την Ελλάδα από την Ανατολική Μεσόγειο. Μία προσπάθεια να αντιστραφεί η διάχυτη αυτή αντίληψη έγινε μετά το 1993 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και τον τότε υπουργό Άμυνας Γεράσιμο Αρσένη με το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με σκοπό την αμυντική κάλυψη της ελεύθερης Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν και η προμήθεια του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-300. Τότε, η Ελλάδα είχε αρχίσει να εδραιώνει μια αεροναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και να πραγματοποιεί ανοίγματα για αμυντική συνεργασία με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Συρία.
Η διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κώστα Σημίτη τυπικά δεν οδήγησε σε αλλαγή πολιτικής, αλλά στην πράξη αφυδάτωσε και σταδιακά ακύρωσε το εν λόγω δόγμα. Όταν, μάλιστα, λόγω και των ασφυκτικών πιέσεων της Δύση (και του Ισραήλ) οι S-300, αντί να εγκατασταθούν στην Κύπρο, αποθηκεύτηκαν στην Κρήτη, ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος εκφυλίσθηκε επιχειρησιακά και παρέμεινε εν ισχύ μόνο στα χαρτιά. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών (το ρήγμα στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας, τα προβλήματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ο ανταγωνισμός Τουρκίας-Γαλλίας, η χρόνια αντιπαράθεση της Άγκυρας-Καΐρου κλπ) ώθησαν την Ελλάδα να ξαναδεί τον εαυτό της ως χώρα της Ανατολικής Μεσογείου και να πρωταγωνιστεί στις τριμερείς συνεργασίες (κυρίως Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος).
Αν και αυτές οι συνεργασίες δεν είχαν επισήμως αντιτουρκικό πρόσημο, ασκούσαν πίεση και εμμέσως απομόνωναν την Τουρκία. Αντιδρώντας, η Άγκυρα υιοθέτησε τη στρατηγική που αργότερα ονόμασε “Γαλάζια Πατρίδα”. Βασική συνιστώσα αυτής της στρατηγικής είναι η μετατροπή της Τουρκίας σε μεγάλη αεροναυτική δύναμη, με κυρίαρχη παρουσία σ’ όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Απότοκος αυτής της στρατηγικής –εντάσσεται στην ευρύτερη νεοοθωμανική στρατηγική για τουρκική ηγεμονία στον μεταοθωμανικό χώρο σε Ασία, Αφρική και Βαλκάνια– είναι η απόφαση της Άγκυρας να μονιμοποιήσει και να πυκνώσει την αεροναυτική παρουσία της σ’ αυτή τη θαλάσσια περιοχή.
Το γεγονός π.χ. ότι δεν δίστασε να επέμβει αποφασιστικά στον εμφύλιο της Λιβύης είχε καταδείξει ότι η “Γαλάζια Πατρίδα” είναι κάτι πολύ περισσότερο από άθροισμα περιστασιακών κινήσεων. Οι Τούρκοι θέλουν να καταστήσουν σαφές ότι έχουν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό τους ειδικά τη θαλάσσια περιοχή που ορίζεται δυτικά από τη γραμμή Ρόδος-Κρήτη και ανατολικά από την Κύπρο. Οι πολλές και κρίσιμες εξελίξεις, μάλιστα, που από τότε μεσολάβησαν, διαφοροποίησαν ποιοτικά τις ισορροπίες και μάλιστα υπέρ της Τουρκίας. Η ελληνική υποχώρηση στην υπόθεση του καλωδίου ουσιαστικά συνιστά έμμεση νομιμοποίηση του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου και κατ’ επέκταση της “Γαλάζιας Πατρίδας”. Καλός, λοιπόν, ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός, αλλά δεν αλλάζει ποιοτικά τη δυσμενή για τα ελληνικά συμφέροντα πραγματικότητα. Το μόνο θετικό είναι η εμπλοκή της Chevron και της ExxonMobil στα θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης.