Ο Τσαβούσογλου στη Θράκη – “Χειρότερο είναι ο πονηρός και πλεονέκτης γείτονας”
01/06/2021«Οι λέξεις είναι τα πάντα» συνήθιζε να λέει ο Ναπολέων, ο οποίος δεν ήταν μόνο στρατιωτική ιδιοφυΐα, αλλά και μέγας τακτικιστής και χειραγωγός της βούλησης των ανθρώπων της εποχής του. Οι λέξεις δεν είναι απλοί φθόγγοι ή ιδεογράμματα στη σειρά. Δίνουν ψυχή στα πράγματα, αφηγούνται ιστορίες, επικυρώνουν ή διαστρέφουν ιδέες κι έννοιες κι εντέλει καθιερώνουν αναγκαίους κώδικες επικοινωνίας. Όπως έδειξε η επίσκεψη Τσαβούσογλου στη Θράκη, στην Άγκυρα το γνωρίζουν καλά.
Στην καθημερινότητα μας, λοιπόν, οι λέξεις αποκτούν μια κοινωνική δυναμική, η οποία καθορίζει σχέσεις και καταστάσεις στην ιδιωτική σφαίρα. Στην πολιτική δε, όταν οι λέξεις βγαίνουν περίπατο είναι για να ενοποιήσουν ή να διχάσουν αμετάκλητα. Να προωθήσουν την ειρηνική συνύπαρξη, ή να επιβάλλουν μια κατάσταση ανάγκης, ως τα όρια του ανοικτού πολέμου. Οι λέξεις είναι ένας Ιανός, όπως θα το έλεγε ο Σέρβος γλωσσολόγος Ράνκο Μπουγκάρσκι και εξαρτάται από τους πολίτες-ακροατές τους ποια όψη του θα ήθελαν να δουν να κατισχύει.
Υπό αυτό το πρίσμα έχει σημασία να σταθεί κανείς στις λέξεις που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, κατά την κυριακάτικη “ιδιωτική επίσκεψη” στην Θράκη, συνοδεία μιας κουστωδίας ομοεθνών του αξιωματούχων και δημοσιογράφων. Η επιμονή να ομιλεί διαρκώς και να αναφέρεται σε “Τούρκους” και “τουρκική κοινότητα” δεν επιβεβαιώνει απλώς την προσήλωσή του σε μια πάγια πολιτική της χώρας του, πριν ακόμη από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στην Λωζάννη (24-7-1923), αλλά εισάγει κι ένα νέο στοιχείο στην προβληματική του ζητήματος.
“Κοινότητα” αντί μειονότητα
Η χρήση του όρου “κοινότητα”, αντί του μειονότητα, όπως είναι διεθνώς αποτυπωμένη η πραγματικότητα για τους μουσουλμάνους της Θράκης, υπενθυμίζει, σε όσους θέλουν να θυμούνται και δεν έχουν επιλεκτική μνήμη, το προηγούμενο της Κύπρου στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Με συστηματικές κι επίμονες προσπάθειες του συνταγματολόγου (και πρωθυπουργού της χούντας του 1970) Νιχάτ Ερίμ, η τουρκοκυπριακή μειονότητα του 18% της Κύπρου αναβαθμίσθηκε σε κοινότητα.
Ήταν το πρώτο βήμα, για να αναγνωρισθεί και να χρισθεί μια πληθυσμιακή μειοψηφία σε συνιδρυτικό στοιχείο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γεγονός που οδήγησε στην επιβολή ενός Συντάγματος ιδιότυπου “δικοινοτικού” χαρακτήρα, που με την σειρά του συνέβαλε καθοριστικά στην συγκρότηση ενός αναποτελεσματικού και μη λειτουργικού κράτους. Καθιερώθηκαν ειδικές πλειοψηφίες στην λήψη αποφάσεων και δικαίωμα veto στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, ενώ παράλληλα ενίσχυσε όλες τις μορφές διαχωρισμού μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο νησί.
Περισσότερο κι απ΄ αυτά, η νεοπαγής Κυπριακή Δημοκρατία στερήθηκε του δικαιώματος εφαρμογής του δημοκρατικού κανόνα, όπως αυτό αναγνωρίσθηκε, λίγο μετά την “υιοθέτηση” του κυπριακού Συντάγματος, για τις πρώην αποικίες, από τον ΟΗΕ, με την περίπτωση της Ροδεσίας, ότι «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης βασίζεται στην ισοψηφία και δεν υπάρχει ανεξαρτησία χωρίς την διακυβέρνηση της πλειοψηφίας».
Είναι, ως προς αυτό, χαρακτηριστική η δήλωση του Βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ ΜακΜίλαν, στην τελετή λήξης της Διάσκεψης του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1959: «Η διευθέτηση αυτή είναι μια διευθέτηση που αναγνωρίζει τον ελληνικό χαρακτήρα της πλειοψηφίας του κυπριακού λαού. Αλλά, και ταυτόχρονα, μια διευθέτηση που προστατεύει τον εθνικό χαρακτήρα και την κουλτούρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας».
Συλλογικό ή ατομικό
Η Άγκυρα, όπως έχει δείξει η ζωή και η πραγματικότητα, αξιοποιεί την ύπαρξη μουσουλμάνων στα Βαλκάνια, με στρατηγική στόχευση που σε μια πρώτη φάση επιδιώκει την επέκταση επιρροής και σε μια δεύτερη την επέκταση κυριαρχίας. Στην Θράκη, εδώ και δεκαετίες, έχει επιτύχει –με την “συνδρομή” και της μυωπικής πολιτικής της Αθήνας– να ενισχυθεί ο “εθνικός” χαρακτήρας της εκεί μειονότητας.
Η μειονότητα στη Θράκη αναγνωρίζεται από την Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, αλλά και την Σύμβαση περί Ανταλλαγής Πληθυσμών, ως θρησκευτική μειονότητα και μόνο, σε αντίθεση με τον εθνικό χαρακτήρα που αποδόθηκε στους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και τον οποίον ουδέποτε αποδέχθηκε η Τουρκία. Η Άγκυρα επιμένει να μιλάει για Ρούμ/Ρωμιούς κι όχι Έλληνες.
Η Άγκυρα γνωρίζει ότι πολύ δύσκολα θα επιτύχει να αναγνωρισθεί “εθνικός” χαρακτήρας στους μουσουλμάνους της Θράκης και επιχειρεί μέσω της εκμετάλλευσης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι να επιτύχει τον “εθνικό αυτοπροσδιορισμό” της μειονότητας σαν “τουρκικής”. Στο Συμβούλιο της Ευρώπης έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες για ένα συμφωνημένο περιεχόμενο στον ορισμό μιας πληθυσμιακής μειοψηφίας στην επικράτεια ενός Κράτους, ως “εθνικής μειονότητας”.
Επίσης σε όλα τα κείμενα διεθνών οργανισμών, δεσμευτικά ή όχι, δεν προβλέπονται συλλογικά δικαιώματα στις μειονότητες, καθώς αναγνωρίζονται ατομικά δικαιώματα στα μέλη των μειονοτήτων, τα οποία μπορεί να ασκούνται και από κοινού, χωρίς όμως να καταλήγουν στην αναγνώριση συλλογικών δικαιωμάτων στην μειονότητα. Ενώ και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού είναι μια υπόθεση “ελεύθερης ατομικής επιλογής” και όχι συλλογικό.
Ο Τσαβούσογλου στη Θράκη
Σύμφωνα με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα –έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη από το 1997– φορείς του δικαιώματος είναι τα μέλη της μειονότητας και η από κοινού δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος δεν το καθιστά συλλογικό, διότι είναι απαιτητό από άτομα κι όχι από ομάδες. Η Άγκυρα δεν φαίνεται να επιτυγχάνει και στην προσπάθεια της να “ομογενοποιήσει” και να εντάξει κάτω από την τουρκική ομπρέλα το σύνολο των μουσουλμάνων στην Θράκη, όπως έδειξε και η έντονη αντίδραση Πομάκων, που χαρακτήρισαν persona non grata τον Τσαβούσογλου, αποτρέποντάς τον να επισκεφθεί τα χωριά τους.
Να σημειωθεί ότι η Αθήνα έχει αναγνωρίσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (Κώστας Μητσοτάκης και μετέπειτα Κώστας Σημίτης) την τριφυή υπόσταση της μειονότητας, δηλαδή, τουρκογενείς, Πομάκους και Αθίγγανους. Κάτι όμως, που δεν εμπόδισε τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, σε επίσκεψη του στην περιοχή, να αναφερθεί σε «τουρκομουσουλμανική μειονότητα»… Τώρα, ο διάδοχός του επανέρχεται με αναβαθμισμένη ρητορική, κάνοντας λόγο για «τουρκική κοινότητα»!
Επιβεβαιώνει έτσι την επιμονή της Άγκυρας στην κεμαλική αντίληψη, όπως διατυπώθηκε στον λεγόμενο Misak-I Milli/ Εθνικό Όρκο του 1920, ότι: «Στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν με τους ξένους για το πολιτικό μέλλον της Δυτικής Θράκης πρέπει να δραστηριοποιηθούμε με σύνεση. Σκοπός ας είναι η Δυτική Θράκη να παραμείνει σε τουρκικά χέρια σαν ενιαίο σύνολο και σε κατάλληλο χρόνο να ενωθεί με την μητέρα-παρτίδα. Εμείς δεν μπορούμε να δεχτούμε την απαλλοτρίωση του τουρκικού αυτού τμήματος. Οι αδελφοί μας της Δυτικής Θράκης, σε πρώτο βήμα, πρέπει να αγωνιστούν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία και την αυτονομία της Δυτικής Θράκης».
Αυτά και ας θυμηθούμε τον Δημοσθένη, που μας υπενθυμίζει από τα βάθη του χρόνου: «Οὐκ ἦν ἄρ’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, χαλεπώτερον οὐδὲν ἢ γείτονος πονηροῦ καὶ πλεονέκτου τυχεῖν».