Οι ευθύνες της Αθήνας για τον τουρκικό επεκτατισμό
10/06/2022Λίγο πριν τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την μαύρη επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής εξαιτίας των ελληνικών εγκληματικών λαθών, που προήλθαν από τον έντονο διχασμό και την μικρονοητικότητα της φιλομοναρχικής πλευράς, έχει ξεδιπλωθεί πλήρως το πλαίσιο των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων, με αιχμή του δόρατος την ανιστόρητη θεωρία της “γαλάζιας πατρίδας” και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, ως όρο για την εδαφική τους κυριαρχία.
Συστηματικά το στρατο-ισλαμιστικό καθεστώς της Άγκυρας πρώτα υπό τον μανδύα του δυτικού κεμαλισμού και εν συνεχεία υπό τον μανδύα του αντιδυτικού ισλαμο-οθωμανισμού, χωρίς όμως καμία ρωγμή μεταξύ τους ως προς τις επεκτατικές επιδιώξεις του, φιλοτέχνησε τις ανύπαρκτες νομικές -με βάση τις υπογραφείσες συνθήκες και το διεθνές δίκαιο- παράνομες διεκδικήσεις του, χωρίς τη στιβαρή και οργανωμένη ελληνική αντίδραση.
Αν κάποιος δει αντικειμενικά από απόσταση το ιστορικό διάβα αυτών των εκατό χρόνων θα διαπιστώσει, ότι ουδέποτε υπήρξε πραγματική περίοδος ειλικρινούς φιλικής προσέγγισης των δύο χωρών και άρσης της ιστορικής αντιπαλότητας από την πλευρά της Τουρκίας. Μετά τη σύναψη της συνθήκης της Λωζάννης το 1923, που υπήρξε η γενέθλια πράξη ιδρύσεως του σημερινού τουρκικού Κράτους, ο Κεμάλ Ατατούρκ επιδίωξε τη σταθεροποίηση και ισχυροποίηση του τουρκικού κράτους υπό τον μανδύα του φιλοδυτικού ηγέτη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος και λόγω των τότε συνθηκών του ψυχρού πολέμου υπήρξε η ανάπτυξη μεγάλων ερεισμάτων της Τουρκίας στη Δύση.
Η σχέση όμως αυτή αποδείχθηκε πάντα ετεροβαρής σχεδόν σε όλα τα επίπεδα, καθόσον ο βασικός πυρήνας του τουρκικού κεμαλικού καθεστώτος, παρά τον επιφανειακό κοσμικό χαρακτήρα, παρέμεινε βαθιά αυταρχικός και υπέκρυπτε τις ανομολόγητες επιθετικές και κατακτητικές επιδιώξεις του τουρκικού κράτους. Για αυτό, όταν ισχυροποιήθηκε και αναπτύχθηκε η ενδογενής τουρκική οικονομική ολιγαρχία υπήρξε η επανάληψη της βασικής τουρκικής πολιτικής, που ήταν η εξολόθρευση όλων των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, με συνέπεια τον εξανδραποδισμό της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης στα θλιβερά γεγονότα του 1955, με στόχο τη βίαιη υποκατάσταση της ακμάζουσας εμπορικής δραστηριότητας του ελληνικού στοιχείου από την αναδυόμενη τουρκική οικονομική ολιγαρχία.
Η απειλή ante portas
Στη συνέχεια, στη δεκαετία του ’70, υπήρξε η επιχείρηση ΑΤΤΙΛΑΣ με κατάληψη της Μεγαλονήσου εξαιτίας της μικρονοητικότητας της χουντικής τριανδρίας στην Ελλάδα και η σταδιακή αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, εκμεταλλευόμενη την οποιαδήποτε ασάφεια στις υπογραφείσες συνθήκες, αλλά και τη συνεχή κατευναστική πολιτική. Στη συνέχεια μέσω της πολιτικής το γκριζαρίσματος των 152 βραχονησίδων με αφορμή τα Ίμια, έχουμε οδηγηθεί σήμερα στην αποκάλυψη των πραγματικών επιδιώξεων, που είναι το μοίρασμα του Αιγαίου κατ’ ισομοιρίαν, η δημιουργία ασαφούς καθεστώτος κυριαρχίας στα ελληνικά νησιά και η υφαρπαγή τεραστίων θαλασσίων ζωνών της εν δυνάμει ελληνικής ΑΟΖ στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μέσω του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Επιδιώξεις που έχουν ως τελικό σκοπό τη φινλανδοποίηση της Ελλάδος και της Κύπρου και μετατροπή τους σε δορυφόρους της τουρκικής επικυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή.
Η τουρκική απειλή είναι πλέον ante portas. Ο υβριδικός πόλεμος που έχει ήδη κηρύξει σε βάρος της Ελλάδος η γειτονική χώρα, ενδέχεται πλέον να γίνει πραγματικός ανά πάσα στιγμή. Το αφήγημα της “γαλάζιας πατρίδας”, οι καθημερινές φραστικές προκλήσεις και απειλές από τον Ερντογάν και τους παρατρεχάμενους του, η ευθεία αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου και της κυριαρχίας των νησιών, το ενιαίο μέτωπο της αντιπολίτευσης με το καθεστώς Ερντογάν στην Τουρκία σε ότι αφορά τις διεκδικήσεις στα ελληνικά νησιά, η συστηματική δημιουργία πολεμικού κλίματος και εθνικιστικού παροξυσμού στην τουρκική κοινωνία, ως προεκλογικό καύσιμο για την επιβίωση του καθεστώτος Ερντογάν, έχουν συντρίψει τις ψευδαισθήσεις και τα μυθεύματα που κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική σκηνή καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση.
Είτε αυτές αφορούσαν ότι θα λυθούν τα προβλήματα με βάση τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα (ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ βάσει του Διεθνούς Δικαίου), είτε μέσω της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. ως μέσο εξημέρωσης του “θηρίου”, είτε των αντιλήψεων περί βοήθειας και λύσεως έναντι του τουρκικού κινδύνου από τρίτους. Όλες αυτές οι μυθοπλασίες της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας της χώρας που δομήθηκαν προκειμένου να μην αντιμετωπιστεί ευθέως το πρόβλημα και στη ρίζα του, που θα έπρεπε να είναι η συνεχής προσήλωση στην αντιμετώπιση της επεκτακτικής φύσεως του τουρκικού κράτους διαχρονικά είχαν δύο κρίσιμες αρνητικές συνέπειες.
Η επιλογή της Άγκυρας
Από τη μια, η παγίωση του φοβικού συνδρόμου των ελίτ των Αθηνών έναντι του συνεχούς τουρκικού αναθεωρητισμού, με αποκορύφωμα πλέον τις ιαχές για την μη ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ελληνικού Αιγαίου, λόγω δήθεν της στρατιωτικοποίησης τους όταν στις απέναντι ακτές έχει στηθεί η τέταρτη αποβατική στρατιά, κάτι που φάνηκε και στην τελευταία άσκηση στη Σμύρνη, με βασικό σενάριο την κατάληψη ενός νησιού. Από την άλλη, έχει δημιουργηθεί μια ιδιότυπη μακαριότητα, μαλθακότητα αλλά και διάρρηξη της κοινωνικής ισορροπίας της ελληνικής κοινωνίας η οποία από το στάδιο της εικονικής ευημερίας με δανεικά βρέθηκε στο φάσμα της χρεωκοπίας και του μνημονιακού οδοστρωτήρα, εξορκίζοντας κάθε περιπέτεια ή -πολύ περισσότερο- πόλεμο με την Τουρκία. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό δεν είναι δική μας επιλογή, αλλά των γειτόνων.
Υπήρξαν σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης και αυτοί οι οποίοι επισήμαναν το πρόβλημα στη ρίζα του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου στη δεκαετία του ’80 τόνιζε διαρκώς ότι ο πραγματικός στόχος της Τουρκίας είναι ο μοιρασμός του Αιγαίου, του πιστώνεται ,δε, ιστορικά και η αντιμετώπιση της κρίσης του ’87, που ήταν η πρώτη φορά που η Τουρκία αναγκάστηκε να υποχωρήσει έναντι της ελληνικής αποφασιστικότητας. Αλλά και ο μεγάλος φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης στο επίμετρο του βιβλίου του «Θεωρία του πολέμου» το 1993 με πολύ καθαρό τρόπο έθεσε το πρόβλημα που θα αντιμετωπίζαμε ως χώρα στο μέλλον λόγω της μεγάλης ανισορροπίας και της συνεχούς διεύρυνσης αυτής στο δημογραφικό, στην οικονομία και στη στρατιωτική ισχύ και για τούτο έπρεπε να λάβουμε έγκαιρα όλα τα αναγκαία μέτρα.
Συνολικά όμως το πολιτικό σύστημα, η πλειοψηφία των διανοουμένων και πρωτίστως η παρασιτική οικονομική ολιγαρχία της χώρας υποτίμησε όλες αυτές τις δεκαετίες τους πραγματικούς αυτούς κινδύνους, λειτουργώντας ως “στρουθοκάμηλος” για τη δική τους πολιτική και οικονομική κυριαρχία, την ώρα που η γείτονας οργανωνόταν με ισχυρή ενδογενή παραγωγική βάση και σημαντική αμυντική βιομηχανία.
Ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος
Πρόκειται για σοβαρά και τραγικά ιστορικά λάθη. Εάν για παράδειγμα όλες αυτές τις δεκαετίες η Ελλάδα είχε υλοποιήσει το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδος – Κύπρου, δεν θα μπορούσε το νεο-οθωμανικό ισλαμικό καθεστώς να κάνει “σουρωτήρι” την ΑΟΖ της Κύπρου. Επίσης αν όλα αυτά τα χρόνια τα νησιά του Αιγαίου είχαν μετατραπεί, όπως έπρεπε σε αβύθιστα αεροπλανοφόρα με ισχυρά αντιπλοϊκά και πυραυλικά συστήματα αντιπρόσβασης δεν θα μπορούσε η τουρκική ηγεσία από τη Σμύρνη να απειλεί ανερυθρίαστα τον ελληνικό λαό στα ελληνικά για επανάληψη της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα, η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας, της απειλής που αποτελεί ο τουρκικός επεκτατισμός για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας είναι το πρώτο κρίσιμο βήμα. Και αυτό γιατί η αποτελεσματικότητα της άμυνας μιας χώρας κρίνεται πέραν της ισχυρής αποτρεπτικής ισχύος και των δυνατών συμμαχιών και από το υψηλό εθνικό φρόνημα , δηλαδή τη διάθεση του λαού να υπερασπιστεί τη χώρα του, την ελευθερία και την ιστορία του.
Και προς αυτή την κατεύθυνση οφείλουν οι πάντες να συνεισφέρουν, το πολιτικό σύστημα, οι διανoούμενοι και οι θεσμικοί παράγοντες, παρά τις μέχρι τώρα τεράστιες ευθύνες τους όπως προαναφέρθηκε. Γιατί θα επρόκειτο για ολέθρια εξέλιξη, εκατό χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή, που συρρίκνωσε τον ακμάζοντα ελληνισμό στα σημερινά όρια του νεοελληνικού κράτους και αφού προηγουμένως λαβώθηκε ο ισχυρός βραχίονας του που είναι η Κύπρος, να υπάρξουν νέοι εθνικοί ακρωτηριασμοί, που μπορεί να επιφέρουν οδυνηρά πλήγματα στον μικρό αλλά ιστορικό λαό.