Οι “εμπόλεμοι ειρηνοποιοί” στη Λιβύη – Η Ελλάδα και το χαρτί του NATO
19/05/2020Όπως συμβαίνει και στη Συρία, έτσι και στη Λιβύη, η εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων –με πλέον αποστασιοποιημένη την Κίνα– και των περιφερειακών δυνάμεων που θεωρούν ότι έχουν συμφέρον και δυνατότητες να παρέμβουν στρατιωτικά, όπως η Τουρκία, δεν έγινε βέβαια με κίνητρο την επικράτηση του πολύπαθου Διεθνούς Δικαίου ή για την εφαρμογή των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η επέμβαση στην Συρία έγινε μεν με την προσχηματική επίκληση του Διεθνούς Δικαίου, στόχευε δε στην προώθηση και κατοχύρωση των συμφερόντων συγκεκριμένων χωρών. Δεν νομίζω ότι μπορεί σοβαρά να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η Ρωσία και η Τουρκία είναι οι κυρίαρχοι του διπλωματικο-στρατιωτικού παιγνίου που εξελίσσεται, από το 2011, στη Συρία. Η επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη, που σφραγίστηκε με την υπογραφή δύο καθοριστικών για τα τουρκικά συμφέροντα Συμφωνιών (Οριοθέτηση ΑΟΖ και στρατιωτικής συνεργασίας), στηρίχτηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην αυτοπεποίθηση του “ειρηνοποιού νικητή” στο διπλωματικό μέτωπο της Συρίας.
Ανοίγω, υποχρεωτικά, μία παρένθεση: οι δύο Συμφωνίες που συνομολόγησε, διαδοχικά, ο Ερντογάν με τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Πενς (Άγκυρα, 19 Οκτωβρίου 2019) και με τον Πρόεδρο Πούτιν (Σότσι, 22 Οκτωβρίου 2019) είναι παρόμοιου περιεχομένου. Αναγνωρίζουν το “νόμιμο δικαίωμα ασφάλειας” της Τουρκίας σε σχέση με τη Συρία, ταυτόχρονα με τη διακήρυξη περί «διατήρησης της πολιτικής ενότητας και εδαφικής ακεραιότητας» της Συρίας.
Πρόκειται περί μίας τριμερούς διευθέτησης (Ρωσία, ΗΠΑ και Τουρκία) με δύο οιονεί επικαλυπτόμενους ομόκεντρους κύκλους συμφερόντων, με την Τουρκία, όμως, να αποτελεί τον κεντρικό πόλο. Σημειωτέον ότι η αμερικανοτουρκική Συμφωνία (US-TURKEY Statement) αναφέρεται-επικαλείται (άρθρα 1 και 3) το ΝΑΤΟ, χωρίς να έχει προηγηθεί οιαδήποτε μορφής ενημέρωση, ή διαβούλευση με τους συμμάχους. Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ο βασικός λόγος που είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση του προέδρου Μακρόν.
Το μοντέλου του εμπόλεμου ειρηνοποιού
Το “πετυχημένο” συριακό μοντέλο “εμπόλεμου ειρηνοποιού” του διδύμου (tandem) Ρωσία-Τουρκία αναπαράγεται και στη Λιβύη. Καλύπτει, σε μεγάλο βαθμό, τόσο την πολιτική εκούσιας σταδιακής απαγκίστρωσης των ΗΠΑ από την ευρύτερη περιοχή, όσο και τη διαίρεση και παντελή απουσία της ΕΕ. Η απουσία της Ένωσης δεν οφείλεται στην έλλειψη δυνατοτήτων ή μέσων προς επίτευξη των γεωπολιτικών στόχων. Εξηγείται, κυρίως, από τη πολυδιάσπαση των συμφερόντων των κρατών-μελών, την απουσία κοινής εξωτερικής πολιτικής και, δυστυχώς, την έλλειψη αλληλεγγύης και κοινότητας αξιών.
Αυτή, δυστυχώς, είναι η πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, δεν είναι απορίας άξιο, γιατί ξεχωρίζουν οι ρόλοι της Ρωσίας και της Τουρκίας. Έχουν ισχυρούς και αποφασιστικούς ηγέτες, παρεμβατική και επεμβατική βούληση και στοχευμένες δυνατότητες στρατιωτικής εμπλοκής. Η Τουρκία, διαχρονικά, θεωρεί ότι επιβάλλεται ευκολότερα με συνεχή προβολή αξιόπιστης ισχύος και στρατιωτικής απειλής. Επί προέδρου Ερντογάν όχι μόνο διεκδικεί, αλλά απαιτεί κομβικό υπερπεριφερειακό ρόλο, κινούμενη στον εξωτερικό κύκλο των ορίων των συμφερόντων του ΝΑΤΟ.
Μη διστάζοντας –συχνά απειλώντας– να έλθει σε γεωπολιτική σύγκρουση με μέλη της Συμμαχίας, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα της. Η εγκάρδια σχέση Πούτιν-Ερντογάν ανθίζει σε μία εποχή που η πλειονότητα των ηγετών της Δύσης έχει επιλέξει, λόγω της ρωσικής επέμβασης στην Ουκρανία, είτε να υποβαθμίσουν είτε να παγώσουν τις σχέσεις τους με το Κρεμλίνο. Το ρωσο-τουρκικό πολιτικό και διπλωματικό δίδυμο, παρά τις αντιφάσεις του, αποφέρει σημαντικά γεωπολιτικά κέρδη στις δύο συνιστώσες του.
Ιδιαιτερότητα Ελλάδας
Όσο αργούν να αποκατασταθούν λειτουργικές σχέσεις των κρατών-μελών της ΕΕ κυρίως, αλλά και του ΝΑΤΟ, με τη Ρωσία στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, τόσο θα ενισχύεται ο ρόλος και η σημασία της Τουρκίας του στη Μόσχα. Μπορεί κάποιοι σύμμαχοι να αντιμετωπίζουν αδιάφορα την πραγματικότητα αυτή, όχι όμως η Ελλάδα. Έχουμε κάθε λόγο να ενισχύσουμε την πρωτοβουλία του προέδρου Μακρόν για αποκατάσταση των σχέσεων της ΕΕ με τον Πούτιν. Η δημόσια παραδοχή του Ερντογάν (ότι ό ίδιος και ο Πούτιν μοίρασαν το πεδίο ευθύνης και ρόλους στη Λιβύη) αποδεικνύει ότι το συριακό μοντέλο του εμπλεκομένου στην πολεμική σύγκρουση δίδυμου “ειρηνοποιών” θεωρείται, για αμφότερους, χρήσιμο πρότυπο και συνάμα αποτελεσματικό προηγούμενο.
Η Αθήνα μπορεί να αναμορφώσει τον τρόπο παρουσίασης και διπλωματικής προβολής του θεμελιώδους προβλήματος που μας προκαλεί η συμφωνία Άγκυρας-Τρίπολης για την οριοθέτηση ΑΟΖ. Ας προτάξουμε, έστω τώρα, τη βασική κεντρική ευθύνη της Τρίπολης και του Σάρατζ. Μετακυλώντας το κέντρο βάρους προς την Λιβύη. Ας τονίζουμε, επίσης, ότι η στρατιωτική συμφωνία (Μνημόνιο Συνεργασίας που υπεγράφη την 27η Νοεμβρίου 2019) καίτοι έχει άμεση σχέση με την ενίσχυση των δυνάμεων του Σαράζ στη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Χάφταρ, δεν περιορίζεται στα χερσαία εδάφη της Λιβύης. Ως πεδίο εφαρμογής έχει, επίσης, τα «κατά αέρα και θάλασσα σύνορα».
Η διμερής συμφωνία για την ΑΟΖ προβλέπει ότι οι δύο χώρες αποκτούν τώρα θαλάσσια σύνορα, ακόμη και σε περιοχές που υπάρχουν ελληνικά νησιά και ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Άρα η στρατιωτική συμφωνία άμεσα συνδέεται με την συμφωνία για την ΑΟΖ. Το σχετικό απόσπασμα του Άρθρου IV έχει ως εξής:
«Both Turkey and Libya will cooperate on training, exchange of information/experience executing joint operations on counterterrorism, counter irregular immigration, security of land, naval and air borders, counter narco-terror and smuggling, IED/EOD operations, natural disaster relief operations. They will also exchange intelligence and operational cooperation». Επιπλέον, η παράγραφος 16 του ιδίου Άρθρου αφορά στην «ανταλλαγή γνώσης στο Δίκαιο της Θάλασσας και στα στρατιωτικά νομικά συστήματα». Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι τη νοηματική σύνδεση και σχέση των δύο πεδίων εφαρμογής.
Το άρθρο 5 του NATO
Η Ελλάδα νομιμοποιείται, συνεπώς, να ελέγξει την κυβέρνηση της Τρίπολης και σε σχέση με την στρατιωτική συμφωνία. Έχει, άλλωστε, οργανική σχέση με την Συμφωνία με την ΑΟΖ. Αποτελούν στην πραγματικότητα τις δύο εκφάνσεις της πολιτικής αμφισβήτησης της εδαφικής ολοκλήρωσης της Ελλάδος και άσκησης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ας αναδείξουμε το γεγονός ότι η Λιβύη, μία διαιρημένη σε εμπόλεμη κατάσταση χώρα, συμπράττει με ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, σε βάρος της κυριαρχίας ενός άλλου κράτους-μέλους. Ως προς τι ωφελείται σήμερα η Ελλάδα από το Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Χάρτας που αφορά στην εφαρμογή του δόγματος αλληλεγγύης «καθένας για όλους, όλοι για ένα»;
Εφόσον θεωρούμε ότι νιώθουμε τη συγκεκριμένη απειλή από την Τρίπολη, γιατί άραγε δεν εξετάζουμε τη σκοπιμότητα να φέρουμε προς συζήτηση το ζήτημα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ; Εννοώ στο πλαίσιο του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου και όχι στο περιθώριο των συναντήσεων του ΝΑΤΟ. Όταν αισθάνεσαι ότι ενέργειες μιας τρίτης χώρας σε θίγουν, τότε δικαιούσαι να προκαλέσεις συζήτηση. Ας συζητήσουμε την περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 5. Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε ζητήσει την ενεργοποίησή του ήδη το Μάρτιο του 2011. Απαιτώντας πρόσθετη αμυντική προστασία, τουλάχιστον, στην Κρήτη. Με την εγκατάσταση, για παράδειγμα, μίας επιπλέον συστοιχίας Patriot. Σήμερα, προδικάζουμε την αντίδραση της Τουρκίας.
Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ εν τούτοις η Ελλάδα έχει δύο φορές συναινέσει την τελευταία 30ετία στην επίκληση, από την Τουρκία, του Άρθρου 5. Το 1990-91 κατά τον πόλεμο του Κόλπου (Καταιγίδα της Ερήμου) και το 2003 κατά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Αν η Τουρκία, όπως εκτιμώ, αντιταχθεί, τότε αυτόματα ανοίγει και η συζήτηση για την ερμηνεία του Άρθρου 5 προς κάθε κατεύθυνση.
Η αποδοχή από τη Συμμαχία της δυνατότητας επιλεκτικής του εφαρμογής θα επιβεβαιώσει όσους –και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού– εκτιμούν ότι το ΝΑΤΟ διέρχεται τη βαθύτερη κρίση ταυτότητας από ιδρύσεώς του. Επιπλέον, την εποχή αυτή, η Αθήνα θα μπορούσε να ενημερώσει λεπτομερώς για τις ανησυχίες της εταίρους και συμμάχους που διαχρονικά συγκριτικά παραμελούμε στις διμερείς μας σχέσεις, όπως η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής.