Οι “τέσσερις” της “Κ” ξαναχτύπησαν – Απάντηση σημείο προς σημείο
17/09/2023Διάβασα με προσοχή και το πρώτο και το δεύτερο άρθρο των “τεσσάρων” στην “Καθημερινή” (Αλ. Διακόπουλος, Π. Λιάκουρας, Κ. Υφαντής και Κ. Φίλης). Είχα αποφύγει να σχολιάσω το πρώτο άρθρο τους, αλλά η δεύτερη παρέμβασή τους, καθώς και το γεγονός ότι οι απόψεις τους προσέλαβαν ευρύτερη δημοσιότητα, με υποχρεώνει, έστω και ετεροχρονισμένα, να ασχοληθώ. Επειδή, μάλιστα, απεχθάνομαι να κάνω ανίχνευση προθέσεων, θα περιοριστώ αυστηρά σε μία κριτική των όσων αναφέρουν στις δύο αυτές παρεμβάσεις, οι “τέσσερις” της “Κ” Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από το πρώτο άρθρο.
Οι αρθρογράφοι αρχίζουν υπογραμμίζοντας ότι «η Άγκυρα εγκατέλειψε επί του παρόντος τη “διπλωματία του καταναγκασμού”… προχωρώντας σε βήματα αποκλιμάκωσης. Οι περισσότεροι απέδωσαν αυτή την αλλαγή στη “διπλωματία των σεισμών”, αν και κάποιες ενδείξεις είχαν διαφανεί νωρίτερα». Οι “τέσσερις” έχουν δίκιο που αναζητούν την αιτία, όχι τόσο στους σεισμούς, όσο στην ανάγκη του Ερντογάν να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Δύση. Είναι αμφίβολη, ωστόσο, η εκτίμησή τους ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επανάκαμψη των ΗΠΑ στην Ευρώπη περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων της Άγκυρας. Προς το παρόν, ο Ερντογάν ισορροπεί επιτυχώς μεταξύ Δύσης-Ουκρανίας και Ρωσίας.
Αμφίβολη είναι και η εκτίμησή τους για «αναβάθμιση της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο, λόγω της στάσης της στο Ουκρανικό, αλλά και της πολυδιάστατης γεωπολιτικής χρησιμότητας του λιμένος της Αλεξανδρούπολης, που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό στρατηγικό σχεδιασμό». Μέχρι σήμερα τουλάχιστον αυτό δεν τεκμαίρεται από κανένα γεγονός. Πράγματι «τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον τους για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων», αλλά αυτό κατ’ ουδένα τρόπο συνεπάγεται αναβάθμιση της Ελλάδας.
Και ναι μεν ευνοεί τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, αλλά όχι υποχρεωτικά «επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου», όπως γράφουν οι “τέσσερις”. Εμμέσως πλην σαφώς, άλλωστε, το ομολογούν οι ίδιοι στο δεύτερο άρθρο τους: «Στο πλαίσιο όμως των δυτικών συμφερόντων, ζωτικής σημασίας είναι μόνο η αποφυγή μιας ενδονατοϊκής σύγκρουσης και όχι η επίλυση των διαφορών μας (ελληνοτουρκικών). Το τελευταίο είναι επιθυμητό όχι όμως απαραίτητο, όσο η κατάσταση παραμένει διαχειρίσιμη με την ένταση εντός κάποιων ορίων. Η ανάσχεση λοιπόν των δυτικών μας συμμάχων προς την Τουρκία αφορά πρωτίστως την αποφυγή της σύγκρουσης».
Φθηνός λαϊκισμός
Στη συνέχεια, οι αρθρογράφοι διατυπώνουν έναν συλλογισμό, κατώτερο του διανοητικού επιπέδου που διεκδικούν για τον εαυτό τους. Αναφερόμενοι στις ελληνικές αμυντικές δαπάνες γράφουν: «Σε σημερινές τιμές, έχουμε δαπανήσει συνολικά κοντά στα 400 δισ. ευρώ (όσο ακριβώς είναι σήμερα το δημόσιο χρέος)! Είναι λοιπόν πιθανό η κούρσα εξοπλισμών, που ξεκίνησε λόγω της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα, να έχει κοστίσει μέχρι σήμερα περισσότερο από το όποιο προσδοκώμενο κέρδος θα μας απέφεραν τυχόν πλουτοπαραγωγικοί πόροι της υφαλοκρηπίδας».
Τί να πρωτοσχολιάσει κανείς! Εάν πιστεύουν οι “τέσσερις” ότι το ελληνοτουρκικό πρόβλημα αφορά αποκλειστικά και μόνο την υφαλοκρηπίδα, πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί η Άγκυρα γεμίζει το καλάθι της όλα αυτά τα χρόνια με μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την υφαλοκρηπίδα, με πιο χαρακτηριστικές τις “γκρίζες ζώνες”, το casus belli και την αποστρατιωτικοποίηση. Και μην μας πουν ότι έθεσε αυτές τις απαιτήσεις μόνο για διαπραγματευτικούς λόγους, για να πάρει περισσότερη υφαλοκρηπίδα.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία αναπτύσσει με αξιοσημείωτη συνέπεια μία στρατηγική επεκτατικής πίεσης με σκοπό τη συρρίκνωση του Ελληνισμού. Πρώτο βήμα ήταν να διαλύσει την ελληνορθόδοξη μειονότητα σε Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο, με κορυφαίο το πογκρόμ του 1955. Δεύτερο βήμα ήταν να εγείρει αξιώσεις διχοτόμησης στην Κύπρο, με αποτέλεσμα την εισβολή του 1974 και όσα ακολούθησαν. Τρίτο βήμα όταν την ίδια περίοδο η Άγκυρα άρχισε να εγείρει επεκτατικές αξιώσεις στο Αιγαίο με όχημα και αιχμή την υφαλοκρηπίδα, αλλά με στόχο τη διχοτόμησή του και τον εγκλωβισμό των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου σε θάλασσα τουρκικής δικαιοδοσίας. Και όπως είναι γνωστό, από τότε γεμίζει το καλάθι των επεκτατικών διεκδικήσεών με νέες.
Δεν μπορώ να αποφανθώ εάν οι αρθρογράφοι πραγματικά πιστεύουν το παραμύθι τους ότι το ελληνοτουρκικό πρόβλημα περιορίζεται στην υφαλοκρηπίδα, ή απλώς σερβίρουν αυτό το “επιχείρημα”, επειδή εξυπηρετεί την άποψή τους για την ακολουθητέα πολιτική. Πάντως, ξεπέφτουν σε επιχειρήματα που λένε στα καφενεία κάποιοι του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ: «Αν αυτό το ποσό επενδυόταν στο κράτος πρόνοιας, στις υποδομές και σε άλλους κοινωφελείς σκοπούς, θα μπορούσε να παραγάγει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα σε οικονομία και κοινωνία».
Προφανώς, λόγω της τουρκικής απειλής η Ελλάδα έχει πολύ μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες από όσες θα είχε εάν δεν απειλείτο. Δεν θα ήταν, όμως, κράτος χωρίς ένοπλες δυνάμεις, ακόμα και μόνο λόγω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ. Εκτός κι αν οι αρθρογράφοι προτείνουν αποστρατιωτικοποιημένη Ελλάδα! Άρα, οι υπολογισμοί τους για 400 δισ. και η πρόταση για διοχέτευσή τους σε κοινωφελείς σκοπούς, εκτός από το ότι διεκδικούν πρωτείο φθηνού λαϊκισμού, είναι και εκτός ΝΑΤΟϊκής πραγματικότητας, για την οποία κατά τα άλλα ενδιαφέρονται σφόδρα.
Και σαν να μην έφθαναν τα παραπάνω, οι “τέσσερις” ρίχνουν στο τραπέζι και μία αυθαιρεσία: «Επιπλέον, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης». Ούτε οι πιο φανατικοί της “πράσινης μετάβασης” δεν λένε τόσο μεγάλες ανοησίες. Είναι κοινός τόπος για όσους έχουν επαφή με την πραγματικότητα ότι και το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα κυριαρχούν στην αγορά της ενέργειας για αρκετές δεκαετίες ακόμα, ακόμα κι αν περάσουμε στο υδρογόνο.
Γραμμές βάσης και επέκταση
Οι αρθρογράφοι έχουν δίκιο ότι «όσο δεν οριοθετούμε, δεν έχουμε τίποτα πέραν των 6 ν.μ. κυριαρχίας». Ομολογούν επίσης ότι «υπάρχουν βάσιμες ενστάσεις στη διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία λόγω της καθ’ υποτροπήν παραβατικότητάς της, καθώς επίσης εκφράζουν εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσον η Άγκυρα θα δεχτεί ποτέ μια επίλυση που θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο. Το πρόβλημα με τις αναλύσεις αυτές δεν είναι ότι έχουν άδικο στην επιχειρηματολογία τους, αλλά πως αδυνατούν να προτείνουν μια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική. Κατασκευάζουν άρτια επιχειρήματα μεν, μη διευθέτησης δε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η ακινησία».
Σπεύδουν, μάλιστα, να αποδομήσουν οποιαδήποτε ελληνική αντίδραση, χαρακτηρίζοντάς τες συλλήβδην και εξ καθέδρας «κατά κανόνα άστοχες, μη ρεαλιστικές, έως και επικίνδυνες. Η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια έχει βασίσει τη στρατηγική της στο διεθνές δίκαιο και οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις αρχές μας θα αποτελέσει στρατηγικό λάθος. Μονομερείς ενέργειες από πλευράς μας θα δικαίωναν τις τουρκικές αντιδράσεις, θα εξομοίωναν τις συμπεριφορές και θα μετέφεραν τη διαδικασία επίλυσης από το “πεδίο του δικαίου” (όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα) στο “πεδίο της ισχύος”».
Θα είχε ενδιαφέρον οι “τέσσερις” να μας πουν π.χ. γιατί η Ελλάδα δεν έχει κλείσει τους κόλπους με γραμμές βάσης, γιατί δεν έχει ανακηρύξει ΑΟΖ και συνεχίζει να μιλάει για υφαλοκρηπίδα (όπως και οι ίδιοι), γιατί δεν επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια; Όλα τα παραπάνω είναι ενέργειες απολύτως συμβατές με το διεθνές δίκαιο. Και εάν για την επέκταση στα 12 μίλια επικαλεστούν το casus belli, θα ομολογήσουν ότι η Ελλάδα έχει υποκύψει στον τουρκικό εκβιασμό, δηλαδή στην τουρκική ισχύ.
Προς θεού, μην ενοχλήσουμε το “θηρίο”
Οι “τέσσερις” γράφουν: «Η Τουρκία δεν είναι μόνο “επίμονος αντιρρησίας” για την αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν των 6 ν.μ., αλλά και σε κάθε ελληνική μονομερή ενέργεια, στην οποία θα αντιδράσει έμπρακτα για να “παγώσει” την άσκηση δικαιώματος υφαλοκρηπίδας ή την ανακήρυξη ΑΟΖ. Μια τέτοια ενέργεια περιμένει η Τουρκία για να ισχυριστεί ότι υψώνουμε ένα “σιδηρούν παραπέτασμα” εις βάρος της ώστε να δικαιολογήσει τυχόν απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων ως δήθεν αναγκαστική αντίδραση/επιλογή, δείχνοντας προς τον ξένο παράγοντα ότι την ευθύνη της κλιμάκωσης φέρει η ελληνική πλευρά».
Τί μας λέει ο “ποιητής”; Ουσιαστικά να μην κάνουμε τίποτα! Να μην επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) στα 12 μίλια πουθενά! Επίσης, να μην ανακηρύξουμε ΑΟΖ! Δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπερδεύουν την ανακήρυξη με την μονομερή οριοθέτηση ΑΟΖ. Μάλλον το φοβικό σύνδρομο τούς έχει κυριαρχήσει τόσο που θεωρούν ότι η αναγκαία επιστολή στον ΟΗΕ για να έχει μία χώρα ΑΟΖ, συνιστά “τετελεσμένο”!
Προσωπικά δεν θεωρώ εύκολη απόφαση την επέκταση στα 12 μίλια παντού, αλλά αφού (κακώς) αποφασίσαμε να διαπραγματευθούμε με την Άγκυρα (από το 2002-03) για ένα δικαίωμα που –σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο– ασκείται μονομερώς, θεωρώ απαράδεκτο ότι δεν επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια σε όλες τις θαλάσσιες περιοχές, εκτός των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, για τα οποία και προβάλει αιτιάσεις η Τουρκία. Ποιος, λοιπόν, πάσχει από «μυωπία σε στρατηγικό, αλλά και τακτικό επίπεδο»;
Εξισώνουν “διεκδίκηση” με “δικαίωμα”!
Οι αρθρογράφοι διαπράττουν στη συνέχεια μία κουτοπονηριά, εξισώνοντας τη “διεκδίκηση” με το “δικαίωμα”. Γράφουν: «Εάν επιμείνουμε στη διεκδίκηση (ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας) θεωρώντας –εσφαλμένα σε μη οριοθετημένη περιοχή– ότι συνιστά δικαίωμα θα οδηγηθούμε στο δίλημμα είτε να ανεχόμαστε κατ’ εξακολούθηση καταπάτηση “δικαιώματος” είτε να εμπλακούμε σε σύγκρουση προκειμένου να το προασπίσουμε». Προφανώς, η Ελλάδα διεκδικεί οριοθέτηση ΑΟΖ με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, χωρίς αυτό επουδενί να σημαίνει ότι διεκδικώντας την κατοχυρώνει. Για να κατοχυρωθεί απαιτείται συμφωνία οριοθέτησης.
Οι “τέσσερις” χρησιμοποιούν ένα κλασικό κόλπο για να πλήξουν την αντίθετη άποψη, αποδομώντας τη “γελοιογραφία” της! «Δεδομένων των ζωτικών συμφερόντων της Δύσης στην περιοχή, η χρήση βίας ή ακόμα και συγκεκριμένες μονομερείς ενέργειες από πλευράς μας θα οδηγούσαν σε στρατηγική απομόνωση, απώλεια της “έξωθεν καλής μαρτυρίας” και σε κάποιο βαθμό νομιμοποίηση των τουρκικών αντιδράσεων». Μήπως η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες και πολύ περισσότερο γεωτρήσεις σε περιοχές που διεκδικεί και δεν το γνωρίζουμε; Ούτε κανείς σοβαρός δεν έχει υποστηρίξει το αντίθετο. Αντιθέτως, είναι η Τουρκία που έχει πραγματοποιήσει συστηματικές σεισμικές έρευνες σε δυνητική ελληνική ΑΟΖ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Oruc Reis έξω από το Καστελλόριζο.
Επιπροσθέτως, μας λένε (στο προαναφερθέν απόσπασμα) ότι και μόνο η διεκδίκηση είναι συνταγή ή ταπείνωσης ή σύγκρουσης. Εάν είναι έτσι κ.κ. Αλ. Διακόπουλε, Π. Λιάκουρα, Κ. Υφαντή και Κ. Φίλη, πείτε το ευθέως ότι δεν πρέπει να διεκδικούμε ούτε όσα μας επιτρέπει να διεκδικούμε το διεθνές δίκαιο. Αυτό, όμως, ισοδυναμεί με παραίτηση, η οποία με τη σειρά της εμμέσως πλην σαφώς συνεπάγεται εγκατάλειψη δυνητικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην Τουρκία.
Αύριο το δεύτερο μέρος του άρθρου.