Οι Τούρκοι βομβάρδιζαν και η εντολή ήταν να μην ανταποδίδονται τα πυρά!
24/07/2023Πολλές είναι οι προφορικές μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες ακόμη και μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής, την 20η Ιουλίου 1974, χουντικοί αξιωματικοί διαβεβαίωναν ότι πρόκειται για στρατιωτική άσκηση, ακόμα και όταν οι Τούρκοι βομβάρδιζαν! Αυτό αναφέρεται με μαρτυρίες και στο πόρισμα για το Φάκελο της Κύπρου της Ελληνικής Βουλής. Αυτή η στάση της χούντας και των ανθρώπων της στην Κύπρο, της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’, ήταν μέρος της στάσης, που είχε συμφωνηθεί και εντασσόταν στο σχέδιο παράδοσης της Κύπρου στην Τουρκία.
Σύμφωνα με το πόρισμα, ακόμα και όταν είχε πια εκδηλωθεί η τουρκική απόβαση, η πραξικοπηματική ηγεσία του ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) καθησύχαζε τους επικεφαλής των διαφόρων τμημάτων και μονάδων της Ε.Φ. (Εθνική Φρουρά) πως πρόκειται για ασκήσεις εκφοβισμού και εντυπώσεων. Και όμως νωρίς το πρωί του Σαββάτου, 20 Ιουλίου όλα είχαν ξεκινήσει:
- Ο Κοσμαδόπουλος, πρέσβης της Ελλάδας στην Άγκυρα, κλήθηκε στις 5.45′ το πρωί στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών και ενημερώθηκε από τον Γκιουνές για την έναρξη της τουρκικής αποβατικής επιχείρησης. Ο Κοσμαδόπουλος ενημέρωσε αμέσως με κρυπτογραφημένο επείγον σήμα στις 6.15′ το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.
- Ήδη στο Πέντε Μίλι στην Κερύνεια γινόταν απόβαση.
- Το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό από την τουρκική αεροπορία, όπως και άλλοι στρατιωτικοί στόχοι.
Ο Μπονάνος γνώριζε
Την ίδια ώρα, στην Αθήνα, ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, Γρηγόρης Μπονάνος, γνώριζε από τις 6.10′ το πρωί της 20ής Ιουλίου για την έναρξη της τουρκικής απόβασης, όμως, σύμφωνα με την κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων μέχρι και τις 8.00′ π.μ., που συγκλήθηκε το Πολεμικό Συμβούλιο, επιτελούσε άλλα καθήκοντα! Μετά τις 10.00′ π.μ. δόθηκαν τελικές διαταγές εφαρμογής σχεδίων απόκρουσης της στρατιωτικής επέμβασης της Τουρκίας.
Ολόκληρη τη μέρα δεν επικοινώνησε με το ΓΕΕΦ, γιατί δεν ήταν δικό του έργο να επικοινωνήσει! Ανέφερε τα εξής στην κατάθεσή του: «Πηγαίνοντας στο ΑΕΔ το πρωί της εισβολής δεν επικοινώνησα με την Κύπρο. Δεν ήταν έργο δικό μου να επικοινωνήσω με το ΓΕΕΦ. Είχα άλλα ιεραρχήσει να κάμω. Δεν πήρα όλη τη μέρα της 20ής Ιουλίου 1974 το ΓΕΕΦ. Με πήραν όμως αυτοί».
Περαιτέρω, ανέφερε τα εξής: Είχε αποφασισθεί να σταλεί το πλοίο “Ρέθυμνο”, το οποίο θα μετέφερε το 513 Τάγμα Πεζοναυτών, μία ίλη αρμάτων και μερικά ερπυστριοφόρα μεταφοράς προσωπικού, όμως διέταξε την επιστροφή του στη Ρόδο, όταν ενημερώθηκε ότι έξω από τη Λεμεσό περιπολούν τρία αντιτορπιλικά. Την 21η Ιουλίου διετάχθη μία Μοίρα Καταδρομών να μεταφερθεί με αεροσκάφη της Ολυμπιακής, αλλά επικαλέστηκαν μηχανικά προβλήματα και παρέμειναν καθηλωμένα στο Καστέλι της Κρήτης. Τελικά, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε μηχανική βλάβη, αλλά η καθήλωση ήταν αποτέλεσμα της απροθυμίας των αξιωματικών της μοίρας να συνεχίσουν το ταξίδι προς την Κύπρο. Παρ’ όλα αυτά, δε λήφθηκε κανένα μέτρο εναντίον των αξιωματικών.
Ο Αρχηγός Ναυτικού Πέτρος Αραπάκης στην κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων, αλλά και στο βιβλίο που κυκλοφόρησε με τίτλο “Το τέλος της σιωπής” (εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2000) αναφέρει: «Διετάχθησαν να μετασταθμεύσουν στην Κρήτη σύγχρονα βομβαρδιστικά τύπου Φάντομ F‐4Ε. Το πρώτο σμήνος προσγειώθηκε στο Ηράκλειο στις 11.00 π.μ. της 22ας Ιουλίου και το δεύτερο σμήνος τρεις ώρες αργότερα. Τα αεροσκάφη ήταν επανδρωμένα από ικανούς πιλότους οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί για έξι μήνες στην Αμερική και ήταν εξοπλισμένα με καταστροφικά όπλα του 6ου Αμερικανικού Στόλου, τα οποία είχαν αφαιρεθεί αυθαίρετα από τις αποθήκες του ΝΑΤΟ στη Σούδα και είχαν παραδοθεί στην αεροπορία.
»Τα αεροσκάφη ήταν πανέτοιμα και τα πληρώματα δεμένα μέσα στα αεροσκάφη εν αναμονή διαταγών απογείωσης και προσβολής. Δεν το επιθυμούσε όμως ο ΑΕΔ (Μπονάνος), ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις επιχειρήσεις στην περιοχή της Κύπρου. Τα δύο σύγχρονα υποβρύχια “Γλαύκος” και “Νηρεύς”, τα οποία έπλεαν στις 19 Ιουλίου στην περιοχή της Ρόδου, με εντολή του Αρχηγού Ναυτικού να προσβάλουν τον τουρκικό αποβατικό στόλο σε περίπτωση εισβολής στην Κύπρο, κλήθηκαν με εντολή του ΑΕΔ Μπονάνου να επιστρέψουν στη βάση τους».
Αναφέρει χαρακτηριστικά και τα εξής ο Αραπάκης: «Η επιμονή του Μπονάνου να επιστρέψουν τα υποβρύχια βασίστηκε ακριβώς στο γεγονός ότι δεν είχε εκδώσει διαταγή να κατευθυνθούν στην Κύπρο, διότι δεν επιθυμούσε την αποστολή τους. Επιθυμούσε και απαιτούσε να γυρίσουν και τα γύρισε. Γίνεται αντιληπτό ότι μια συνδυασμένη επίθεση όλων αυτών των σύγχρονων όπλων το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου θα σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή της τουρκικής αποβατικής δύναμης πριν από την κατάπαυση του πυρός. Αν είχε γίνει η επίθεση, η εξέλιξη των πραγμάτων θα ήταν τελείως διαφορετική, και στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και κάτι πολύ πιο σημαντικό: διαφορετικό θα ήταν το παρόν και το μέλλον της Κύπρου».
Τουρκική παραδοχή!
Είναι προφανές από τις καταθέσεις ότι καθένας έσπευδε να σώσει το εαυτόν του και να αποποιηθεί ευθυνών. Ευθύνες, οι οποίες ήταν συλλογικές και ασήκωτες. Κατά την ανάκριση ο συλληφθείς την 31η Ιουλίου 1974 Τούρκος ταγματάρχης, Μουσταφά Τσεντινέλ, διοικητής του τάγματος αρμάτων της 28ης Μεραρχίας, ανέφερε ότι η μονάδα του δεν διέθετε αντιαεροπορικά, γιατί οι διαβεβαιώσεις που είχε από τη διοίκηση της μεραρχίας ήταν πως δε θα υπήρχε προσβολή από εχθρικά αεροσκάφη.
Ο Μιχαήλ Γεωργίτσης, αρχηγός του πραξικοπήματος, στην κατάθεσή του στη Βουλή (2.7.1986) ανέφερε τα εξής: «Όταν στις 13 Αυγούστου επέστρεψα στην Αθήνα, πληροφορήθηκα από επιτελείς ότι ο Μπονάνος τούς είχε πει: “Να τους αφήσουμε τους Τούρκους για λόγους τιμής‐γοήτρου να ακουμπήσουν κάπου στην περιοχή της Κερύνειας”. Ιδίαν όμως αντίληψη αυτού δεν έχω».
Σημειώνεται ότι η αναφορά Γεωργίτση συνάδει πλήρως με τα όσα είχαν λεχθεί στη διάρκεια της συνεδρίασης του Στρατιωτικού Συμβουλίου, όταν ο Ιωαννίδης, απαντώντας σε ερώτηση του Ανδρουτσόπουλου, είπε «οι Τούρκοι θα βγούνε στην Κερύνεια. Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι το κάνουν». Και στην ερώτηση αν θα τους σταματήσουν απάντησε: «Μα θα τους σταματήσουμε μετά. Αφού πάρουν το λιμάνι, την Κερύνεια κι ενώσουν τη Λευκωσία, θα σταματήσουν. Γι’ αυτό είμαστε σίγουροι» (Αλέξη Παπαχελά, “Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974”). Ο Γεωργίτσης, πάντως, δεν μπορούσε να μην γνώριζε. Γνώριζε και πολύ καλά μάλιστα για το τι διαδραματίσθηκε, γιατί ήταν στην Κύπρο και έζησε από κοντά τα όσα είχαν συμβεί και είχε ρόλο.
Η κατάθεση Σημαιοφορίδη
Σημαντική και αρκούντως διαφωτιστική ήταν η μαρτυρία του τότε Ελλαδίτη λοχαγού Αλέξανδρου Σημαιοφορίδη, ο οποίος ήταν επικεφαλής του κλιμακίου της ΚΥΠ/Ε στην Κερύνεια την περίοδο 1969-1974. Ο τότε λοχαγός ανέφερε στην κατάθεση του στην Εξεταστική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου της Βουλής: «Από τον Απρίλιο του 1974 το κλιμάκιο της ΚΥΠ/Ε στην Κερύνεια ενημέρωνε αρμοδίως όλες τις προϊστάμενες υπηρεσίες (ΓΕΕΦ, ελληνική πρεσβεία, ΑΕΔ, ΚΥΠ/Ε στην Αθήνα) για ασυνήθιστες δραστηριότητες του Τουρκικού Στρατού στα παράλια απέναντι από την Κύπρο. Οι δραστηριότητες περιλάμβαναν αποβατικές ασκήσεις όλων των συνταγμάτων της 39ης Μεραρχίας, μετακίνηση δυνάμεων στην περιοχή Μερσίνας, απαγόρευση μετακίνησης των αξιωματικών χωρίς έγκριση, εφοδιασμό των μονάδων με υλικά εκστρατείας κ.ά. Όμως κανένας δεν ανησυχούσε και κανένας δε ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση.
»Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες διαβιβάζονταν στα ανώτερα κλιμάκια, τόσο στο ΓΕΕΦ όσο και στο ΑΕΔ, δεν υπήρχε η ανάλογη αντίδραση. Σε καμία περίπτωση δε ζήτησαν πρόσθετες διευκρινίσεις, όπως έπρατταν στο παρελθόν σε περιπτώσεις ασκήσεων μικρότερης έκτασης και διάρκειας. Μετά το πραξικόπημα δεν έδωσαν πρόσθετες οδηγίες ή εντολές για εντατικοποίηση των παρακολουθήσεων, παρά τις έκδηλες προετοιμασίες της Τουρκίας για εισβολή. Την Τετάρτη, 17 Ιουλίου 1974, πραγματοποιήθηκε στη Μερσίνα σύσκεψη ανωτάτου επιπέδου, στην οποία έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, οι διοικητές του 6ου Σώματος Στρατού και της 39ης Μεραρχίας, ενώ αμέσως μετά άρχισαν οι προετοιμασίες για την απόβαση με τη συγκρότηση της αποβατικής δύναμης».
Περαιτέρω, ο διοικητής του 230ού Συντάγματος Πεζικού συνταγματάρχης Νεζίχ Σιράλ αναφέρει στις αναμνήσεις του για το 1974: «Τελικά, στις 25 Μαΐου 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή. Ανακλήθηκαν οι άδειες. Στο σύνταγμα και στη μεραρχία και σε κάποιες μονάδες κλήθηκαν πίσω οι στρατιώτες οι οποίοι υπηρετούσαν στη διοίκηση. Πήραμε μέτρα κατά της κατασκοπείας και για την ασφάλεια. Περιορίσαμε τις επισκέψεις για τους στρατιώτες. Στις 18 Ιουνίου του 1974 κάναμε ασκήσεις με το Τάγμα Ελικοπτέρων του 2ου Σώματος Στρατού. Στις 19 και 20 Ιουνίου κάναμε όλη μέρα ασκήσεις για τη φόρτωση εφοδίων και βαρέως εξοπλισμού». Παρά το γεγονός ότι οι τουρκικές προετοιμασίες ήταν εν πολλοίς ορατές, καμία κίνηση δεν γινόταν από τους χουντικούς. Επικεντρώθηκαν στον “εσωτερικό εχθρό” και όχι στον τουρκικό κίνδυνο, τον οποίο συστηματικά υποβάθμιζαν.
Στην κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων (3.7.1986) ο τότε αρχηγός ΓΕΕΦ στρατηγός Γ. Ντενίσης ανέφερε ότι από τις αρχές Ιουλίου τόσο το ΓΕΕΦ όσο και το ΑΕΔ και η ελληνική κυβέρνηση γνώριζαν για τις απειλές της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα χρόνια πριν από το 1974 δεν έγιναν ασκήσεις επιστράτευσης και δεν πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις απόκρουσης εχθρικής αποβατικής ενέργειας. Η συντήρηση των πολυβολείων και πυροβολείων στην ακτογραμμή της Κερύνειας ήταν ελλιπής και υποτυπώδης. Δεν πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις συνεργασίας των διάφορων τμημάτων της Εθνικής Φρουράς. Το πρόβλημα αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.
Έδιναν διαβεβαιώσεις
Για την ιστορία θα πρέπει να αναφερθεί πως την 19η Ιουλίου σε σπίτι γνωστού χουντικού, στελέχους της ΕΟΚΑ Β’, επιχειρηματία γνωστού και για τις διασυνδέσεις του με τους Αμερικανούς, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην οποία έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, ο οικοδεσπότης και οι εξ Ελλάδος αφιχθέντες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Οι χουντικοί αξιωματικοί διαβεβαίωναν επίμονα τους Κύπριους συνομιλητές τους ότι δεν πρόκειται να υπάρξει από πλευράς της Τουρκίας οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια. Οι διαβεβαιώσεις αυτές δόθηκαν και σε νέα σύσκεψη το βράδυ της ίδιας ημέρας.
Από τους παρευρισκόμενους της πρωινής κουβέντας, το βράδυ συμμετείχαν κι άλλα στελέχη της ΕΟΚΑ Β’, ενώ οι εξ Ελλάδος ήταν οι ίδιοι. Μάλλον κοροϊδευόντουσαν ομαδικώς. Τα τουρκικά σκάφη είχαν ξεκινήσει και κατευθύνονταν προς τα βόρεια παράλια της Κύπρου. Δεν το γνώριζαν από τις μυστικές υπηρεσίες, δεν άκουγαν ξένα ΜΜΕ; Το παιχνίδι ήταν στημένο και τόσο οι χουντικοί εξ Ελλάδος όσο και οι Κύπριοι γνώριζαν τι θα ακολουθούσε.
Ο ταξίαρχος του Εφεδρικού Ευτύχιος Σαλάτας υπήρξε αποκαλυπτικός για τη συνάντηση που είχε μαζί με άλλους αξιωματικούς του Εφεδρικού Σώματος με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, την Πέμπτη 11 Ιουλίου 1974. Ο Σαλάτας μίλησε στο δημοσιογράφο Παύλο Παύλου και η μαρτυρία του περιλήφθηκε στο βιβλίο “Μνήμη και Τιμή, Πεσόντες και Αγνοούμενοι του Λυθροδόντα” (Παύλος Κ. Παύλου, σελ. 460, 461, 462, Λευκωσία 2016).
Αναφέρει στη συνέντευξή του:
- Δηλαδή, υπήρχαν σαφείς πληροφορίες για πραξικόπημα.
Βέβαια. Ζητήσαμε και είχαμε συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο. Ήταν Πέμπτη, πριν τη Δευτέρα που έγινε το πραξικόπημα. Ήμασταν οι πέντε που πηγαίναμε πάντα, εγώ, ο Πανταζής, ο Παστελλόπουλος, ο Παπακώστας και ο Βαρναβίδης. Εκεί, καθώς περιμέναμε, βλέπω τον Σάββα Κωνσταντόπουλο (είχε στενές σχέσεις με τη δικτατορική κυβέρνηση), να βγαίνει από το γραφείο του Αρχιεπισκόπου. Τους λέω, «τούτος ήρθε από την Ελλάδα, κάποιο μήνυμα θα έφερε».
Έτσι, όταν μπήκαμε και κάτσαμε, πήρα τον λόγο και του λέω: «Μακαριότατε, κοιτάξτε, δεν ξέρω από πού παίρνετε πληροφορίες, ίσως από πιο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, δεν ξέρω, οι πληροφορίες που έχουμε εμείς όμως είναι ότι θα γίνει πραξικόπημα». Η απάντησή του: «Όχι, Ευτύχη, δεν θα γίνει». «Μακαριότατε, θα γίνει πραξικόπημα». «Όχι, θα κάνουν απόπειρα εναντίον της ζωής μου».
Επιμέναμε εμείς, επέμενε και εκείνος. Του λέω, «Μακαριότατε, εντάξει, εν τοιαύτη περιπτώσει θα σας κάνω μια εισήγηση. Πρώτα-πρώτα να σταματήσετε να πηγαινοέρχεστε από την Αρχιεπισκοπή στο Προεδρικό. Να μένετε μόνο στην Αρχιεπισκοπή ή μόνο στο Προεδρικό. Δεν γίνεται, εφόσον απειλείται η ζωή σας, να πηγαινοέρχεστε όλη μέρα στους δρόμους. Δεύτερον, αμέσως να αντικαταστήσετε τον διοικητή των αρμάτων. Τρίτον, να μην πάτε στο Τρόοδος το Σαββατοκύριακο. Να μείνετε στη Λευκωσία. Εφόσον θα γίνει απόπειρα εναντίον σας, να μην πάτε στο Τρόοδος. Και τέταρτον, να βγάλετε διαταγή προς το ΓΕΕΦ και να τους λέτε ότι μέχρι τις 20 Ιουλίου απαγορεύεται οποιαδήποτε άσκηση. Απαγορεύεται η έξοδος των στρατιωτών ομαδικά έξω από τα στρατόπεδα. Εάν κάνετε οτιδήποτε, θα θεωρηθεί επίθεση κατά της Κυβέρνησης». Επέμενε μέχρι το τέλος ότι δεν θα γινόταν πραξικόπημα και ότι θα γινόταν απόπειρα κατά της ζωής του.
Τελικά, το Σάββατο πήγε στο Τρόοδος. Εμείς τότε αποφασίσαμε και τοποθετήσαμε ένα λόχο στους δρόμους, άλλον ένα στείλαμε στο Βαρώσι, του Παπακώστα, και είχαμε ακόμα ένα στη Λάρνακα ή στη Λεμεσό, δεν θυμάμαι. Μέσα στο Εφεδρικό δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν οι γραφείς και ήρθαν εκείνη την ημέρα και νεοσύλλεκτοι για να πάρουν τις στολές τους. Όμως εμείς εκείνες τις μέρες, δηλαδή από την Πέμπτη που συναντήσαμε τον Αρχιεπίσκοπο, κάθε μέρα, ήμασταν σε επιφυλακή και κατασκοπεύαμε όλα τα στρατόπεδα τα βράδια. Την Κυριακή ήμουν και εγώ έξω, κάθε νύχτα ήμουν έξω, και εμείναμε έως η ώρα 6 το πρωί. Τελικά το πραξικόπημα εκδηλώνεται η ώρα 8.20 το πρωί, της Δευτέρας 15 Ιουλίου 1974.