Παγίδα για την Ελλάδα τα σούπερ σοφιστικέ όπλα
23/01/2023Μια επανάσταση δεν προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από εξελίξεις, όσο γρήγορες και έντονες και αν είναι αυτές. Προκύπτει και από την αδράνεια. Για την ακρίβεια, επαναστάσεις πολλές φορές οφείλονται στην ασυμμετρία που προκύπτει όταν έχουμε έντονες και μεγάλες αλλαγές σε κάποια μέρη ενός συστήματος, ενώ κάποια άλλα μένουν στάσιμα ή εξελίσσονται αργά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και προκύπτουν εκρηκτικές αλλαγές.
Αν λοιπόν ένα σύστημα είναι ένα σύνολο αλληλεπιδρούντων μερών που βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους, συνθέτοντας μια ενότητα, όταν η ισορροπία αυτή διαταραχθεί εξαιτίας μεγάλων και γρήγορων αλλαγών σε κάποια μέρη του συστήματος, ενώ σε κάποια άλλα υπάρχει στασιμότητα ή βραδυπορία, τότε προκύπτει μια δυσαρμονία που επιλύεται δια μιας βίαιης αλλαγής. Μιας επανάστασης.
Αυτό συνέβη στη Γαλλία πριν την Γαλλική Επανάσταση, αυτό συνέβη στη Ρωσία πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου οι έντονες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί, δεν μπορούσαν πλέον να συμβαδίσουν με τις πολιτικές και κοινωνικές δομές των χωρών αυτών. Πολλές φορές, βέβαια, τα δυσαρμονικά στοιχεία αυτά μέσα στο σύστημα συνεχίζουν να συμβιώνουν χωρίς να υπάρχει θραύση της ισορροπίας. Δεν προκύπτει κάποια εκρηκτική αλλαγή.
Οι όποιες αλλαγές γίνονται σταδιακά και λιγότερο ή περισσότερο ήπια. Ένας άλλος παράγοντας που ευνοεί την επανάσταση είναι όταν το σύστημα εν συνόλω καλείται να αντιμετωπίσει μια έντονη και απότομη εξωτερική αλλαγή. Να λειτουργήσει μέσα σε ένα νέο και απαιτητικό περιβάλλον. Σε αυτήν την περίπτωση οι δυσαρμονίες έρχονται στην επιφάνεια και προκύπτει θραύση της ισορροπίας. Αυτό έκανε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Ρωσία.
Η σημερινή στρατιωτική επανάσταση
Είναι πολύ πιθανόν ότι σήμερα βρισκόμαστε σε μια παρόμοια κατάσταση όσον αφορά την πολεμική τεχνολογία και γενικότερα την τέχνη και επιστήμη του πολέμου. Στο βιβλίο μου “Η Νέα Στρατιωτική Επανάσταση και η Ελληνική Αμυντική Στρατηγική”, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη, υποστηρίζω ότι σήμερα βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας στρατιωτικής επανάστασης, η οποία αποτελεί τη σύνθεση μιας σειράς επιμέρους επαναστάσεων.
Αναφέρω συγκεκριμένα την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, την λεγόμενη “πυραυλική επανάσταση” (missile revolution), την ενεργειακή επανάσταση και την επαναφορά στα στρατηγικά δρώμενα της περιβόητης “Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις” (RMA), που κυριαρχούσε στη συζήτηση περί πολεμικής τεχνολογίας και επιστήμης στα τέλη της δεκαετίας του 90, για να περάσει μετά στο παρασκήνιο. Αυτό συνέβη εξαιτίας του εγκλωβισμού των ΗΠΑ στον αδιέξοδο “Πόλεμο Ενάντια στην Τρομοκρατία”, για τη διεξαγωγή του οποίου δεν χρειαζόταν το μεγαλύτερο ποσοστό των μαγικών τεχνουργημάτων της RMA.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που διαμορφώνει τη σημερινή στρατιωτική επανάσταση. Και αυτό δεν είναι εξέλιξη, αλλά άρνηση εξελίξεων. Συγκεκριμένα, στον αντίποδα της επιτάχυνσης των εξελίξεων σε τομείς όπως είναι η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη έχουμε την επιβράδυνση, σχεδόν μέχρι παράλυσης, στην εξέλιξη των “παραδοσιακών” οπλικών συστημάτων, όπως είναι πολεμικά πλοία, αεροσκάφη και άρματα μάχης.
Η επιβράδυνση αυτή προκύπτει από την τεράστια αύξηση στο κόστος παραγωγής και συντήρησης και στην ακόμη μεγαλύτερη αύξηση στους χρόνους κατασκευής των συστημάτων αυτών. Αυτή η παράλυση προκαλεί μια εκρηκτική δυσαρμονία με την ταχύτατη είσοδο στην πολεμική διαδικασία συστημάτων, όπως μικρών ρομποτικών αεροχημάτων, τα οποία απειλούν με ασύμμετρο τρόπο τις “παραδοσιακές” πολεμικές μηχανές, ιδιαίτερα σε παρατεταμένες συγκρούσεις φθοράς, όπως είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία.
O πόλεμος αλλάζει τα δεδομένα
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο παρατεταμένος πόλεμος που ακολούθησε ήταν το καταλυτικό γεγονός που “ξεπάγωσε” την πολεμική διαδικασία, η οποία είχε μείνει στάσιμη στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ή ακόμη χειρότερα είχε οπισθοχωρήσει ακόμη περισσότερο, ολισθαίνοντας στις περιβόητες “Στρατιωτικές Επιχειρήσεις Εκτός του Πολέμου” (MOOTW) και αντιαντάρτικες επιχειρήσεις (COIN), δηλαδή ουσιαστικά στην άρνηση του πολέμου μεταξύ ομόλογων (peer) στρατιωτικών δυνάμεων.
Δεν είναι όμως μόνον ο πόλεμος στην Ουκρανία. Είναι και η άτυπη, πλην όμως υπαρκτή, σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στις Σινικές Θάλασσες και γενικότερα οι ανταγωνισμοί των μεγάλων και μεσαίων ευρασιατικών δυνάμεων, τόσο μεταξύ τους όσο, κυρίως, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα στη θαλάσσια ζώνη στην ευρασιατική περιφέρεια.
Από τη μία, λοιπόν, έχουμε μια νέα γεωπολιτική κατάσταση, στην οποία πρέπει να προσαρμοστεί η στρατιωτική ισχύς, καθώς και έντονες και γρήγορες αλλαγές σε κάποιους τομείς της στρατιωτικής τεχνολογίας και της επιστήμης του πολέμου ενώ, από την άλλη, παρατηρείται δραματική επιβράδυνση της εξέλιξης στα “παραδοσιακά” οπλικά συστήματα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επικίνδυνες δυσαρμονίες οι οποίες απειλούν να προκαλέσουν θραύση της ισορροπίας. Δηλαδή, να οδηγήσουν σε μια στρατιωτική επανάσταση.
41 πυρηνικά υποβρύχια “για την ελευθερία”
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δραματικής επιβράδυνσης στην εξέλιξη κρίσιμων οπλικών συστημάτων είναι αυτή της νέας γενεάς των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων μεταφοράς και εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων (SSBN), κλάσης Columbia, του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα υποβρύχια αυτά προβλέπεται να αντικαταστήσουν τα κλάσης Ohio και η σημασία τους είναι μεγάλη για την αμερικανική γεωστρατηγική, δεδομένου του ρόλου που παίζουν στο πυρηνικό ισοζύγιο με τη Ρωσία αλλά και την Κίνα. Το πρώτο Columbia ξεκίνησε να χτίζεται τον Οκτώβριο του 2020 και υπολογίζεται ότι θα τεθεί σε υπηρεσία το 2031, αν όλα πάνε καλά.
Οι συγκρίσεις με αντίστοιχα προγράμματα του παρελθόντος είναι καταλυτικές. Συγκεκριμένα, στο διάστημα μεταξύ 1 Νοεμβρίου 1958 και 20 Μαρτίου 1965 οι Ηνωμένες Πολιτείες κατασκεύασαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 41 πυρηνοκίνητα υποβρύχια μεταφοράς και εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων, τα περιβόητα “41 για την Ελευθερία” (41 for Freedom) πέντε διαδοχικών κλάσεων. Συγκεκριμένα των κλάσεων George Washington, Ethan Allen, Lafayette, James Madison και Benjamin Franklin. Και τα 41 αυτά υποβρύχια τέθηκαν σε υπηρεσία στο διάστημα μεταξύ 1959 και 1967, δηλαδή μόλις εννέα χρόνια από τη στιγμή που ξεκίνησε η κατασκευή του πρώτου.
Και ας μην μπει κανείς στον πειρασμό να υποστηρίξει ότι οι σημερινές τεχνολογίες είναι πιο πολύπλοκες, ώστε να δικαιολογούνται οι μεγάλες καθυστερήσεις. Στην πραγματικότητα μάλλον ισχύει το αντίθετο. Οι ναυπηγοί και οι μηχανικοί εκείνου του καιρού είχαν να διαχειριστούν πολλές νέες τεχνολογίες, με μεγάλες προκλήσεις, όπως ήταν η ενσωμάτωση των πυρηνικών αντιδραστήρων στα σκάφη, ενώ οι υποβρύχια εκτοξευόμενοι βαλλιστικοί πύραυλοι (SLBM), πρώτης γενεάς, που ήταν οι περιβόητοι Polaris, αποτελούσαν ένα τεχνολογικό θαύμα.
Παρεμπιπτόντως, στη διάρκεια της επιχειρησιακής τους ζωής, που διήρκησε, για τα τελευταία εξ αυτών, μέχρι το 2002, τα υποβρύχια αυτά εφοδιάστηκαν με τρεις διαφορετικούς πυρηνικούς πυραύλους. Τους UGM-27 Polaris των εκδόσεων A1, A2 και A3, τους UGM-73 Poseidon και τους UGM-96A Trident I (C4). Τα σημερινά αμερικανικά SSBN κλάσης Ohio μεταφέρουν μια βελτιωμένη έκδοση των Trident, τους UGM-133A Trident II (D5). Με άλλα λόγια και η εξέλιξη των πυραύλων ήταν πολύ πιο γρήγορη σε σχέση με σήμερα.
Επιπροσθέτως, για τον προσδιορισμό της θέσης τους τα πυρηνικότητα υποβρύχια των ΗΠΑ εκείνου του καιρού χρησιμοποιούσαν και το σύστημα SINS (Ships Inertial Navigation System), το οποίο έπαιρνε στοιχεία από τον χαρτογραφημένο πυθμένα, τον οποίο εξέταζε με το σόναρ του και εν συνεχεία προέβαλε τη θέση που “έβλεπε” με το σόναρ στον χάρτη που είχε αποθηκευμένο. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιήθηκε για να προσφέρει δεδομένα στοχοποίησης στους πυραύλους Polaris.
Ένα τιτάνιο έργο μέσα σε λίγα χρόνια…
Η χαρτογράφηση του θαλάσσιου πυθμένα ήταν ένα τιτάνιο έργο, με πολύ μεγάλες τεχνολογικές και άλλες προκλήσεις. Και όμως έγινε μέσα σε μερικά χρόνια. Τέλος, το πρώτο δορυφορικό σύστημα ναυτιλίας στις ΗΠΑ ήταν το Transit system του Αμερικανικού Ναυτικού, το οποίο κατέστη επιχειρησιακό το 1964.
Αναπτύχθηκε από το Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου John Hopkins και αποτελούνταν από επτά δορυφόρους που κινούνταν σε χαμηλές περιγήινες τροχιές (LEO), πάνω από τους πόλους. Το σύστημα αρχικώς αναπτύχθηκε έτσι ώστε να επιτρέπει στα SSBN να προσδιορίζουν τη θέση τους για να τροφοδοτούν εν συνεχεία με στοιχεία σκόπευσης τους υποβρύχια εκτοξευόμενους βαλλιστικούς πυραύλους που μετέφεραν.
Δεν ήταν λοιπόν μόνον τα υποβρύχια και οι πύραυλοί τους. Ήταν μια τεράστια τεχνολογική υποδομή που δημιουργήθηκε από το μηδέν μέσα σε μερικά χρόνια, παρ’ όλους τους περιορισμούς που υπήρχαν στην τεχνολογία εκείνης της εποχής. Και σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενόψει μιας νέας πυρηνικής εποχής, χρειάζονται έντεκα χρόνια για να φτιάξουν ένα και μόνο υποβρύχιο…
Το νέο ευρωπαϊκό μαχητικό
Η κατάσταση στα αεροπορικά συστήματα είναι παρόμοια. Οι τεράστιες καθυστερήσεις που έχει αντιμετωπίσει το πρόγραμμα του F-35 είναι χαρακτηριστικές. Ωστόσο και στην Ευρώπη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ευρωπαϊκού αεροπορικού συστήματος έκτης γενιάς, που θα προκύψει από το πρόγραμμα FCAS / SCAF. Στο πρόγραμμα αυτό συμμετέχουν η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία και έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια.
Μέσα στο 2022 οι συμμετέχουσες χώρες υπέγραψαν τα σχετικά συμβόλαια για τη Phase 1B του προγράμματος. Το κόστος αυτής της φάσης είναι 3,2 δις ευρώ και στόχος της είναι να καταλήξει στην ανάπτυξη ενός αεροσκάφους επίδειξης. Το αεροσκάφος αυτό θα κατασκευαστεί στη Phase 2 που θα ακολουθήσει και προβλέπεται να πρωτοπετάξει το 2029, ενώ αρχικώς προβλεπόταν για το 2027.
Η τελική σχεδίαση αναμένεται να ολοκληρωθεί κάποια στιγμή στη δεκαετία του 2030 και το σύστημα αναμένεται να ενταχθεί σε υπηρεσία στο διάστημα μεταξύ 2040 και 2045, αν και ο CEO της Dassault Eric Trappier δήλωσε ότι το 2050 είναι μια πιο ρεαλιστική ημερομηνία. Κάθε σχόλιο είναι περιττό…
Παρόμοια ή και χειρότερη είναι η κατάσταση στη Ρωσία, ενώ ακόμη και η Κίνα και οι άλλες χώρες της Ασίας αντιμετωπίζουν προβλήματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νοτιοκορεατικού μαχητικού αεροσκάφους 4.5 γενεάς, KF-21 της ΚΑΙ, το οποίο ξεκίνησε να αναπτύσσεται ως KFX το 2001 και ελπίζεται να αρχίσει να τίθεται σε παραγωγή το 2026.
Άρα, λοιπόν δεν είναι πρόβλημα κάποιας ή κάποιων χωρών.
Είναι δομικό πρόβλημα των “παραδοσιακών” οπλικών συστημάτων, τα οποία φαίνεται ότι αγγίζουν τα όρια της εξέλιξής τους. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, την οποία η ελληνική αμυντική στρατηγική οφείλει να εξετάσει και να αντιμετωπίσει, αλλιώς κινδυνεύουμε, σε βάθος δεκαετίας, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να οδηγηθούν σε μια ιδιόρρυθμη απαξίωση εξαιτίας του εγκλωβισμού σε “παραδοσιακά” εξοπλιστικά προγράμματα υψηλού κόστους και μεγάλων χρόνων παράδοσης και άρνησης ενσωμάτωσης των νέων πολεμικών τεχνολογιών και μεθοδολογιών.