Πενήντα χρόνια Κυπριακό Άγος – Ένας απολογισμός
20/07/2024Πενήντα χρόνια από τη μαύρη επέτειο της εισβολής του ΑΤΤΙΛΑ στη Μεγαλόνησο, που δυστυχώς ταυτίζεται με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και την έναρξη της Μεταπολίτευσης, συνεχώς διευρύνονται οι οδυνηρές συνέπειες της παράνομης τουρκικής εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού.
Η επέκταση της κατοχής με το παράνομο μερικό άνοιγμα στα Βαρώσια, η αμετακίνητη πλέον θέση της Τουρκίας για δύο “ισότιμα” κράτη, οι συνεχείς παραβιάσεις της ΑΟΖ της Κύπρου, η επέκταση του αεροδρομίου στο κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας και η δημιουργία στρατιωτικής βάσης drones στα Κατεχόμενα, καταδεικνύουν την επιδείνωση της κατάστασης η οποία έχει λάβει χαρακτηριστικά μη αναστρέψιμης διχοτομικής πραγματικότητας. Αποκορύφωμα όλων αυτών αποτελούν οι προκλητικές πανηγυρικές εκδηλώσεις με συμμετοχή τεράστιων στρατιωτικών δυνάμεων για τα πενήντα χρόνια εισβολής του ΑΤΤΙΛΑ.
Η κατάσταση αυτή γεννά την ανάγκη μιας συνολικής οδυνηρής αποτίμησης, που είναι όμως κρίσιμος παράγοντας για την κατανόηση των γεωπολιτικών δεδομένων και την άμεσα επιβαλλόμενη αλλαγή της στάσης της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς το Κυπριακό ζήτημα.
Και αυτό γιατί οι εξελίξεις αυτές προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον του Ελληνισμού στη περιοχή, αφού σε αντίθεση με τις ανιστόρητες και εθνικά επικίνδυνες αντιλήψεις «Η Κύπρος κείται μακράν», που κυριάρχησαν στο πολιτικό σύστημα της χώρας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η μοίρα και το μέλλον του Ελληνισμού περνά από τη Κύπρο, που αποτελεί ένα εκ των σημαντικών γεωπολιτικών πυλώνων για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Εξ’ ου η πάγια βρετανική πολιτική για διατήρηση των βάσεων της στο νησί πάση θυσία, μέσω του δόγματος “διαίρει και βασίλευε”, αλλά και η τουρκική στρατηγική για διατήρηση και νομιμοποίηση της κατοχής του βορείου τμήματος έναντι οποιοδήποτε κόστους.
Η Ελλάδα στρουθοκαμηλίζει
Και όμως αυτό που αποτελεί στρατηγικό στόχο των αντιπάλων του Ελληνισμού, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, κάτω από το συνδυασμό του εξαρτησιακού και φοβικού συνδρόμου, που συνιστά ένα δηλητηριώδη μικροελλαδισμό, κινήθηκε ακριβώς στον αντίποδα έχοντας σταδιακά παραιτηθεί, όχι μόνο από το στόχο να ακυρώσει τα κατοχικά τετελεσμένα, αλλά ούτε καν να θέσει φραγμούς σε τυχόν νέα κατοχικά τετελεσμένα από τον επικίνδυνο νεοοθωμανικό αναθεωρητισμό (Βαρώσια, ΑΟΖ Κύπρου, παράνομες γεωτρήσεις κλπ).
Δίνει έτσι την εικόνα της στρουθοκαμήλου, όπου ενώ η Κύπρος πολλαπλασιάζει αντικειμενικά τη γεωπολιτική αξία του Ελληνισμού, από το υποκριτικό και ενοχικό δόγμα «Η Κύπρος κείται μακράν» που σημάδεψε όλη την Μεταπολίτευση σήμερα να οδηγηθούμε στην ουσιαστική εγκατάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξού και η χαίνουσα πληγή του Ελληνισμού, που είναι η λύση του κυπριακού, τοποθετείται παντελώς στο περιθώριο στον ψευδεπίγραφο ελληνοτουρκικό διάλογο του τελευταίου έτους.
Η στρατιωτική “επιβίβαση” της Τουρκίας το 1974, στην απροστάτευτη Μεγαλόνησο, εξαιτίας της διπλής προδοσίας της Χούντας των Συνταγματαρχών, με την απόσυρση της Μεραρχίας, που είχε αποστείλει κρυφά ο Γεώργιος Παπανδρέου και, στη συνέχεια με το τραγικό πραξικόπημα κατά του, τότε, ηγέτη της Κύπρου Μακαρίου, εν γνώσει του τότε φαιδρού αρχηγού της ελληνικής Χούντας Ιωαννίδη, ο οποίος μάλιστα ήξερε επακριβώς ότι οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις θα αποβιβαστούν στην Κυρήνεια χωρίς αντίσταση, με συνέπεια την αιματηρή διχοτόμηση του νησιού, αποτελεί τον τελευταίο σταθμό της πορείας συρρίκνωσης του Ελληνικού Έθνους, που ξεκινά από την Μικρασιατική Καταστροφή.
Έτσι, για πρώτη φορά, μετά το 1922 ο Ελληνισμός υπέστη στρατιωτική ήττα και απώλεσε εθνικό έδαφος χωρίς μάλιστα ουσιαστική μάχη, κάτι που πλέον έχει παγιωθεί, αφού σύμφωνα με την παγκόσμια στρατιωτική ιστορία, ό,τι κερδίζεται στο πεδίο της μάχης, πολύ δύσκολα επανακτάται μόνο με διαπραγματεύσεις. Η εθνική αυτή απώλεια εμπεριέχει και το επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο ότι η μισή Κύπρος χάθηκε χωρίς στην ουσία να έχουμε πολεμήσει, κάτι που δημιούργησε την υποδόρια αίσθηση της αδυναμίας έναντι της Τουρκίας, που αποτελεί και το βασικό πυρήνα του φοβικού συνδρόμου από το οποίο κατατρύχονται το Ελληνικό και το Κυπριακό πολιτικό προσωπικό εξουσίας.
Η αιτία για αυτή τη μεγάλη εθνική καταστροφή ήταν τα ολέθρια διαχρονικά λάθη των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών, ο άθλιος ρόλος της Βρετανίας, με τον αταλάντευτο στόχο της της διαίρεσης του νησιού, με αποκορύφωμα τον ηλίθιο και προδοτικό ρόλο της Χούντας των Συνταγματαρχών. Σε όλη αυτή την περίοδο, η λαβωμένη Κύπρος διέπρεψε οικονομικά και έγινε μέλος της ΕΕ ως Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να λύσει το ακανθώδες πρόβλημα της διαίρεσης και της τουρκικής κατοχής, παρά τα καταψηφιστικά ψηφίσματα του ΟΗΕ.
Και αυτό γιατί απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια μια σοβαρή εθνική στρατηγική, που θα είχε ως στόχο την συνεχή διεθνοποίηση του Κυπριακού, το επίμονο αίτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και των αυτονόητων ρυθμίσεων για όλα τα σύγχρονα κράτη. Και παράλληλα, τη δημιουργία ενός σημαντικού αναλογικού στρατιωτικού ισοδύναμου με εξοπλισμό με έξυπνα όπλα και τις κατάλληλες διεθνείς στρατιωτικές συμμαχίες.
Οι υποτελείς πολιτικοοικονομικές ελίτ της Αθήνας και της Λευκωσίας μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ένα διμερές ελληνοτουρκικό πρόβλημα με συνέπεια σήμερα την ημέρα πένθους του Ελληνισμού, θρασύτατα η Τουρκία να βαπτίζει τον ΑΤΤΙΛΑ ειρηνική επιχείρηση και να επιρρίπτει μάλιστα και τις ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις Ερντογάν ενώπιον του Τέταρτου Σώματος Στρατού στην Άγκυρα τον περασμένο Μάρτιο, ο οποίος δήλωσε κυνικά: «Ίσως μάλιστα αν είχαμε πιέσει προς τον Νότο, το λέω αυτό με τα σημερινά δεδομένα, δεν θα υπήρχε πλέον νότος και βορράς και η Κύπρος θα ήταν εντελώς δική μας».
Ακρωτηριασμένη Κύπρος
Το Κυπριακό είναι χαρακτηριστική περίπτωση της πολιτικο-διπλωματικής και στρατιωτικής αδυναμίας της Ελλάδος στη Νεότερη Ιστορία της. Το δίκαιο και νόμιμο αρχικό αίτημα της Ένωσης ενταφιάστηκε για πάντα από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με την αναγνώριση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης και με ένα ανεφάρμοστο Σύνταγμα, που αποτέλεσε τον “διάδρομο” για την διχοτομική κατάληξη του νησιού. Αποτελεί, αναμφισβήτητα, στρατηγική ήττα του πολιτικού κατεστημένου της Χώρας και της “παρασιτικής” οικονομικής ολιγαρχίας, τους οποίους χαρακτηρίζει διαχρονικά το σύνδρομο του “ενδοτισμού”.
Με τις πολιτικές τους, αφού αποδέχθηκαν την de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, στην συνέχεια μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής, σε ένα διμερές εσωτερικό Ελληνοτουρκικό πρόβλημα, “νομιμοποιώντας” έτσι έμμεσα την τουρκική κατοχή. Υποδόρια και συστηματικά καλλιεργήθηκε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), η αποδοχή της ήττας.
Παρά το γεγονός ότι ο κυπριακός λαός αντιστάθηκε στις πολυποίκιλες πιέσεις του διεθνούς παράγοντα και των εσωτερικών δυνάμεων και απέρριψε το εκτρωματικό σχέδιο Ανάν, το οποίο θα οδηγούσε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη δημιουργία Συνομοσπονδίας, που αποτελεί στρατηγικό στόχο της Τουρκίας, αφενός για να κατοχυρώσει τα παράνομα κεκτημένα της Τουρκίας από την εισβολή του 1974 και αφετέρου για να μπορεί, μέσω της χαλαρής κεντρικής κυβέρνησης, να ασκεί και τον πολιτικό έλεγχο στο ελεύθερο κομμάτι της Μεγαλονήσου, ποτέ δεν υπήρξε ο απεγκλωβισμός από αυτή την αδιέξοδη εμμονή – πρόσχημα στη λεγόμενη “διζωνική Ομοσπονδία”, που πέραν του ατελέσφορου της, αποτελεί και την “Κερκόπορτα” για τη Συνομοσπονδία.
Είναι τόσο βιωματικά ριζωμένη αυτή η αντίληψη, που δεν άλλαξε στο παραμικρό ακόμα και στις ιδιαίτερες συνθήκες, που προκάλεσε η ρωσική εισβολή την Ουκρανία, η οποία ενεργοποίησε τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους μέσω του ΝΑΤΟ, με βασική σημαία την εναντίωση τους στον αναθεωρητισμό εντός της Ευρώπης. Και ενώ η κατοχή της Κύπρου αποτελεί τον πρώτο ακρωτηριασμό ευρωπαϊκού κράτους, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν συνέδεσαν ξεκάθαρα το κυπριακό με το ουκρανικό ζήτημα, αποτελώντας έτσι αυτό ένα “φύλλο συκής” για την ακατανόητη επίδειξη αντιρωσικής ρητορικής, που επιδεικνύει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Αντιθέτως, η Τουρκία συνεχίζοντας χωρίς καμία έκπτωση τη στρατηγική σχέση με τη Ρωσία, που της προσφέρει γεωπολιτικό βάθος, λειτουργεί παράλληλα ανενόχλητη λαμβάνοντας και σχετικά “δώρα” από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.