Περί καλωδίων και συνδέσεων – Πως η Ελλάδα υποκύπτει στον τουρκικό εκβιασμό
07/03/2025
Ενώ στο Κοινοβούλιο, στις 6 Μαρτίου, διεξαγόταν η «μητέρα των μαχών», κατόπιν της πρότασης δυσπιστίας κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης, με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, ενημερωθήκαμε για τις μάλλον αρνητικές εξελίξεις στο ζωτικής σημασίας έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ. Συγκεκριμένα, δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το ιταλικό ερευνητικό πλοίο Levoli Relume που βρισκόταν στην Κρήτη αναχώρησε με κατεύθυνση την Μεσίνα της Ιταλίας ενώ ο ΑΔΜΗΕ πάγωσε τις πληρωμές προς τη γαλλική εταιρεία Nexans λόγω της αβεβαιότητας για την ηλεκτρική διασύνδεση («Great Sea Interconnector»).
Προφανέστατα η ελληνική διστακτικότητα οφείλεται στην αναμενόμενη δυναμική τουρκική αντίδραση. Ως γνωστόν η τελευταία, μέσω μεθοδεύσεων και απειλών, εκβιάζει για την έμμεση αποδοχή των τουρκικών θέσεων ώστε να προχωρήσει η ίδια στην έγκριση των ερευνών και στην έκδοση των απαιτούμενων σχετικών NAVTEX σε περιοχές που σύμφωνα με την Άγκυρα περιλαμβάνονται στις δικές της θαλάσσιες ζώνες. Φυσικά και δεν δύναται να υπάρξει ελληνική αποδοχή των τουρκικών αιτιάσεων καθώς αυτή θα υπέσκαπτε σοβαρότατα τις ελληνικές θέσεις.
Το παραπάνω αδιέξοδο είχε γίνει ορατό από την περσινή Άνοιξη με τη χαμηλών τόνων αλλά άκρως εκβιαστική απειλητική παρουσία τουρκικών φρεγατών και παρεμπόδιση του ερευνητικού σκάφους να κινηθεί εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Μια σύντομη -εν δυνάμει- κρίση που, κατά την κυβέρνηση, έληξε μέσω διμερών επαφών αλλά άνευ της ουσιαστικής συνέχισης των εργασιών. Το συμβάν αυτό οδήγησε την Κυπριακή Δημοκρατία να έχει σοβαρές αμφιβολίες για την ολοκλήρωση του έργου και εμφανίστηκε απρόθυμη να αναλάβει το οικονομικό ρίσκο μιας ριψοκίνδυνης προσπάθειας.
Η Ελλάδα εμφανίστηκε (και ορθώς) βεβαία για την ολοκλήρωση του έργου και ανέλαβε σημαντικό μέρος του οικονομικού ρίσκου του έργου. Ενδεχομένως και να έλαβε «εγγυήσεις» περί εξωτερικών παρεμβάσεων και διαμεσολαβήσεων έναντι της Άγκυρας για επίδειξη συμβιβαστικής στάσεως. Κάπως δύσκολο, όχι όμως τελείως απίθανο, η ίδια η Άγκυρα να έδωσε και μια ανάλογη χαραμάδα αισιοδοξίας, για δικούς της προφανώς λόγους. Βέβαια, είναι πολύ πιθανόν, αυτοί που έδωσαν -αν έδωσαν- τις εγγυήσεις να μη συμμετέχουν πλέον στη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής (κυβέρνηση Μπάιντεν) ή ακόμη ο νέος Αμερικανός ΥΠΕΞ να ζήτησε (απαίτησε) αποφυγή οποιασδήποτε ενέργειας που θα μπορούσε να δυναμιτίσει το ήρεμο κλίμα. Ενδεχομένως και να υπερεκτιμήθηκε η βούληση του Ισραήλ -ίσως και σε συνδυασμό με κάποιες ευρωπαϊκές χώρες- να προχωρήσει το έργο αυτό πάσει θυσία και να παράσχουν οι ίδιοι εγγυήσεις ασφαλείας.
Ορθώς θα παρατηρήσετε ότι τα κράτη δεν μπορούν να επαφίενται στις προθέσεις και εγγυήσεις ασφαλείας τρίτων για την επίτευξη των εθνικών τους στόχων. Η θεωρία όμως απέχει από την πραγματικότητα. Η Ελλάδα έχει πληρώσει ακριβά την εμπλοκή της σε κινήσεις υψηλού ρίσκου χωρίς να έχει υπολογίσει τις συνέπειες και μη έχοντας τις ικανότητες και τη βούληση κλιμάκωσης πέραν των αντίστοιχων προθέσεων και δυνατοτήτων του αντιπάλου. Άρα για μια ακόμη φορά, όπως κάνουμε και με την επέκταση των εθνικών χωρικών υδάτων, θα αρκεστούμε να δηλώσουμε ότι το έργο θα πραγματοποιηθεί όταν η χώρα κρίνει ότι υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Αναφορικά όμως με το καλώδιο, η χρηματοδότηση μάλλον δεν θα περιμένει και σίγουρα οι ενεργειακές ανάγκες θα ανακαλύψουν άλλες οδούς.
Ρεαλισμός και οι παγίδες του
Ο ρεαλισμός βέβαια λέει ότι δεν είναι προς το συμφέρον μας -τουλάχιστον αυτή τη στιγμή- να εμπλακούμε σε μια πολεμική σύγκρουση όπου ακόμη και αν επικρατήσουμε, δεν θα λυθούν τα προβλήματα μας αλλά μάλλον θα οδηγηθούμε σε έναν πόλεμο φθοράς με το έργο της διασύνδεσης να μην υλοποιείται ούτε στα επόμενα εκατό χρόνια. Ο ρεαλισμός όμως συγχρόνως λέει ότι οι συνεχείς κατευνασμοί (γιατί οι συνεχείς υποχωρήσεις μας αποτελούν κατευναστικές ενέργειες) οδηγούν με βεβαιότητα στον πόλεμο και μάλιστα υπό χειρότερες συνθήκες. Πραγματικά ο ρεαλισμός ενώ είναι τόσο αξιόπιστη μεθοδολογία προσέγγισης των διεθνών προβλημάτων είναι δομικά απαισιόδοξη και ενίοτε δεν προσφέρει λύσεις!
Φυσικά και θα βρεθούν κόμματα που θα κατηγορήσουν την ενδοτική πολιτική της κυβερνήσεως. Όλα εξ αυτών, όταν βρέθηκαν στην εξουσία χειρίστηκαν τα εθνικά προβλήματα με την ίδια αυτοσυγκράτηση και διστακτικότητα μη εξαιρουμένης και της στρατιωτικής δικτατορίας (πλην του καθεστώτος Ιωαννίδη με τις εγκληματικές κινήσεις που πραγματοποίησε απερίσκεπτα). Άπαντες όμως απέτυχαν να διαγνώσουν τη φύση και σταθερότητα της τουρκικής απειλής και να προετοιμάσουν κατάλληλα τη χώρα. Πιθανόν να υπάρξουν όμως και κόμματα που να θεωρήσουν ως εθνικό καθήκον την αποφασιστική αναμέτρηση -εδώ και τώρα- με τον αντίπαλο. Το βιώσαμε στο μακρινό παρελθόν και δυστυχώς όποτε επικράτησε το θυμικό έναντι της λογικής δεν υπήρξαν ευτυχή αποτελέσματα.
Φυσικά θα μπορούσαν να αναφερθούν και δεκάδες παραδείγματα της ιστορίας όπου μεγαλούργησε η ελληνική ψυχή έναντι των ψυχρών υπολογισμών αλλά δεν μπορούμε να «τζογάρουμε» βασιζόμενοι σε ηρωισμούς, υπερφυσικές ενέργειες, παρεμβάσεις ή «από μηχανής σωτήρες».
Υπάρχει πάντα και η προσέγγιση «πάμε και όπου βγούμε» και αν χρειαστεί με τις κατάλληλες «επικουμβήσεις» των ικανότατων ναυτικών μας με τα πεπαλαιωμένα πλοία μας θα επικρατήσουμε. Μπορεί και να ελπίζουμε ότι τα Rafale με τους Meteor θα είναι το δικό μας “Game Changer” με τον αντίπαλο να παρακολουθεί με σταυρωμένα χέρια τη συντριβή του!
Ούτε πάλι μπορούμε να βασιστούμε στην ευνοϊκή υποστήριξη τρίτων. Μια απελπισμένη Ευρώπη -συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας- προφανώς δεν διανοείται να ανοίξει μέτωπο με τη γεωπολιτικά ενισχυόμενη Τουρκία της οποίας τη στρατιωτική βοήθεια αρχίζει να επιζητεί. Ούτε και το Ισραήλ φαίνεται πρόθυμο μετά την εξαντλητική πολεμική προσπάθεια 2 σχεδόν ετών και με το βλέμμα στραμμένο στο Ιράν. Η δε αμερικανική στάση, μάλλον θα είναι αδιάφορη, προτείνοντας ίσως τον επικερδή για όλους (sic) διαμοιρασμό (προ ή μετά τη σύγκρουση)! Δεν ξέρω αν ακόμη ο Πρόεδρος Τραμπ θα ήθελε να αναλάβει και το ρίσκο της είσπραξης του 50% των ελληνικών υποθαλασσίων πόρων ως φαίνεται να πράττει με την Ουκρανία έναντι αγνώστων για εμάς (ίσως και για την Ουκρανία) εγγυήσεων ασφαλείας.
Οι αναβολές οδηγούν σε αυταπάτες
Πάντως μέχρι τώρα επιλέγουμε την αναβολή λήψεως κρίσιμων εθνικών αποφάσεων που ενδεχομένως να παράγουν συγκρουσιακά αποτελέσματα για το απροσδιόριστο μέλλον. Δηλαδή σε τελευταία ανάλυση θεωρούμε ότι ο παράγων χρόνος εργάζεται υπέρ ημών σε επίπεδο σχετικής ισχύος (στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής, τεχνολογικής) ενώ η μετριοπάθεια και επιθυμία ειρηνικής εξεύρεσης λύσεων κερδίζουν έδαφος στην πλευρά του αντιπάλου. Καταφανώς λανθασμένες και οι δύο θεωρήσεις. Ειδικά δε για την ισχνή πολύχρονη ενδυνάμωση μας, αποκλειστικοί υπεύθυνοι είμαστε εμείς, κυβερνώντες και επιλέγοντες τους κυβερνήτες μας.
Υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχει λύση; Δεν υπάρχει μονολεκτική απάντηση ούτε βεβαιότητα. Η σύμπλευση με τα συμφέροντα τρίτων, έναντι ακόμη και μη ισοβαρών ανταλλαγμάτων, φαίνεται μονόδρομος. Σημασία όμως έχει η βαρύτητα των εγγυήσεων των τρίτων και η βούληση ενεργούς εμπλοκής τους -έναντι φυσικά των προσδοκώμενων κερδών τους- αν απαιτηθεί. Οι διεθνείς σχέσεις είναι πλέον καθαρά συναλλακτικής αξίας (ίσως πάντα ήταν αλλά επικρατούσε μια διακριτικότητα και υποκριτική αναφορά στο διεθνές δίκαιο).
Για να πετύχεις όμως ένα καλό “Deal” πρέπει να έχεις καλά «χαρτιά», το είπε ξεκάθαρα ο οικοδεσπότης στον καλεσμένο του στο οβάλ γραφείο. Τουλάχιστον πρέπει να προστρέξουμε (και) εκεί με καλά «χαρτιά» στα χέρια μας (μάλλον και με κοστούμι). Και τα «χαρτιά» μας πρέπει να έχουν πολλές «φιγούρες», αμυντικές, διπλωματικές, οικονομικές, πολιτικής βούλησης και αξιοπιστίας, εθνικής συνοχής. Αν όλα αυτά υπάρχουν, σε ικανοποιητικό βαθμό έναντι του αντιπάλου, μπορείς και να απαιτήσεις ή ακόμη και να μπλοφάρεις, αν όχι φεύγεις κακήν- κακώς και ξαναέρχεσαι (αν) με την «ουρά στα σκέλια». Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η θητεία του Τραμπ είναι τετραετής και μη ανανεώσιμη χωρίς να αποκλείεται όμως η μακροημέρευση αυτού του ιδιόμορφου απομονωτισμού.
Τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για την Ουάσιγκτον. Υπάρχει η Ευρώπη, που όσο και αν μας απογοητεύει δεν μπορούμε να αφήσουμε την αναβαθμισμένη Άγκυρα να παίξει μόνη της σε αυτόν το χώρο. Σίγουρα υπάρχουν και άλλοι περιφερειακοί παίκτες, που μπορεί να μη φωνασκούν σε δραματικούς τόνους, αλλά έχουν επιρροή, χρήματα και μέσα. Όλοι προσεγγίζονται ανάλογα με τα εκτιμώμενα και ορθώς προβαλλόμενα κοινά συμφέροντα. Όλοι όμως σε υπολογίζουν και ανάλογα με την ισχύ (ειδικά στρατιωτική) που κουβαλάς μαζί σου. Παρόλα αυτά, καλό θα είναι να μην περιμένουμε θαύματα και σωτήρες.
Η αποτροπή
Το πιθανότερο σενάριο είναι στο τέλος της ημέρας να απομείνουμε μόνοι στο πεδίο της σύγκρουσης απέναντι από τον μακροχρόνιο αντίπαλο. Ουδείς μπορεί να εξασφαλίσει τη μορφή και τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, που για μένα φαίνεται αναπόφευκτη λόγω των τουρκικών απεριόριστων διεκδικήσεων. Ούτε φυσικά μπορεί να εξασφαλιστεί το αποτέλεσμα καίτοι τα γραφεία στοιχημάτων μάλλον δεν θα μας χαρακτήριζαν (σήμερα) ως «φαβορί» για τη νίκη. Εμείς, σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να ενισχύσουμε σοβαρά την ισχύ και αποτροπή μας. Και η καλύτερη αποτροπή είναι η βεβαιότητα ότι αμφότεροι θα επανέλθουμε πολλές δεκαετίες πίσω με τρίτα μέρη να εκμεταλλεύονται την σημαντική αμοιβαία αποδυνάμωση μας. Αν πείσουμε τους γείτονες για την ικανότητα μας και τη βούληση μας να αλλάξουμε αμφότεροι δεκαετία (προς τα πίσω), τότε η αποτροπή μας θα έχει λειτουργήσει.
Όσο για το δε καλώδιο, μάλλον θα συνεχίσουμε να σχοινοβατούμε «παίζοντας καθυστερήσεις», ευελπιστώντας τρίτα μέρη να προτείνουν μια μεσοβέζικη για αμφότερους (Ελλάδα-Τουρκία) λύση που με «δημιουργική ασάφεια» να σώζει τα προσχήματα χωρίς να εξασθενίζει τις παγιωμένες αντιδιαμετρικές θέσεις μας και μεταφέροντας τη σύγκρουση για αργότερα. Μάλλον θα ήταν η καλύτερη λύση υπό τις σημερινές συνθήκες. Βέβαια, για εμάς ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι πάντα μια «μετωπική» σύγκρουση μεταξύ μας.