Πιέσεις για διαπραγμάτευση με τουρκικούς όρους – Το “Γιαβούζ” επί τω έργω…
19/07/2020Οι προσπάθειες διατήρησης ανοικτών καναλιών επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, κυρίως από τη γερμανική προεδρία, δεν φαίνεται να αποδίδουν αποτέλεσμα παρόλο που συνεχίζονται με στόχο την έναρξη ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η μέθοδος των μυστικών επαφών για διαπραγμάτευση, που υιοθετεί το Βερολίνο, αξιοποιήθηκε από τους εμπλεκόμενους.
Η Αθήνα ήθελε απελπισμένα να αποκαταστήσει κανάλια επικοινωνίας με την Άγκυρα. Γι’ αυτό και παρά τις αυξανόμενες προκλήσεις από την Τουρκία αποδέχθηκε την πρόσκληση. Η τουρκική πλευρά δεν είχε τίποτε να χάσει, δεν απέφυγε ωστόσο, την ευκαιρία να σκοτώσει την προσπάθεια δημοσιοποιώντας τις μυστικές επαφές. Την ίδια ώρα, κι αυτό προκύπτει από τη στάση της Άγκυρας στις παρασκηνιακές συζητήσεις, η τουρκική πλευρά είναι επικεντρωμένη στο επόμενο βήμα υλοποίησης των σχεδιασμών της.
Οι εκτιμήσεις, οι οποίες βασίζονται σε πληροφόρηση, είναι πως το επόμενο βήμα θα γίνει χρονικά πολύ σύντομα, εκτός και εάν αλλάξει απόφαση ο Ερντογάν. Οι πληροφορίες, που φαίνεται σιγά-σιγά να ξεκαθαρίζουν αναφέρουν πως η Τουρκία θα επιλέξει, σε αυτή τη φάση, να στείλει ερευνητικό σκάφος, συνοδευόμενο από φρεγάτες, στην περιοχή του Καστελλόριζου, καθώς όπως συναφώς αναφέρεται θα είναι πιο διαχειρίσιμες οι αντιδράσεις από ό,τι να αρχίσει από την Κρήτη.
Σε ό,τι αφορά το Καστελλόριζο είναι σαφές πως η Τουρκία θα επιχειρήσει να δώσει νομιμοφάνεια στις παράνομες ενέργειές της, προτάσσοντας τη γεωγραφία. Παρόλο που είναι πρόδηλο πως κάθε ενέργειά της στην περιοχή θα συνιστά παραβίαση. Τι θα γίνει, όμως, στην περίπτωση, κατά την οποία η κατοχική Τουρκία στείλει ερευνητικό σκάφος στη θαλάσσια περιοχή της Ελλάδος;
Η Αθήνα ή θα προχωρήσει σε διπλωματικές διαμαρτυρίες, αλλά αυτό δεν θα σταματήσει τις έρευνες, ή θα αποτρέψει την είσοδο στην περιοχή του σκάφους ή θα αποκόψει τα σύρματα του ερευνητικού, που χρησιμοποιούνται για τις σεισμικές έρευνες. Στο δεύτερο σενάριο, είναι σαφές πως θα είναι πολύ πιθανόν να προκληθεί επεισόδιο από τη στιγμή που το τουρκικό ερευνητικό σκάφος θα συνοδεύεται από φρεγάτες.
Η Αθήνα θα απαντήσει
Η Αθήνα φαίνεται πως στέλνει συνεχώς το μήνυμα προς την Άγκυρα πως σε περίπτωση πρόκλησης θα απαντήσει. Αυτό αναφέρθηκε τόσο προς τη γερμανική προεδρία της ΕΕ όπως και στον Ύπατο Εκπρόσωπο για θέματα εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε την Αθήνα. Περαιτέρω φαίνεται πως το μήνυμα αυτό διατυπώθηκε και κατά τη μυστική τριμερή συνάντηση του Βερολίνου, που συγκάλεσε η Γερμανία και στην οποία συμμετείχαν η διπλωματική σύμβουλος του Έλληνα Πρωθυπουργού, Ελένη Σουρανή και ο εξ απορρήτων του Ερντογάν, εκπρόσωπος της Προεδρίας, Ιμπραχήμ Καλίν.
Το ζητούμενο είναι πώς αξιολογεί αυτό το μήνυμα της Ελλάδος η κατοχική Τουρκία. Γίνεται πιστευτό; Δεν ανατρέπει, αυτό το μήνυμα, τους τουρκικούς σχεδιασμούς ή θα γίνουν δεύτερες σκέψεις; Η γερμανική προεδρία, πάντως, φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει τις προσπάθειες μεσολάβησής της, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, αφορούν τα ελληνοτουρκικά. Ενόψει τούτου αναμένεται να επισκεφθεί την ερχόμενη Τρίτη την Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Χάικο Μάας για επαφές με τον Έλληνα ομόλογό του, Νίκο Δένδια.
Σημειώνεται συναφώς ότι στο πρόγευμα εργασίας, που παρέθεσε ο Ζοζέπ Μπορέλ την περασμένη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, στους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδος και Κύπρου παρών ήταν και ο Χάικο Μάας. Σύμφωνα με πληροφορίες η συζήτηση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και με εντάσεις. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, εκφράζοντας περισσότερο τις διαχρονικές θέσεις της χώρας του, δεν ήθελε να ακούσει για κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Αν και η χώρα του πρωτοστατεί για κυρώσεις κατά της Ρωσίας, προστατεύοντας ένα μη κράτος-μέλος της ΕΕ, όπως είναι η Ουκρανία, δεν φαίνεται πως έχει την ίδια στάση για τις προκλήσεις τής Τουρκίας έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου.
Διαπραγμάτευση με ποιούς όρους
Είναι σαφές πως το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου Ελλάδος και Τουρκίας, κινητοποιεί διπλωματικά διάφορες χώρες ενώ απασχολεί και την ΕΕ, ενδεχομένως και τους Αμερικανούς, που έχουν αυτή την περίοδο άλλες προτεραιότητες. Όσο, βέβαια, η Τουρκία αλώνιζε στην κυπριακή ΑΟΖ περιορισμένες ήταν οι αντιδράσεις. Ανεξαρτήτως τούτου αυτό που καταγράφεται είναι πως υπάρχει, έστω και φραστικά, μια κινητικότητα.
Το θέμα είναι κατά πόσο θα υπάρξουν παρεμβάσεις πριν ή μετά από ένα ενδεχόμενο επεισόδιο. Οι περισσότεροι τρίτοι που ενημερώνονται για τα διαδραματιζόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο παραπέμπουν στην έναρξη διαλόγου. Με ποιους, όμως, όρους; Η Τουρκία θέτει στο τραπέζι όσα έχει γκριζάρει και παρανόμως διεκδικεί. Την ίδια ώρα δεν συζητά με την Κυπριακή Δημοκρατία επειδή δεν την αναγνωρίζει. Έχει, όμως, προτείνει να αρχίσει συζήτηση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Χριστοδουλίδη, με τον Κουντρέτ Οζερσάι για τα ενεργειακά!
Είναι, πάντως, ξεκάθαρο πως το δίλημμα που τίθεται προς την πλευρά της Αθήνας και σύντομα και της Λευκωσίας είναι πως με διάλογο για ένα “συμβιβασμό”, δηλαδή διαμοιρασμό όλων, αποφεύγονται τα χειρότερα. Είναι σαφές πως στην ΕΕ, στην οποία επενδύουν –αν και δεν ελπίζουν πολλά– Αθήνα και Λευκωσία, δεν βιάζονται. Η τακτική της αναβλητικότητας αποτελεί συνταγή για να μην αγγίξουν το θέμα, να μην αναγκαστούν προφανώς να βρεθούν απέναντι στην κατοχική Τουρκία.
Ενδεικτική και η εισήγηση, που έγινε αποδεκτή ομόφωνα, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ για σύγκληση ειδικής συνεδρίας τον Σεπτέμβριο, στην οποία θα συζητηθεί η στρατηγική σχέση ΕΕ-Τουρκίας «υπό το φως των διαδραματιζομένων στην Ανατολική Μεσόγειο και των τουρκικών ενεργειών». Η εισήγηση έγινε την περασμένη Παρασκευή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μετά τις τοποθετήσεις Νίκου Αναστασιάδη και Κυριάκου Μητσοτάκη. Μέχρι το Σεπτέμβριο, όμως, πολλά μπορούν να συμβούν. Και στην κυπριακή ΑΟΖ και στη θαλάσσια περιοχή της Ελλάδος.
Επιστολή στον ΟΗΕ
Με επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας, Φεριντούν Σινιρλίογλου στα Ηνωμένα Έθνη, με ημερομηνία 2 Ιουλίου, απαντά η Άγκυρα σε Ελλάδα και Κύπρο. Στην επιστολή αναφέρεται ότι το τουρκικό γεωτρύπανο “Γιαβούζ” πραγματοποιεί γεωτρήσεις σε περιοχές, που έχουν εγκριθεί από την τουρκική κυβέρνηση και οι οποίες βρίσκονται εξ ολοκλήρου εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
«Ομοίως η αίτηση της Τουρκικής Εταιρείας Πετρελαίου τον Μάιο του 2020 για νέες άδειες σχετικά με δραστηριότητες εξερεύνησης και γεώτρησης στην Ανατολική Μεσόγειο καλύπτει περιοχές που βρίσκονται εξ ολοκλήρου στην τουρκική υφαλοκρηπίδα, όπου η Τουρκία ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία όπως δηλώνεται στα Ηνωμένα Έθνη».
Η Τουρκία δια της επιστολής αυτής, διαμήνυσε προς τα Ηνωμένα Έθνη πως δεν αποδέχεται οριοθέτηση θαλάσσιων περιοχών και δεν την δεσμεύουν έγγραφα που έχουν κατατεθεί, μονομερώς ή διμερώς, παραπέμποντας σε συμφωνίες που έχει κάνει η Κυπριακή Δημοκρατία ή και αυτές που ενδεχομένως να γίνουν από την Ελλάδα. Επιπρόσθετα, επανέλαβε τον ισχυρισμό ότι:
«Δεν υπάρχει καμία αρχή που να είναι αρμόδια να εκπροσωπεί από κοινού τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους, και ως εκ τούτου η ελληνοκυπριακή διοίκηση (σ.σ. εννοεί Κυπριακή Δημοκρατία) δεν μπορεί να διεκδικήσει de jure ή / και de facto δικαιοδοσία ή κυριαρχία επί αυτών των περιοχών και ακόμη λιγότερο έτσι στα διεθνή ύδατα. Με βάση τα παραπάνω, η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην περιοχή που έχει επανειλημμένα ανακοινωθεί». Ταυτόχρονα, η Τουρκία επαναλαμβάνει πως είναι έτοιμη να συμφωνήσει την οριοθέτηση ΑΟΖ με όλα τα παράκτια κράτη που αναγνωρίζει και με τα οποία έχει διπλωματικές σχέσεις, θέτοντας εκτός την Κυπριακή Δημοκρατία.
Τριμερής με Ισραήλ
Εντός Αυγούστου αναμένεται να πραγματοποιηθεί στην Πάφο η τριμερής συνάντηση Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελλάδος και Ισραήλ σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. Ο μη καθορισμός ακόμη ημερομηνίας οφείλεται στο γεγονός ότι στο Ισραήλ σημειώνονται αυξημένα κρούσματα κορωνοϊού. Στη χώρα αυτή εκδηλώνεται δεύτερο κύμα πανδημίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προγραμματισθεί εκ του ασφαλούς η τριμερής.
Οι τρεις υπουργοί Εξωτερικών Χριστοδουλίδης, Δένδιας και Ασκενάζι, πάντως, βρίσκονται σε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας για το θέμα της πραγματοποίησης της τριμερούς συνάντησης, η οποία νωρίτερα ή αργότερα θα πραγματοποιηθεί. Αυτή είναι η δεδηλωμένη πολιτική βούληση και των τριών κυβερνήσεων.