Ποια πολιτική θα εφαρμόσει ο Μπάιντεν στην περιοχή μας
18/01/2021Eλάχιστη συζήτηση έγινε για την εξωτερική πολιτική κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των ΗΠΑ, με τον Τζο Μπάιντεν να έχει δώσει ελάχιστα σχετικά στίγματα. Στις πρώτες μέρες της θητείας του αναμένεται ότι θα δώσει προτεραιότητα στην οικονομική τόνωση για την πανδημία, καθώς και στην αναζωογόνηση των υποδομών, με την εξωτερική πολιτική να μπαίνει, προσωρινά τουλάχιστον, σε δεύτερη μοίρα.
Στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, η Μέση Ανατολή πιθανότατα δεν θα είναι προτεραιότητα του Μπάιντεν σε σύγκριση με τον Ινδικό-Ειρηνικό, την Κίνα και την αναθέρμανση των διατλαντικών σχέσεων. Η ενδυνάμωση των σχέσεων με ΝΑΤΟ και ΕΕ που ο Τραμπ υποβάθμισε αναμένεται να είναι τα πρώτα βήματα. Η εμμονή του Μπάιντεν με διεθνείς συνθήκες θα επαναπροσδιορίσουν τις προσπάθειες να συρθεί η Τεχεράνη στο τραπέζι.
Ταυτόχρονα η πάγια πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δημοκρατικά πρότυπα θα δυσχεράνουν τις προσπάθειες για συμφωνίες όχι μόνο με χώρες όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία, αλλά και με συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, ακόμη και το Ισραήλ. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα νευρικό μετά τον σφικτό εναγκαλισμό του Νετανιάχου με τον απερχόμενο Τραμπ.
Η προεκλογική υπόσχεση του Μπάιντεν για προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον φέρνει απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα, όπως του Σίσι (Αίγυπτος), Ντουτέρτε (Φιλιππίνες), Μπολσονάρο (Βραζιλία), Όρμπαν (Ουγγαρία), κλπ, αλλά και με την Τουρκία και τα κράτη του Κόλπου. Εν τέλει σαν θιασώτης της παγκοσμιοποίησης πολλές αποφάσεις θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο συνδράμουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Επί Τραμπ η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή άλλαξε. Αντί για τον παραδοσιακό ρόλο του “έντιμου μεσολαβητή”, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν την αρχή “το Ισραήλ πρώτα”. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν, σε πρόσφατη εκδήλωση στο Ινστιτούτο Hudson, ανέφερε ότι «νομίζω ότι θα κάνουμε λιγότερα και όχι περισσότερα στη Μέση Ανατολή».
Τι θα κάνει με το Ιράν
Ωστόσο, στην πιο εύφλεκτη περιοχή του κόσμου, η Ιστορία δείχνει ότι τέτοιες φιλοδοξίες σύντομα υποκύπτουν στην πραγματικότητα. Διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αποσυρθούν από τη Μέση Ανατολή, αλλά οι συνθήκες συνωμοτούν για να εγείρονται συνέχεια εμπόδια σε τέτοια σχέδια. Ο Μπάιντεν δεν θα δείξει την ίδια ανοχή για την επέκταση των ισραηλινών εποικισμών με τον προκάτοχό του, ούτε θα αντιμετωπίσει με την ίδια ανοχή τη μονομερή ισραηλινή προσάρτηση περιοχών υπό κατοχή. Η κυβέρνηση Μπάιντεν μάλλον θα επιστρέψει στη γραμμή ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους για να υπάρξει ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Ο Μπάιντεν κατέστησε σαφές ότι μεταξύ των προτεραιοτήτων του είναι η επανένταξη των ΗΠΑ στην πυρηνική συμφωνία του Ιράν (Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης, JCPOA) που υπεγράφη το 2015 από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συν τη Γερμανία και την ΕΕ. Η συμφωνία ήταν το κορυφαίο επίτευγμα της κυβέρνησης Ομπάμα. Ο Τραμπ εγκατέλειψε τη συμφωνία το 2018. Σε ένα άρθρο (13/9) στο CNN, ο Μπάιντεν έγραψε: «Εάν το Ιράν επιστρέψει στην αυστηρή συμμόρφωση με την πυρηνική συμφωνία, οι ΗΠΑ θα επανέλθουν στη συμφωνία ως αφετηρία για τις επόμενες διαπραγματεύσεις».
Κατά τη διαδικασία, αναμένεται ότι οι ΗΠΑ θα άρουν τις επιβαρυντικές κυρώσεις πετρελαίου που επέβαλε ο Τραμπ. Αυτά έχουν προκαλέσει σημαντική ζημιά στην οικονομία του Ιράν. Ωστόσο, αν διεξαχθεί συζήτηση για την επανένταξη των ΗΠΑ στη συμφωνία, χωρίς παραχωρήσεις από το Ιράν, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα δεχτεί σημαντική πίεση για να διαπραγματευτεί εκ νέου πτυχές. Μάλλον θα ζητήσει επέκταση του αρχικού μορατόριουμ 15 ετών σχετικά με την ικανότητα του Ιράν να παράγει πυρηνικά όπλα.
Οι Αμερικανοί διαπραγματευτές αναμένεται να ασκήσουν πίεση στο Ιράν για να αποσύρει την υποστήριξή του στους συμμάχους του στο Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ, την Υεμένη και τα παλαιστινιακά εδάφη. Η Ουάσιγκτον θα επιδιώξει, επίσης, να περιορίσει τις εξαγωγές πυραύλων ακριβείας. Η Τεχεράνη είπε ότι τέτοια θέματα δεν θα συζητηθούν σε περίπτωση επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας για το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Η ταραγμένη σχέση Μπάιντεν-Ερντογάν
Οι περισσότεροι Αμερικανοί αναλυτές πιστεύουν ότι ο Μπάιντεν θα προτιμούσε να αποφύγει την αντιπαράθεση με την Τουρκία και να διερευνήσει πιθανή συνεργασία κατά της Ρωσίας. Ωστόσο, οι βασικές θέσεις του Μπάιντεν για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, η μακροχρόνια εστίασή του στα ζητήματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου και η φαινομενική του διάθεση να συνεχίσει τον πόλεμο κατά του ISIS μαζί με τους Κούρδους της Συρίας αυξάνει τις δυσκολίες στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας.
Η λήψη αποφάσεων για το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας θα εξαρτηθεί πιθανώς και από την εκτίμηση των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Ανώτερος σύμβουλος του Μπάιντεν δήλωσε ότι ο νέος πρόεδρος θα συντονίσει την πολιτική του για την Τουρκία με την ΕΕ. Σε συνέντευξη στους New York Times, ο Μπάιντεν μίλησε με σκληρή γλώσσα για τον Ερντογάν, αποκαλώντας τον «απόλυτο μονάρχη» και απειλώντας να εργασθεί για αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία, διευκρινίζοντας όχι με πραξικόπημα, αλλά στηρίζοντας την αντιπολίτευση. Ο Μπάιντεν τόνισε ότι ο Ερντογάν «πρέπει να πληρώσει κάποιο τίμημα».
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο, αλλά στην Τουρκία δημοσιεύθηκε στα μέσα Αυγούστου, την παραμονή του χρίσματος του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Ιμπραήμ Καλίν κατηγόρησε τον Μπάιντεν για «καθαρή άγνοια, αλαζονεία και υποκρισία», προσθέτοντας, «οι ημέρες των διαταγών προς την Τουρκία έχουν περάσει. Αλλά αν εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι μπορείτε ας δοκιμάσετε, κάντε μας τη χάρη». Επίσης, χωρίς να το εξειδικεύσει, απείλησε τον Μπάιντεν: «Θα πληρώσετε το τίμημα».
Ο διορισμός του Μπρετ ΜακΓκερκ ως συντονιστή για Μέση Ανατολή στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας έχει προκαλέσει εκνευρισμό στην Άγκυρα, καθώς θεωρείται επικριτής της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και ειλικρινής υποστηρικτής της συνεργασίας της Αμερικής με τις κουρδικές δυνάμεις εναντίον του ISIS. Το 2017, η τουρκική κυβέρνηση είχε ζητήσει την απομάκρυνση του ΜακΓκερκ, λόγω των στενών δεσμών του με τους Κούρδους. Ο ΜακΓκερκ θα είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό των πολιτικών των ΗΠΑ όχι μόνο στη Συρία, αλλά και σε Ιράν, Ιράκ και Λιβύη.
Πιέσεις για ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις
Πώς θα αντιδράσει ο Μπάιντεν για τους S-400; Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, είναι πιθανό να πιεστεί από μέλη του Κογκρέσου να τιμωρήσει περαιτέρω την Τουρκία στο πλαίσιο CAATSA. To 2014 σε εκδήλωση στην Κωνσταντινούπολη ο τότε αντιπρόεδρος Μπάιντεν είχε πει ότι εάν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εκμεταλλευτούν τις οικονομικές και ενεργειακές ευκαιρίες στην Ανατολική Μεσόγειο, «όλοι θα επωφεληθούν από μεγαλύτερη σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και ευημερία».
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελε τότε η κυβέρνηση Ομπάμα. Πολλοί στην Ουάσινγκτον θεωρούν ότι η πολιτική Μπάιντεν πρέπει να ενισχύσει τη σταθερότητα και την ασφάλεια όλων των συμμάχων και άρα να παροτρύνει Άγκυρα και Αθήνα να διαπραγματευτούν μια διαρκή διευθέτηση των μακροχρόνιων προβλημάτων τους. Αυτό από μόνο του βάζει τις τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις σε ίση μοίρα με τα νόμιμα δικαιώματα της Ελλάδας.
Οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να ωθήσουν τις δύο χώρες σε διαπραγματεύσεις. Οι θέσεις της Άγκυρας θέτουν σε κίνδυνο τα σχέδια εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που θέλει η Ουάσινγκτον να χρησιμοποιηθούν για ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από την Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό ενδέχεται οι πιέσεις για συμβιβασμό να είναι ετεροβαρείς προς την θεωρούμενη αδύναμη και γεωστρατηγικά υποδεέστερη Αθήνα.
Τα στερεότυπα επιχειρήματα
Οι θιασώτες αυτής της πολιτικής προβάλουν επιχειρήματα που ευαισθητοποιούν τον Μπάιντεν σχετικά με την ενδυνάμωση του ΝΑΤΟ και των ευρωατλαντικών δομών, καθώς και την χρησιμότητα της Τουρκίας σαν ανάχωμα στη Ρωσία και στη Συρία. Τα θέματα όμως που έχουν προκαλέσει το μένος των ΗΠΑ δεν παρακάμπτονται. Πέραν της ρωσοτουρκικής σχεδόν στρατηγικής σχέσης και των S-400, θα δούμε εάν θα παίξουν ρόλο τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία στις σχέσεις του νέου προέδρου με το καθεστώς Ερντογάν.
Προς το παρόν ο Μπάιντεν έχει αρνηθεί να μιλήσει με τον Ερντογάν παρά τις οχλήσεις της Άγκυρας και το διαλλακτικό προσωπείο που χρησιμοποιεί τώρα ο Τούρκος πρόεδρος. Ο νέος πρόεδρος θα επιδιώξει μια υγιή διπλωματική σχέση με την Τουρκία, αλλά μπορεί αυτή να μην είναι εφικτή. Το επόμενο διάστημα, η Ουάσιγκτον θα ενημερώσει την Άγκυρα για το τι περιμένει από αυτήν.
Ο Ερντογάν προωθεί εθνικιστική, ανεξάρτητη και επεκτατική εξωτερική πολιτική, φιλοδοξώντας να κάνει την Τουρκία ηγετική περιφερειακή δύναμη, παρότι αντιμετωπίζει εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η Άγκυρα θα ανταποκριθεί στις αμερικανικές απαιτήσεις. Ο Μπάιντεν δεν επιδιώκει περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, αλλά αυτή μπορεί να καταστεί αναπόφευκτη.