Πολιτικό και μιντιακό σύστημα στην παγίδα Ερντογάν, σκορπά φόβο…
06/09/2022Ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τη συμπεριφορά του και την ακραία ρητορική, που υιοθετεί επιχειρεί να διεγείρει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά της τουρκικής κοινωνίας θέλοντας να αντλήσει ψήφους ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2023. Παράλληλα προσπαθεί συστηματικά και μεθοδικά να δημιουργήσει φοβίες σε Αθήνα και Λευκωσία. Να είναι ο μπαμπούλας ενός θερμού επεισοδίου, μιας στρατιωτικής σύγκρουσης.
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, οι ομιλίες του Ερντογάν σε τουρκικό ακροατήριο, “παίζουν” ψηλά σε Ελλάδα και Κύπρο. Μεταδίδονται με περισσότερη ένταση οι απειλές που εκτοξεύει ο ηγέτης της κατοχικής δύναμης. Αναμεταδίδονται όλες οι ειδήσεις από τα τουρκικά ΜΜΕ, ελεγχόμενα κατά το πλείστον από το καθεστώς Ερντογάν. Είναι -σε ό,τι αφορά την τηλεόραση και το ραδιόφωνο- ενδεικτικό και το δραματικό μουσικό “χαλί”, η υπόκρουση, που συνοδεύονται τα ρεπορτάζ στα ελλαδικά και κυπριακά ΜΜΕ. Είναι ως να ακούγονται “τύμπανα πολέμου”, με πλοία και αεροπλάνα να πηγαινοέρχονται και τον Ερντογάν να ωρύεται από το βήμα των συγκεντρώσεων, που οργανώνει. Αυτό θέλει κι αυτός. Αυτή είναι η επιδίωξή του.
Πέραν του εκλογικού στόχου της συσπείρωσης ψηφοφόρων, της άντλησης ψήφων από ένα ακροατήριο, το οποίο χρειάζεται διακαώς, θέλει να κρατάει συνεχώς στην πρίζα της έντασης τις δυο χώρες. Η απάντηση στην τουρκική συμπεριφορά δεν είναι η εδραίωση, από το δικό μας πολιτικό και το μιντιακό σύστημα, του αισθήματος του φόβου. Σε αυτό το κλίμα θα ζούμε όσο το αποδεχόμαστε χωρίς να αντιδρούμε. Το κλίμα αυτό το επιβάλλει η κατοχική δύναμη μέχρι -όπως ο Ερντογάν επιδιώκει- να γίνουν αποδεκτές οι αξιώσεις του. Η Άγκυρα παίζει πάντα αυτό το πεδίο, αρέσκεται σε τούτο παιχνίδι. Διά της ισχύος και αναίμακτα να κερδίζει έδαφος.
Ο αείμνηστος Ηλίας Κουσκουβέλης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, σε άρθρο του στον «Φιλελεύθερο» (Νοέμβριο του 2016), έγραφε ότι τα τελευταία 30 χρόνια, η ελληνική εξωτερική αλλά και η αμυντική πολιτική έναντι της Τουρκίας έχουν βασισθεί σε δύο λανθασμένες υποθέσεις εργασίας. Αρχικά ότι η συμπεριφορά του στρατοκρατικού καθεστώτος της Τουρκίας είχε αλλάξει ή μπορούσε να αλλάξει λόγω της ευρωπαϊκής της πορείας και λόγω των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων της.
Από τους στρατοκράτες στους νεο-οθωμανούς
Στη συνέχεια, ότι η πολιτική των νεο-οθωμανών έναντι της Ελλάδας και των γειτόνων της ήταν διαφορετική από εκείνη των στρατοκρατών. Όπως περαιτέρω σημείωνε, οι εν λόγω υποθέσεις εργασίας είναι, πρώτον, αντίθετες με τους από την εποχή του Θουκυδίδη διαπιστωμένους νόμους λειτουργίας του διεθνούς συστήματος: του ανταγωνισμού της ισχύος και της μεγιστοποίησης της ασφάλειας κάθε κράτους. Ήταν και είναι, δεύτερον, μεθοδολογικά λανθασμένες, καθώς εκφράζουν ένα ευνοϊκό για την Ελλάδα σενάριο, ενώ είναι γνωστό πως η εξωτερική και κυρίως η αμυντική πολιτική χαράσσονται με βάση το χειρότερο πιθανό ενδεχόμενο. Και, τρίτον, ακυρώνονται από τη συμπεριφορά της Τουρκίας.
Η κατοχική δύναμη επιχειρεί να πετύχει τα μέγιστα απειλώντας, θέλοντας να έχει μειωμένη πιθανότητα κόστους για την ίδια. Ποια η απάντηση από την Αθήνα και τη Λευκωσία; Ποιος ήταν ο σχεδιασμός όταν, για παράδειγμα, η Τουρκία εισέβαλε για πρώτη φορά στην κυπριακή ΑΟΖ (Νοέμβριος 2018); Η Ελλάδα, εκτός των όλων των άλλων, είναι και εγγυήτρια δύναμη και όφειλε να αντιδράσει. Την ίδια ώρα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να απαντήσει πώς έχει διασφαλίσει το ενεργειακό της πρόγραμμα; Όταν σχεδιάζει ένα κράτος -ακόμη και μικρό- ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα, πρέπει να τα προβλέψει όλα.
Τα όσα εκτοξεύει ο Ερντογάν δεν είναι προεκλογικά πυροτεχνήματα, αλλά αφορούν στρατηγικές επιδιώξεις της κατοχικής δύναμης. Η αποτροπή δεν σημαίνει πόλεμο. Σημαίνει διαμόρφωση ενός σχεδιασμού πρόκλησης κόστους στην κατοχική δύναμη. Η αναπαραγωγή των όσων απειλών εκτοξεύει ο Ερντογάν, χωρίς πολιτική απάντηση, βολεύει την κατοχική δύναμη.