Πώς μπορούμε να γυρίσουμε σελίδα στο Κυπριακό
21/07/2024Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στο Κυπριακό, το ζητούμενο είναι η Λευκωσία και η Αθήνα να προχωρήσουν σε αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση, με κριτήριο τη συλλογική ασφάλεια και ευημερία του κυπριακού Ελληνισμού. Αυτό σημαίνει απεγκλωβισμό κυρίως των πολιτικών ελίτ σε Λευκωσία και Αθήνα από τα καθηλωτικά στερεότυπα δεκαετιών, τα οποία συντηρούν αυταπάτες. Σημαίνει αναστοχασμό για τη λύση του Κυπριακού, κοιτάζοντας κατάματα την πραγματικότητα. Σημαίνει εγκατάλειψη της “Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας”.
Η διπλωματική οχύρωση των Ελληνοκυπρίων πίσω από αυτό τον τίτλο μπορεί να φαίνεται ότι τους δίνει πόντους στο διπλωματικό blame game, αλλά στην πραγματικότητα είναι συνταγή παγίδευσης. Το 76% που συγκέντρωσε το “όχι” στο δημοψήφισμα του 2004 έπρεπε να είχε μετατραπεί αμέσως σε αφετηρία στρατηγικής αναθεώρησης από μηδενική βάση, επειδή πρόσφερε πολιτικά την δυνατότητα να αλλάξει το πλαίσιο αναζήτησης λύσης. Αυτό δεν συνέβη, με αποτέλεσμα να επιστρέψουμε στη διπλωματική πεπατημένη με τα γνωστά αποτελέσματα.
Έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, η 50η επέτειος είναι ευκαιρία να ανοίξει χωρίς ταμπού η συζήτηση για το Κυπριακό. Το ζητούμενο πρέπει να είναι η ανεύρεση της συγκριτικά καλύτερης δυνατής λύσης, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει με ασφάλεια στις πατρογονικές εστίες του. Η ελληνική στρατηγική οφείλει να είναι τέτοια που να βρει ανταπόκριση διεθνώς και να αποκτήσει ισχυρά διπλωματικά ερείσματα. Προφανώς οι επιλογές των Ελληνοκυπρίων είναι και περιορισμένες και επώδυνες επειδή:
- Η πολυετής κατοχή έχει δημιουργήσει πολλαπλά τετελεσμένα προς την κατεύθυνση της τουρκοποίησης της βόρειας Κύπρου. Τα σημαντικότερα είναι η μαζική εγκατάσταση Τούρκων εποίκων, η μετανάστευση μεγάλου αριθμού Τουρκοκυπρίων και το μεγάλωμα δύο σχεδόν γενεών Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων χωρίς μνήμες συνύπαρξης και σε πολύ μεγάλο βαθμό χωρίς επιθυμία συνύπαρξης.
- Βρίσκονται υπό τη διαρκή πίεση και απειλή του τουρκικού κατοχικού στρατού.
- Βρίσκονται αρκετά μακριά από την Ελλάδα και κυρίως επειδή στην Αθήνα κυριαρχεί η τάση αφενός αποδέσμευσης από την εθνική ευθύνη έναντι του κυπριακού Ελληνισμού, αφετέρου απεμπόλησης του στρατηγικού πλεονεκτήματος που γεωπολιτικά αντιπροσωπεύει η Κύπρος για τον Ελληνισμό.
Στρατηγική αναθεώρηση από μηδενική βάση
Η στρατηγική αναθεώρηση από μηδενική βάση είναι εξορισμένη από την ατζέντα σε Λευκωσία και Αθήνα, παρά τα επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα. Οι μόνες δύο θετικές εξαιρέσεις στη διπλωματική διαχείριση του Κυπριακού εκ μέρους της Αθήνας την τελευταία εικοσαετία είναι αφενός η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, αφετέρου η άρνηση του καθεστώτος των εγγυήσεων. Οι Τούρκοι απέδειξαν στην πράξη πώς θεωρούν ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις έχουν δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Την πρόθεση και την πρακτική δυνατότητα να ασκήσει αυτό το δικαίωμα, όμως, το έχει μόνο η Τουρκία.
Η τουρκική πλευρά θέτει ως προϋπόθεση για συμφωνία τη διατήρηση της συνθήκης εγγυήσεων. Το σχέδιο Ανάν, μάλιστα, έδινε στις εγγυήτριες δυνάμεις (πρακτικά στην Τουρκία) δικαίωμα επέμβασης για να “προστατεύσει” την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη συνταγματική τάξη! Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τους το ζητήσει η τουρκοκυπριακή κυβέρνηση, επικαλούμενη απειλή. Οι αναφορές στο σχέδιο Ανάν δεν είναι παρελθοντολογία. Η τουρκική πλευρά έχει καταστήσει σαφές πως η διατήρηση του καθεστώτος εγγυήσεων είναι γι’ αυτήν απαράβατος όρος.
Η πρωτοφανής στα διεθνή χρονικά συνθήκη εγγυήσεων ήταν και το 1960 απαράδεκτη, αλλά σήμερα, με την Κυπριακή Δημοκρατία μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης και με όσα έχουν συμβεί το 1974, η διατήρηση των εγγυήσεων συνιστά αυτοχειρία. Δεδομένου, λοιπόν, ότι πρόκειται και για τις δύο πλευρές κρίσιμη πτυχή, λογικά η όποια διαπραγμάτευση θα έπρεπε να αρχίσει από εκεί (εγγυήσεις), ώστε να διαφανεί εάν υπάρχει ή όχι περιθώριο γεφύρωσης του χάσματος. Όλα τα άλλα έπονται. Δυστυχώς, Λευκωσία και Αθήνα, αντί να προτάξουν το ζήτημα των εγγυήσεων, φέρνοντας τον κόμπο στο χτένι, παρασύρονται σε ολισθηρό μονοπάτι, με το επιχείρημα-πρόσχημα να μην αρνηθούμε τη διαδικασία που προτείνει η Γραμματεία του ΟΗΕ!
Τι είναι ρεαλιστική πρόταση
Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια γεωπολιτικά ασταθή περιοχή, όπου τα σύνορα ρευστοποιούνται και ήδη έχουν δρομολογηθεί τεκτονικές αλλαγές. Η πολυετής κατοχή έχει δημιουργήσει πολλαπλά τετελεσμένα στη βόρειο Κύπρο. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ζητούμενο πρέπει να είναι η με ορθολογικό τρόπο ανεύρεση της συγκριτικά καλύτερης δυνατής λύσης, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις πατρογονικές εστίες του.
Ρεαλιστική πρόταση δεν είναι, βεβαίως, η πρόταση που γίνεται αποδεκτή από την Άγκυρα. Είναι η πρόταση που μπορεί να αποκτήσει ερείσματα στη διεθνή κοινότητα. Το πραγματικό δίλημμα που τουλάχιστον από το 2004 τίθεται στους Ελληνοκυπρίους είναι “ή λύση τύπου Ανάν, ή αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση”. Η ατταβιστική εμμονή της Λευκωσίας στη “Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία” ισοδυναμεί με εμμονή σε λύση τύπου Ανάν, δηλαδή στη λύση που το 2004 οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν με 76%.
Η αναθεώρηση στρατηγικής είναι διαδικασία. Προϋποθέτει, δηλαδή, την κατάθεση εναλλακτικών προτάσεων ως προς τα σχέδια τύπου Ανάν που καμουφλάρονται πίσω από τον όρο “Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία”. Χωρίς αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση, οι “απορριπτικοί” το καλύτερο που μπορούν να επιτύχουν είναι να καθυστερήσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν καταστροφικό. Η Ιστορία μας διδάσκει πως όποιος δεν καταθέτει ρεαλιστική πρόταση είναι καταδικασμένος σε ήττα. Στην εξωτερική πολιτική η άμυνα είναι απαραίτητη, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετή από μόνη της. Στο Κυπριακό, όσο δεν διατυπώνεται μία εναλλακτική στρατηγική, οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται στο υφιστάμενο πλαίσιο και θα οδηγούν σε σχέδια τύπου Ανάν. Η περίοδος που μεσολάβησε από το δημοψήφισμα το αποδεικνύει.
Η αναξιοποίητη ευκαιρία
Το όποιο ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν έχει επηρεάσει τη στάση της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό, αν και θα έπρεπε. Προφανώς, αυτό συμβαίνει για λόγους γραφειοκρατικής αδράνειας. Είναι σκανδαλώδες ότι Αθήνα και Λευκωσία χειρίζονται το Κυπριακό λες και δεν έχει αλλάξει τίποτα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τη Δύση. Πρόκειται δια παραλείψεως εθνικό έγκλημα. Τα τελευταία χρόνια έχουν συντελεστεί βαρυσήμαντες γεωπολιτικές μετατοπίσεις που επηρεάζουν καθοριστικά την περιοχή μας και οι οποίες θα έπρεπε να έχουν αξιοποιηθεί από την ελληνική και την κυπριακή διπλωματία.
Όταν υπάρχει αρνητικό κλίμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και αντιστρόφως θετικό κλίμα στις ελληνοαμερικανικές, είναι δυνατόν το Κυπριακό να έχει αφεθεί να αντιμετωπίζεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα; Γι’ αυτό την ευθύνη φέρουν Αθήνα και Λευκωσία, οι οποίες, ως άμεσα θιγόμενες θα έπρεπε να το έχουν μετατρέψει σε κεντρικό άξονα της διπλωματίας τους. Είναι κατανοητό γιατί το 2004 οι ΗΠΑ στήριξαν με κάθε τρόπο το σχέδιο Ανάν. Τότε, ο Ερντογάν ήταν ο “ισλαμοδημοκράτης” που (στο μυαλό τους) θα λειτουργούσε σαν φιλοδυτικό παράδειγμα για τον μουσουλμανικό κόσμο! Για μία ακόμα φορά τα δυτικά πολιτικά επιτελεία διαψεύσθηκαν οικτρά.
Σήμερα, που όλη εκείνη η “αναμφισβήτητη δυτική σοφία” για την Τουρκία του Ερντογάν έχει διαψευσθεί παταγωδώς, δεν θα έπρεπε Αθήνα και Λευκωσία να το εκμεταλλευθούν; Γιατί αφήνουν το Κυπριακό να παραμένει στην τρέχουσα γραφειοκρατική διαχείριση χαμηλόβαθμων διπλωματών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι οποίοι λειτουργούν με κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις αλλαγές στη “μεγάλη εικόνα”; Γιατί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο δεν υπενθυμίζουν στην Ουάσινγκτον πόσο αρνητικά θα είχαν επηρεαστεί τα συμφέροντά της εάν είχε περάσει το σχέδιο Ανάν; Δεν πρόκειται για ισχυρισμό. Συμφέρει την Ουάσιγκτον η γεωπολιτικά πολύτιμη Κύπρος να περιέλθει επί της ουσίας στον γεωστρατηγικό έλεγχο μίας Τουρκίας, η οποία εδώ και χρόνια διολισθαίνει μακριά από τη Δύση; Προφανώς όχι.
Είναι κοινό μυστικό ότι η Γραμματεία του ΟΗΕ κινείται στο πλαίσιο που της έχουν υπαγορεύσει Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Φόρεϊν Όφις τις προηγούμενες δεκαετίες. Γιατί, Αθήνα και Λευκωσία αφήνουν να συνεχίζεται αυτό; Έχουν ισχυρά επιχειρήματα που αγγίζουν την αμερικανική ευαισθησία. Γιατί δεν τα θέτουν στις διπλωματικές επαφές όλων των επιπέδων, με σκοπό να προκαλέσουν μία αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής; Γιατί αφήνουν τους Βρετανούς να παίζουν τα δικά τους παιχνίδια; Προφανώς, δεν πρόκειται για εύκολο εγχείρημα, αλλά οι τουρκικές επιδιώξεις στην Κύπρο απειλούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, έστω κι αν τα στερεότυπα που έρχονται από το παρελθόν και η γραφειοκρατική αδράνεια δεν έχουν ακόμα επιτρέψει στους Αμερικανούς να προσαρμόσουν την πολιτική τους για το Κυπριακό στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα.
Κύπρος και Ισραήλ
Η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατική αδράνεια, ειδικά όταν πρόκειται για ζήτημα τριτεύουσας σημασίας γι’ αυτήν. Στην Ουάσινγκτον, βεβαίως, δεν κοιμούνται και ξυπνάνε με το μυαλό τους στο Κυπριακό! Πολύ περισσότερο, όταν οι άμεσοι θιγόμενοι (Αθήνα και Λευκωσία) δεν κάνουν τίποτα για να επανατοποθετήσουν το Κυπριακό στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου. Συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν με κραυγαλέο πολιτικό αυτισμό την αποδεδειγμένα αδιέξοδη θέση “λύση στη βάση της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας”!
Η αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση είναι επιβεβλημένη. Έπρεπε να είχε γίνει το 2004, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ. Όταν, λοιπόν, Αθήνα και Λευκωσία συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, προφανώς δεν θα αλλάξει η Ουάσινγκτον το πλαίσιο για ένα ελληνικό πρόβλημα. Θα σκεφτεί να αναθεωρήσει την πολιτική της μόνο εάν ωθηθεί από τους άμεσα θιγόμενους. Αλλά κι αν οι Αμερικανοί διστάσουν να αλλάξουν πολιτική, σίγουρα θα συμφωνήσουν πως είναι και για το δικό τους συμφέρον να παγώσουν τις διπλωματικές διαδικασίες που δρομολογεί ο Γκουτέρες μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο με τον Ερντογάν και τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Το ίδιο ισχύει και για το Ισραήλ. Για τους Ισραηλινούς είναι εφιάλτης όλη η Κύπρος να περάσει υπό τον γεωστρατηγικό έλεγχο της Τουρκίας, αλλά δεν είναι αυτοί που θα ορίσουν τον τρόπο και το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού. Εάν, όμως, Αθήνα και Λευκωσία άλλαζαν γραμμή πλεύσης, εάν απεγκλωβίζονταν από την παγίδα της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας και αναζητούσαν εναλλακτική στρατηγική, το Ισραήλ θα τις στήριζε για το δικό του συμφέρον και τοπικά και στις ΗΠΑ, παρότι είναι αυτό το διάστημα εγκλωβισμένο στα δικά του προβλήματα (Γάζα).
Αυτό είναι το πραγματικό τοπίο στο Κυπριακό, έστω κι αν Αθήνα και Λευκωσία εμμένουν αυτιστικά στην επί δεκαετίες διπλωματική πεπατημένη. Δεν συνειδητοποιούν, άραγε, ότι όλο αυτό το γεωστρατηγικό πλέγμα που έχει υφανθεί τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο με τις τριμερείς συνεργασίες και το οποίο ήδη ατροφεί, θα διαλυθεί ολοσχερώς εάν δρομολογηθεί λύση του Κυπριακού στη βάση της “δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας” που έχουν κάνει σημαία Λευκωσία και Αθήνα;