Πώς επηρεάζει την Ελλάδα η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν
15/06/2021Η ρεαλιστική ανάγνωση των αποτελεσμάτων της συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο απαιτεί τη συνδυαστική εξέτασή τους σε σχέση με τη συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν. Ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνουν Ελλάδα και Τουρκία είναι εξαιρετικής σημασίας και αντιμετωπίζεται παραδοσιακά ως “ενότητα”.
Αυτό ερμηνεύει και τη διαχρονική ισχύ του στερεοτύπου της “αναντικατάστατης Τουρκίας” στα κέντρα λήψεως αποφάσεων του Δυτικού Κόσμου, κυρίως όμως στην Ουάσιγκτον. Άρα μια πετυχημένη διεκδικητική ελληνική στρατηγική, προϋποθέτει καλή κατανόηση του στρατηγικού περιβάλλοντος, εντός του οποίου αλληλεπιδρούν παγκόσμιοι και περιφερειακοί δρώντες στην περιοχή μας.
Η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν ήταν σε επίπεδο εικόνας εξαιρετικά ασύμβατη με την πραγματική κατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας. Το κλίμα που υπό “φυσιολογικές” συνθήκες μπορούσε να ήταν μέχρι και ψυχροπολεμικό, ήταν σχεδόν πανομοιότυπο αυτού κατά τη διάρκεια αμερικανοτουρκικών συναντήσεων κορυφής την εποχή που η Τουρκία ήταν το αγαπημένο παιδί του ΝΑΤΟ.
Αυτή η επικοινωνιακή ανακολουθία τροφοδοτεί την αυτοπεποίθηση του Ερντογάν. Πιστεύει ότι ακόμα και με την οικονομία της Τουρκίας στην άκρη του γκρεμού, ακόμα και υπό το βάρος ακραίων αντισυμμαχικών ενεργειών του, μπορεί να ξεφύγει. Όχι μόνο να μην καταστραφεί ο ίδιος πολιτικά, αλλά και να μετατρέψει όσα θεωρούνταν αδιανόητα και ως αντικείμενο συζήτησης με άλλες δυνάμεις, σε αντικείμενο επίσημης διαπραγμάτευσης. Δεδομένου ότι η Δύση έχει εμποτιστεί με το δόγμα της “αναντικατάστατης” αξίας του “οικοπέδου Τουρκία”, κατόρθωσε να αποσπάσει άμεσα και έμμεσα οφέλη, πολιτικά και οικονομικά.
Η κατάσταση είναι βέβαια εμφανώς διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρελθόν. Όπως έχει υποστηριχτεί στο παρελθόν, η στρατιωτική επένδυση των ΗΠΑ στον ελλαδικό χώρο δεν είναι ευκαιριακή. Στόχο έχει αφενός την προετοιμασία για το “κακό σενάριο” της οριστικής ρήξης με την Τουρκία, αφετέρου την αποτροπή εκβιαστικών τουρκικών πρακτικών του παρελθόντος.
Πρωτοβουλίες για το εθνικό συμφέρον
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα καλείται να οικοδομήσει στρατηγική προστασίας των εθνικών της συμφερόντων. Έχουν συνειδητοποιηθεί επαρκώς οι “συστημικοί” περιορισμοί; Η Τουρκία προσπαθεί με συνέπεια να αξιοποιεί προς όφελός της τα δεδομένα, όπως περιγράφτηκαν παραπάνω. Το επιχείρημά μας δεν είναι η Ελλάδα να υιοθετήσει παρακινδυνευμένη πολιτική (brinkmanship), αλλά να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα ξεκαθαρίζουν προς τους συμμάχους της ότι προϋπόθεση εξυπηρέτησης του συμμαχικού συμφέροντος είναι αυτό να μην αντιστρατεύεται το ελληνικό εθνικό συμφέρον.
Στην προσπάθειά της να διαβεβαιώνει συνεχώς ότι είναι “πιστός σύμμαχος”, η Αθήνα δείχνει να λησμονεί αυτό τον όρο. Πρόκειται για καίριο σφάλμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Καταρχάς, η συμπεριφορά αυτή προδίδει ανασφάλεια. Σαν να μην πιστεύει ούτε η ίδια αυτό που διακηρύσσει και γι’ αυτό αισθάνεται την ανάγκη να δίνει διαρκώς διαβεβαιώσεις.
Δεν υποστηρίζουμε την υιοθέτηση εκβιαστικών τακτικών προκειμένου να εξασφαλίσει η Αθήνα ανταλλάγματα για τις διευκολύνσεις στον συμμαχικό –κυρίως τον αμερικανικό– παράγοντα στο ελλαδικό έδαφος. Κυρίως διότι δεδομένης της παρελθούσας συμπεριφοράς δεν θα ήταν μια πειστική ενέργεια! Όμως, η τακτική πρέπει να αλλάξει δραστικά και να απαιτούνται συγκεκριμένα ανταλλάγματα με την άσκηση διαρκούς πίεσης, χωρίς υπερβολές.
Στρατιωτικό πεδίο
Κι αν ζητήματα όπως η παροχή στην Ελλάδα μαχητικών F-35 θεωρούνται από κάποιους εγχώριους κύκλους “μεγαλοϊδεατισμός”, ας αναφερθούμε σε κάτι πιο “ανώδυνο”. Πόσο παράλογο θα ήταν να απαιτήσει η Ελλάδα τα τεθωρακισμένα M1117 να μας παραδοθούν με τον οπλισμό τους, ώστε να είναι άμεσα αξιοποιήσιμα π.χ. στην άμυνα των νήσων;
Εάν τεθεί “ερώτημα αποστρατιωτικοποίησης” από αμερικανικής πλευράς για οχήματα που εύκολα θα εξόπλιζαν απλές δυνάμεις εθνοφρουράς και με εμφανή την απειλή στην απέναντι ακτή, προφανώς θα πρέπει εμείς να εγείρουμε ζήτημα αντισυμμαχικής τοποθέτησης από την Ουάσινγκτον. Παράλληλα, να προστεθεί μετ’ επιτάσεως ότι οι όποιες στρατιωτικές διευκολύνσεις προς τους Αμερικανούς πρέπει να εξυπηρετούν το ελληνικό εθνικό συμφέρον. Αλλιώς στερείται νοήματος να δοθούν.
Κι ας μην επικεντρώσουμε αποκλειστικά στο στρατιωτικό πεδίο. Είναι γνωστό ότι το έντονο αμερικανικό ενδιαφέρον για την περιοχή της Αλεξανδρούπολης έχει και εμφανές ενεργειακό χαρακτήρα, όχι αμιγώς στρατιωτικό. Κατά συνέπεια, με δεδομένη την αξιοποίηση διεθνώς του φυσικού αερίου ως “μεταβατικού καυσίμου”, πόσο παράλογο είναι να ζητηθεί ενεργός υποστήριξη για την αξιοποίηση σημαντικών κοιτασμάτων στην ελληνική ΑΟΖ;
Ενεργειακός παράγοντας
Και μόνο να γλίτωνε η Ελλάδα τα περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως που δαπανά ετησίως για την εισαγωγή υδρογονανθράκων, το οικονομικό όφελος θα αντιστοιχούσε με το τριπλάσιο σχεδόν της ετήσιας δωρεάν στρατιωτικής βοήθειας που λαμβάνει το Ισραήλ (3,8 δισ. δολάρια) για τα επόμενα δέκα χρόνια. Με τέτοιο έσοδο δεν θα συζητούσαμε το κόστος για την απολύτως ανελαστική ανάγκη αντικατάσταση των μονάδων επιφανείας του στόλου, ή τη συμπλήρωση δεύτερης μοίρας με Rafale, ή την προμήθεια πρώτης πολεμικής Μοίρας με F-35A LightningII.
Σε τελική ανάλυση, για ποιον λόγο η Τουρκία “πουλάει” στους κατ’ όνομα συμμάχους της στο ΝΑΤΟ την όποια -ποσοτική- στρατιωτική της ισχύ για να μην υποστεί συνέπειες για τις δικές της αντισυμμαχικές ενέργειες; Η ενίσχυση της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος δεν συνιστά ενίσχυση της Συμμαχίας, στην οποία η Ελλάδα είναι μέλος δίχως “υποσημειώσεις και αστερίσκους”;
Καταληκτικά, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει να εντυπωσιάζεται από τις “ψυχολογικές μεταπτώσεις” στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Παράλληλα, με την καλή κατανόηση του πλαισίου, εντός του οποίου δραστηριοποιείται, οφείλει να διαμορφώσει συνθήκες “αυτονόμησης” των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, οι οποίες δεν μπορούν από την πλευρά μας –το επαναλαμβάνουμε για μία ακόμα φορά– να ξεφεύγουν από την αυστηρή οπτική της εξυπηρέτησης του ελληνικού εθνικού συμφέροντος και μόνον αυτού.