Πως ο υβριδικός πόλεμος του Ερντογάν διαβρώνει την ελληνική αποτροπή
25/10/2022Αν και ο Ερντογάν έχει αποτύχει να αναδειχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, όπως φιλοδοξούσε, παραμένει πιστός στο σχέδιό του η Τουρκία να εδραιωθεί ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη και ομολογουμένως το υπηρετεί με συνέπεια και τόλμη. Για να αναδειχθεί, μάλιστα ο ίδιος σε εθνικό ηγέτη είχε συνείδηση πως δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από το κίνημα Γκιουλέν, τα δυτικά δίκτυα επιρροής και τους κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειαζόταν και ένα ιδεολογικό όχημα.
Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τον ίδιο, ο Τούρκος πρόεδρος, παραλλήλως με το νεοοθωμανισμό, παίζει δυνατά και το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Με αυτό τον τρόπο και σ’ αυτή την ιδεολογική βάση προσελκύει και ενσωματώνει στο καθεστώς του και παραδοσιακούς κεμαλιστές αξιωματικούς και κρατικούς αξιωματούχους, υπό την προϋπόθεση πως αυτοί δεν είναι διαπλεκόμενοι με τη Δύση. Ειδικά όσοι κρατικοί αξιωματούχοι ερωτοτροπούσαν παραδοσιακά ή και αργότερα με τον ευρασιανισμό είναι κάτι περισσότερο από ευπρόσδεκτοι στο καθεστώς.
Είναι ενδεικτικό ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, που είχε χαρακτηρίσει απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, όποτε της δίνεται η ευκαιρία σπεύδει να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό-επεκτατισμό εναντίον της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, ο αρχηγός της Κιλιντσάρογλου δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει αυτό που έχει πει και στο παρελθόν: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»!
Η δήλωση-ορόσημο του Ερντογάν
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο 2016, ο Ερντογάν είχε πει στο Υπουργικό του Συμβούλιο ότι η περιοχή έχει εισέλθει σε μία νέα εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από γεωπολιτική ρευστότητα. Όπως χαρακτηριστικά είχε υπογραμμίσει, η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη, προσθέτοντας ότι αυτός θα αγωνισθεί για να κερδίσει. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να διαβαστεί η επανειλημμένη δήλωσή του ότι η συνθήκη της Λωζάννης πρέπει να αναθεωρηθεί.
Εκείνες οι φράσεις του Τούρκου προέδρου συνοψίζουν με τον καλύτερο τρόπο τη στρατηγική προσέγγισή του, όπως και μετέπειτα δηλώσεις του που προετοιμάζουν την τουρκική κοινή γνώμη για πόλεμο. Το ερντογανικό καθεστώς είναι πεπεισμένο πως έχουμε εισέλθει σε περίοδο παρόξυνσης των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, που συχνά προσλαμβάνουν και τη μορφή ένοπλων συγκρούσεων.
Αυτός είναι ο λόγος που οι τουρκικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στη βόρειο Συρία, παρενέβησαν στη Λιβύη και στον Καύκασο, προβαίνουν σε πειρατικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ και κλιμακώνουν την επιθετικότητά τους στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Η Ελλάδα μπορεί να μην βρίσκεται ακόμα στη “ζώνη του πολέμου”, αλλά –μέσω της Τουρκίας– εφάπτεται σ’ αυτήν και μάλιστα με απειλή η “ζώνη του πολέμου” να κάνει μετάσταση στο Αιγαίο.
Έχει καταστεί εξόφθαλμο και από την πολεμική ρητορική και από συγκεκριμένες πράξεις πως τουρκική επιθετικότητα έχει ανεβεί “πίστα”. Τα γεγονότα έχουν επανειλημμένως αποδείξει πως τα διαβήματα διαμαρτυρίας, η ρητορική περί Ευρώπης και οι συστάσεις για σεβασμό του διεθνούς δικαίου δεν αποτρέπουν τις τουρκικές επεκτατικές πιέσεις. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει. Η χρόνια προσπάθεια της ελληνικής διπλωματίας να κατευνάσει τον τουρκικό επεκτατισμό αποδεικνύεται περίτρανα πως έχει αποτύχει.
Τί μήνυμα πρέπει να στείλει η Αθήνα
Η Αθήνα δεν έχει κανένα λόγο να τροφοδοτεί την ένταση, έστω και στο ρητορικό επίπεδο. Το μήνυμα που οφείλει χωρίς πολλά λόγια να στείλει προς όλες τις κατευθύνσεις είναι πως εάν απειληθεί η εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα θα αντιδράσει με όλα ανεξαιρέτως τα διαθέσιμα μέσα. Κι αυτό παρότι είναι αληθές ότι η ισορροπία δυνάμεων έχει εδώ και καιρό ανατραπεί υπέρ της Τουρκίας. Η Ελλάδα οφείλει να κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει μία πολεμική σύγκρουση, αλλά υπάρχει η προαναφερθείσα κόκκινη γραμμή, την οποία δεν μπορεί να παραβιάσει. Γιατί εάν την παραβιάσει θα έχει ακυρωθεί ως ανεξάρτητη κρατική γεωπολιτική οντότητα.
Σε περίπτωση καταπάτησης της εδαφικής ακεραιότητας και παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων, η Αθήνα οφείλει να εφαρμόσει μία στρατηγική σταδιακών αντιποίνων σε σημείο του ελληνοτουρκικού μετώπου που ευνοεί τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Προφανώς, γι’ αυτό πρέπει να υπάρξει επαρκής προετοιμασία από το γενικό Επιτελείο, με τη μορφή εναλλακτικών σεναρίων, ώστε να αποφευχθούν αιφνιδιασμοί και αυτοσχεδιασμοί της τελευταίας στιγμής.
Το πλεονέκτημα μίας τέτοιας διακηρυγμένης προς όλες τις κατευθύνσεις επίσημης στρατηγικής είναι το γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν επιθυμεί μία γενικευμένη σύρραξη. Κι αυτό, επειδή το κόστος ενός γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου, που εκ των πραγμάτων θα είναι αμοιβαία καταστροφικός, θα έχει για τον Ερντογάν μεγαλύτερο πολιτικό κόστος από το όποιο προσδοκώμενο κέρδος. Με άλλα λόγια, έστω και με τα δόντια, υφίσταται ακόμα η βάση της αποτροπής.
Ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει μία “εύκολη νίκη” σε ένα θερμό επεισόδιο στον τόπο και τον χρόνο που ευνοεί την τουρκική πλευρά. Και είναι ακριβώς αυτό που δεν πρέπει η Ελλάδα να του προσφέρει. Δεν πρέπει, λοιπόν, να αντιδράσει “σημειακά”, αλλά κατά το δυνατόν να ανταποδώσει ως πρώτο βήμα με ισοδύναμο τετελεσμένο κάπου αλλού, αλλά έτοιμη και για κλιμάκωση-γενίκευση της σύγκρουσης.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ερντογάν θα συνεχίσει στην παραδοσιακή τουρκική γραμμή “ένα βήμα τη φορά”. Όλα δείχνουν πως δεν θα διακινδυνεύσει μία σύρραξη, επιχειρώντας π.χ. την κατάληψη ελληνικής νησίδας. Εάν το έκανε, δεν θα άφηνε περιθώριο υπεκφυγής στην Αθήνα. Πιθανότατα, λοιπόν, θα περιορισθεί σε επιθετικές ενέργειες, οι οποίες συνιστούν υβριδικό πόλεμο, αλλά δεν οδηγούν αυτομάτως σε γενικευμένη ελληνική στρατιωτική αντίδραση. Μία κίνηση τέτοιου χαρακτήρα είναι αυτό για το οποίο έχει ήδη στρώσει τον δρόμο: να πραγματοποιήσει με βάση την τουρκολιβυκή συμφωνία έρευνες και αργότερα γεώτρηση στην δυνάμει ελληνική ΑΟΖ στα νοτιοανατολικά της Κρήτης.
Ευρύτερα, ο υβριδικός πόλεμος στον οποίον ήδη επιδίδεται η τουρκική πλευρά και αναμένεται το επόμενο διάστημα να τον κλιμακώσει καταπονεί τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, σπέρνει τον φόβο του πολέμου και εθίζει το πολιτικό σύστημα στην Αθήνα να αποδέχεται αυτό που σε προηγούμενη φάση θεωρούσε κόκκινη γραμμή. Με άλλα λόγια, διαβρώνει την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, με αποτέλεσμα να φέρνει πιο κοντά τον πόλεμο.