Προάγγελος διχοτόμησης από το 1948 η αρθρογραφία της “Χουριέτ”
19/06/2023Το βιβλίο του Γιώργου Αγγελετόπουλου “Η Χουριέτ και η πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό (1948-1955)”, των εκδόσεων “Ρίζες”, έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό, που αφορά το Κυπριακό και τις διαχρονικές στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Είναι ένα βιβλίο με προστιθέμενη αξία σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο Τουρκία. Ο Γ. Αγγελετόπουλος γνωρίζει καλά τα τουρκικά ζητήματα. Γνωρίζει να διαβάζει την τουρκική στάση και συμπεριφορά και με το βιβλίο αυτό μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε και εμείς καλύτερα την τουρκική πολιτική. Η Χουριέτ πρώτη έθεσε το θέμα της διχοτόμησης από το 1948.
Η εξαιρετική έρευνα, ανάμεσα στα πολλά που αναδεικνύει είναι και το προφανές. Ότι η ειδησεογραφία και η αρθρογραφία σε εφημερίδες, σε χώρες όπως είναι η Τουρκία, που κάποιες από αυτές έχουν καθεστωτικό ρόλο, θα έπρεπε να αξιολογούνταν. Τότε, γιατί το περιεχόμενο τους προδίκαζε εξελίξεις, έδειχναν προθέσεις και διαθέσεις. Κι εάν στην Κύπρο, η οποία ζούσε υπό βρετανική κατοχή αυτό ήταν δύσκολο να γίνει, να αξιολογούνταν δηλαδή όλες πληροφορίες από ανοικτές πηγές, θα ήταν λογικό και αναμενόμενο να γινόταν από το ελληνικό κράτος. Μπορεί και να γινόταν. Αλλά, ας μην ξεχνάμε, ότι τότε η Ελλάδα βίωνε ένα έντονο εμφυλιοπολεμικό κλίμα.
Ο ρόλος του Τύπου ήταν και παραμένει σημαντικός. Βεβαίως με άλλα δεδομένα στο παρελθόν, πολύ διαφορετικά σήμερα. Παρά ταύτα, είναι σαφές πως διαμορφώνει κοινή γνώμη, επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις. Ειδικά την περίοδο την οποία μελέτησε ο συγγραφέας, αλλά και χρόνια πριν και μετά, ο Τύπος χρησιμοποιείται ως εργαλείο προώθησης πολιτικής. Προετοιμάζεται η κοινή γνώμη, δοκιμάζονται τα αντανακλαστικά των τρίτων, κυρίως των επηρεαζόμενων. Η Χουριέτ εξέφραζε έναν ακραίο εθνικισμό, με βαθύ αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, αλλά και με έντονο το στοιχείο του επεκτατισμού. Ήταν ένα από τα προκεχωρημένα φυλάκια του τουρκικού “οράματος” για την Κύπρο.
Ήταν τότε, όταν ξεκινούσε η εφημερίδα, που έγινε η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα και σήμανε συναγερμός στους εθνικιστικούς κύκλους της Τουρκίας, ότι «θα χαθεί και η Κύπρος». Ως και το νησί να τους άνηκε. Η Χουριέτ ανέλαβε, λοιπόν, εργολαβικά να θέσει στο επίκεντρο της προσοχής την Κύπρο. Κι αυτό είχε να κάνει με την επιμονή του εκδότη Sedat Simavi, αλλά κι άλλων αρθρογράφων στη συνέχεια. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η Χουριέτ από τους πρώτους μήνες της έκδοσης της, το 1948, ασχολήθηκε επισταμένα με το θέμα της Κύπρου.
Ασχολήθηκε με τους Τούρκους της Κύπρου, που συνέδεε με τους “ομογενείς” στην ελληνική Θράκη και στα Δωδεκάνησα , αλλά ήταν σαφές πως έδινε περισσότερο βάρος στη Μεγαλόνησο. Το καθόρισε τότε και είναι μέχρι σήμερα για την Τουρκία εθνικό θέμα, υπό την έννοια ότι ήταν πάντοτε στόχος η κατάκτηση του νησιού. Ήταν εθνικό θέμα, εντασσόμενο στην επεκτατική πολιτική της Άγκυρας.
Χουριέτ και Κύπρος
Όπως σημειώνει ο Γιώργος Αγγελετόπουλος, για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων συγκροτήθηκε ένα αφηγηματικό σχήμα, το οποίο απευθυνόταν ταυτόχρονα σε δυο ακροατήρια, εκείνο της διεθνούς και εκείνο της εγχώριας κοινής γνώμης. Τα βασικά χαρακτηριστικά του μπορεί να συνοψιστούν στα εξής, όπως τα περιγράφει ο συγγραφέας:
- Η Κύπρος εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Βρετανίας, στην οποία “προσωρινά” έχει παραχωρηθεί. Σε περίπτωση όμως που τεθεί θέμα μεταβολής του καθεστώτος της, τότε εκείνη πρέπει να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη της, την Τουρκία (να σημειώσουμε εδώ πως την τελευταία περίοδο, ο κατοχικός ηγέτης, Ερσίν Τατάρ επαναλαμβάνει συνεχώς πως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, είχε υποσχεθεί στην Τουρκίας πως σε περίπτωση που η Βρετανία αποχωρούσε από την Κύπρο, η κυριαρχία θα επιστρεφόταν στην Τουρκία).
- Ο ενωτικός αγώνας των Ελληνοκυπρίων και η στήριξη, που του παρέχεται από την ελληνική κοινή γνώμη και τις ελληνικές κυβερνήσεις, υποσκάπτει τα θεμέλια της «τουρκοελληνικής φιλίας», αλλά και τα συμμαχικά συμφέροντα του δυτικού «ελεύθερου κόσμου» ( σ.σ. Ότι, δηλαδή, δεν εξυπηρετεί τους τουρκικούς στόχους, υπονομεύει φιλίες. Εάν όλοι δέχονται αυτά που ζητά η Τουρκία, τότε είναι εντάξει).
- Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων είναι «κομμουνιστές». Το «γεγονός» αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεργασία τους με την εκκλησία- που ως μη όφειλε εμπλέκεται σε ζητήματα πολιτικά- υπονομεύει την «ηρεμία» και την «ομαλότητα» στο νησί, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί τους στόχους της Μόσχας.
Η Ελλάδα είναι μια μικρή και ασταθής χώρα, η οποία δεν μπορεί να σηκώσει μόνη της το βάρος των συμμαχικών αμυντικών αναγκών στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Κατά συνέπεια, οφείλει να ενεργεί στο μέτρο των δυνατοτήτων της και σε συνεργασία με τον μεγάλο γείτονα της, την Τουρκία, και όχι να διαταράσσει τις διμερείς και περιφερειακές σχέσεις με ένα “τεχνητό” ζήτημα. Τεχνητό ζήτημα προφανώς αναφέρεται στην ένωση και τον αντιαποικιακό αγώνα των Κυπρίων.
Διαμορφώθηκε, λοιπόν, ένα αφήγημα, που αναδείκνυε το θέμα της Κύπρου και το καθιστούσε κομμάτι της τουρκικής κοινής γνώμης και του πολιτικού συστήματος. Ένα αφήγημα, ότι δήθεν «η Κύπρος είναι τουρκική».
Δυο χωριστές περιοχές
Σε άρθρο του, ο Süleyman Sedat Simavi, που δημοσίευσε το 1948, διατύπωσε για πρώτη φορά την άποψη ότι η μόνη αποδεκτή μεταβολή του υφισταμένου καθεστώτος του νησιού ήταν η διχοτόμηση, ενώ ταυτόχρονα υποστήριξε την εγγυητική παρουσία Τουρκίας και Ελλάδας για την «ανεξαρτησία» της Κύπρου: «Πώς μπορεί, λοιπόν, να διευθετηθεί το ζήτημα της Κύπρου; Κατά τη γνώμη μας, δεν υπάρχει κυπριακό ζήτημα […].
Θεωρούμε ότι η Κύπρος, η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τις ακτές μας της μητέρας πατρίδας και υπό την προστασία των συμμάχων μας Άγγλων, πρέπει να μείνει υπό το σημερινό της καθεστώς, το οποίο μόνο με έναν τρόπο μπορεί να μεταβληθεί: Όπως ακριβώς έγινε και στην Ιρλανδία, υπό τον όρο να χωριστεί το νησί σε δύο ίσες περιοχές, μία τουρκική και μία ρωμαίικη. Έτσι, οι κυβερνήσεις Τουρκίας και Ελλάδας θα εγγυώνται την προστασία και την ανεξαρτησία του. Η αντίθετη περίπτωση, να υπάρξει για την Κύπρο ένα καθεστώς υπό τη διακυβέρνηση της Ελλάδας, είναι εντελώς αδιανόητη. Ούτε καν τίθεται θέμα να μείνουμε αδιάφοροι για την τύχη εκατό χιλιάδων Τούρκων που διαβιούν στην Κύπρο και που οι καρδιές τους χτυπούν σαν τις δικές μας γι’ αυτά τα χώματα».
Sedat Simavi, ο ιδρυτής της Χουριέτ
Η “Χουριέτ” εκδόθηκε την πρωτομαγιά του 1948 και εκδότης της ήταν ο Süleyman Sedat Simavi, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1953 πέθανε. Το προσωπικό ενδιαφέρον του Simavi για την Κύπρο ξεκίνησε μετά από ένα ταξίδι που είχε κάνει στο νησί μαζί με το στέλεχος της εφημερίδας, Hikmet Bil.
Φτάνοντας στη Λεμεσό, μετέβησαν σε ένα καφενείο, όπου έγιναν μάρτυρες των παραπόνων των εκεί Τουρκοκύπριων περί της «κακομαθημένης συμπεριφοράς» των Ελληνοκυπρίων σε σχέση με το αίτημα της αυτοδιάθεσης, καθώς και της «καταπίεσης» που υφίσταντο από εκείνους. Επιπλέον ισχυρίζονταν ότι, ως αποτέλεσμα της τελευταίας, ένα τουρκοκυπριακό χωριό είχε «εκχριστιανισθεί» και ο ιμάμης του είχε γίνει παπάς.
Ακούγοντας αυτά, ο Simavi αρχικά «συγκινήθηκε», για να «ξεσπάσει» κατόπιν σε λυγμούς, δίνοντας την υπόσχεση στον Bil ότι «μπορεί να πεθάνω, αλλά θα πολεμήσω, για να σώσω τούτη την τουρκική Κύπρο». Πράγματι, στα χρόνια που ακολούθησαν τόσο ο Simavi, όσο και οι απόγονοι και οι επίγονοί του, θα πρόβαλλαν επανειλημμένως, συστηματικά και μεθοδικά την «υπόθεση της Κύπρου», μετατρέποντάς την σε «σημαία» της «ναυαρχίδας» τους, όπως έχει χαρακτηριστεί η Χουριέτ για το εκτόπισμά της στον χώρο του τουρκικού Τύπου.
Τον ρόλο που είχαν διαδραματίσει αναγνώρισαν μεταγενέστερα τόσο ο Ραούφ Ντενκτάς, όσο και ο πολιτικός σύμβουλος του Menderes και κατοπινός πρωθυπουργός, ο Nihat Erim. Ο Ντενκτάς υποστήριζε ότι η σημασία της εφημερίδας έγκειτο σε δύο σκέλη, το πρώτο εκ των οποίων ήταν πως «αν η Χουριέτ έκανε ένα θέμα πρωτοσέλιδο, τότε αυτό σήμαινε πως έχει κάποια βάση», προσθέτοντας πως αποτελούσε τη φωνή της τουρκικής κυβέρνησης και το δεύτερο ήταν ότι ησύχαζαν όταν «η Χουριέτ έφερνε στην επικαιρότητα θέματα, τα οποία αποφεύγαμε να αγγίξουμε ή να δημοσιοποιήσουμε».
Συνέντευξη του Μακάριου στην Χουριέτ
Άκρως ενδιαφέρουσα ήταν η συνέντευξη, που παραχώρησε στην εφημερίδα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τον Ιανουάριο του 1954 και για τα όσα ανέφερε ο Μακάριος, αλλά και την επιθετική συνέντευξη που δόθηκε στον Necati Zincirkıran. Στη συνοδευτική του κειμένου φωτογραφία εικονιζόταν ο δημοσιογράφος με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο γραφείο του τελευταίου, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που του είχε παραχωρήσει. Στη λεζάντα αναφέρονταν μάλλον άκομψα τα εξής:
«Η ανησυχία του μελανοπώγωνα Αρχιεπισκόπου Κύπρου είναι το γεγονός ότι το εξήντα τοις εκατό της κοινότητάς του είναι κομμουνιστές. Κι ενώ ο Μακάριος χτυπιέται και αναλώνεται χάριν της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, οι κομμουνιστές Ελληνοκύπριοι φωνασκούν ότι “όσο η Ελλάδα δεν γίνεται μια συνδεδεμένη με τη Ρωσία Λαϊκή Δημοκρατία, όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και οι άλλες δορυφορικές χώρες, δεν θέλουμε την ένωση”».
Περνώντας από την Αρχιεπισκοπή, εντύπωση του προξένησαν οι προτομές των εκτελεσθέντων ιερέων κατά την «ανταρσία του 1821», το γεγονός ότι στη συνείδηση του κόσμου εκείνοι ήσαν «αγωνιστές», καθώς και το πλήθος των εκκλησιών και των μοναστηριών στο νησί, που «δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο, εκτός από τη Ρώμη». Συνεχίζοντας την περιγραφή του, ανέφερε ότι «μέχρι προσφάτως» δουλειά των «παπάδων» στην Κύπρο ήταν να προσηλυτίζουν στον χριστιανισμό Τουρκοκύπριους, «που δεν γνώριζαν άλλη γλώσσα από τα ρωμαίικα». Αφηγείτο, μάλιστα, ένα περιστατικό της κλοτσηδόν εκδίωξης και του ξυρίσματος ενός παπά από το χωριό Σελλάδιν τ’ Άππη της Τηλλυρίας, επεισόδιο μετά το οποίο «ουδείς ξαναείδε στο νησί τον θρασύ παπά που του ξύρισαν το μούσι».
Ακολούθως, καταφερόνταν εναντίον και άλλων ιερέων, υποστηρίζοντας ότι είναι “ρυπαροί” και με φθαρμένα άμφια, αλλά ταυτόχρονα και «αδελφοί του Μακαρίου!». Στο στόχαστρό του έμπαινε κατόπιν ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος με εντελώς ανοίκειο και υποβολιμαίο τρόπο: Επισημαινόταν η φυσική «ομορφιά του» και η γοητεία που ασκούσε «στις “Ελενίτσες” του νησιού, οι οποίες παρακολουθούσαν [στα συλλαλητήρια] τον μαυροφρύδη, μαυρομάτη και μελανοπώγωνα Αρχιπαπά με τα σάλια τους να τρέχουν».
Αφού δώσει ένα σύντομο βιογραφικό του, υποστήριξε ότι μετά την ανάρρησή του στην αρχιεπισκοπική έδρα, είχε βαλθεί «να αυξήσει την επιρροή της εκκλησίας» και να «πάρει στη χούφτα του τις 400 χιλιάδες των Ελληνοκυπρίων», όμως η ισχυρή παρουσία των κομμουνιστών ήταν ένα «θέμα που τον κλονίζει και τον ανατριχιάζει», αλλά και του χαλάει αυτά τα σχέδια. Παρά την αρνητική εκείνη παρουσίαση, ο απεσταλμένος της εφημερίδας τηλεφώνησε στην Αρχιεπισκοπή για να ζητήσει συνέντευξη από τον Μακάριο.
Ο «κόκκινος παπάς»
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, η επιθετική στάση του απεσταλμένου της εφημερίδας συνεχίστηκε από την πρώτη κιόλας στιχομυθία που είχε με τον Μακάριο. Όταν ο τελευταίος ξεκινώντας εξέφρασε τα συλλυπητήριά του για τον θάνατο του Simavi, που είχε πεθάνει το 1953, ο Zincirkıran τον ρώτησε αμέσως αν γνώριζε ποια ήταν η παρακαταθήκη που εκείνος τους είχε αφήσει, για να προσθέσει αμέσως κατόπιν: «Οι αγώνες των Τούρκων που διαβιούν στην Κύπρο, στη Δυτική Θράκη και στα Δωδεκάνησα».
Στο συγκαταβατικό νεύμα του Αρχιεπισκόπου και στην ερώτησή του «πώς είδατε την Κύπρο;», ο Τούρκος δημοσιογράφος απάντησε συνεχίζοντας στο ίδιο ύφος: «Εμείς ονομάζουμε το νησί “πράσινο”, διότι το χρώμα αυτό χαρακτηρίζει τον παράδεισο και η Κύπρος είναι τέτοιου είδους τόπος. Στο παραδεισένιο νησί αυτό, όμως, η ηρεμία κατά καιρούς διαταράσσεται. Ενώ δεν υπάρχει ούτε σπιθαμή εδάφους προς παραχώρηση, εγείρετε θέμα ένωσης. Και τότε το πράγμα αλλάζει».
Ο Μακάριος, του ανακοίνωσε ότι τον προσεχή Οκτώβριο το θέμα επρόκειτο να τεθεί στα Ηνωμένα Έθνη, όπου θα το υποστήριζε η Ελλάδα, αλλά θα γινόταν δεκτή κάθε βοήθεια «τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά έθνη». Διευκρινίζοντας ότι αν η υποστήριξη προερχόταν μόνο από τη Ρωσία δεν θα γινόταν δεκτή, ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε ότι αυτή ήταν και η απάντησή του στον τουρκικό Τύπο, που τον χαρακτήριζε «κόκκινο παπά»: «Δεν είμαι κομμουνιστής, είμαι αντικομμουνιστής».
Ο Zincirkıran του διευκρίνισε άμεσα τον συγκεκριμένο τουρκικό χαρακτηρισμό, παραπέμποντας σε παλαιότερη δήλωση του Μακαρίου από τις ΗΠΑ, ότι θα δεχόταν βοήθεια ακόμη και από τη Ρωσία, δήλωση «που μας έκανε να αμφιβάλλουμε για τον εθνικισμό σας, εξ ου και το προσωνύμιο “κόκκινος παπάς” στις εφημερίδες μας».
Όπως υποστήριξε, ο Μακάριος «έμεινε πολύ ικανοποιημένος από τη διευκρίνιση» και συνέχισε να μιλά για το θέμα της ένωσης, επαναλαμβάνοντας ότι σε περίπτωση που το θέμα δεν διευθετηθεί μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας θα ερχόταν στα Ηνωμένα Έθνη. Πρόσθεσε ότι τασσόταν υπέρ της έκφρασης του λαού μέσω δημοψηφίσματος και ξεκαθάρισε ότι σε περίπτωση ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, «θα αναγνωριστούν και τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, όπως ακριβώς των Ελληνοκυπρίων».
Ένωση και βιοτικό επίπεδο
Όταν ο Zincirkıran του υπενθύμισε την άσχημη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και τον ρώτησε κατά πόσο εκείνη επηρέαζε την απόφασή του, ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε με τη φράση που η εφημερίδα επέλεξε ως επικεφαλίδα του ρεπορτάζ, σημειώνοντας ότι η Κύπρος ωφελούσε τη Βρετανία και όχι το αντίθετο, καθώς από τον τελευταίο προϋπολογισμό προέκυπτε ότι οκτώ εκατομμύρια λίρες στερλίνες, προσαυξημένες με τόκο 1%, είχαν μεταφερθεί στο βρετανικό κρατικό θησαυροφυλάκιο. Παράλληλα, τόνισε ότι μπορεί να έπεφτε το βιοτικό επίπεδο σε περίπτωση ένωσης, αλλά «θα είμαστε ελεύθεροι!», με τον συντάκτη να παρατηρεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος μιλούσε «σαν Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας».
Στο σημείο εκείνο του απηύθηνε το ερώτημα γιατί υποστήριζε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ενώ «εξεγειρόταν» έναντι του αντίστοιχου ενδεχομένου ένωσης του νησιού με την Τουρκία, εκθέτοντας τη γνωστή ιστορική αφήγηση από τουρκικής σκοπιάς, στην οποία πρόσθεσε τα εξής: «Και τώρα να σας ρωτήσω: Η Κύπρος, που από το 1571 μέχρι το 1878 βρισκόταν επί τρεις αιώνες υπό τη διοίκηση των Τούρκων, που αργότερα παραχωρήθηκε προσωρινά στους Άγγλους και που κατέληξε να είναι θύμα ενός πολιτικού παιχνιδιού, είναι τουρκική ή ρωμαίικη; Ιστορικοί, γεωγραφικοί, στρατηγικοί και γεωπολιτικοί λόγοι δεν επιτάσσουν την ένωση της Κύπρου με την Τουρκία;».
Έναντι αυτών ο Μακάριος, «αφού σκέφτηκε λίγο», παρέπεμψε στο άρθρο 23 της Συνθήκης της Λωζάννης, εκτιμώντας ότι η Τουρκία σεβόμενη το συγκεκριμένο άρθρο δεν έχει εγείρει θέμα ένωσης. Αντιδρώντας ο Zincirkıran παρατήρησε ότι «αυτός ο μελανοπώγων και μαυρομάτης παπάς δείχνει να πιστεύει στον αγώνα του και, ό,τι και να του λέγαμε, εκείνος συνέχιζε με εκείνα που ήξερε», για να παραθέσει κατόπιν τη δική του απειλητική ανταπάντηση, χωρίς να σχολιάσει το επιχείρημα της Λωζάννης:
«Εμείς οι Τούρκοι δεν δίνουμε σημασία στα κούφια λόγια και στις οχλαγωγίες και δεν ξοδεύουμε άσκοπα την ενέργειά μας, διότι πιστεύουμε, όπως και όλος ο υπόλοιπος κόσμος, ότι οι Άγγλοι δεν προτίθενται να δωρίσουν την Κύπρο σε κανέναν με τέτοιου είδους λόγια. Αν αισθανθούμε κάτι τέτοιο, τότε εμείς που είμαστε οι νόμιμοι ιδιοκτήτες του νησιού, θα κινητοποιηθούμε άμεσα. Και γνωρίζετε το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Τούρκων: Αποσπούν εκείνο που κρατούν».
Στη «μάλλον θυμωμένη» παρατήρηση του Μακαρίου, «μα, δεν σας ρώτησα αυτό», ο συντάκτης αδιαφορώντας του απηύθυνε το ερώτημα κατά πόσο «αρμόζει» σε θρησκευτικούς λειτουργούς να ασχολούνται με την πολιτική, για να λάβει τη «χαμογελαστή» απάντηση του Αρχιεπισκόπου ότι «στις χώρες που επιθυμούν να είναι ελεύθερες, οι ιερωμένοι ασχολούνται με την πολιτική χάριν της ελευθερίας». «Αυθόρμητα» τότε ο Τούρκος δημοσιογράφος σημείωσε απαντητικά, «όμως στην Ελλάδα οι παπάδες δεν έχουν το δικαίωμα εκλογής εξοχώτατε Μακάριε», επιλέγοντας να περατώσει με αυτή του την αναφορά την παράθεση της συνέντευξης που είχε λάβει από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΟΣ
Ο Γιώργος Αγγελετόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Νεώτερη και Σύγχρονη Τουρκική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, ενώ έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο στη Νεώτερη Ιστορία από το Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Ως απόφοιτος του Τμήματος Ακολούθων Τύπου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, έχει υπηρετήσει ως Γραμματέας στο Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας Άγκυρας (2004-2006), και ως Προϊστάμενος Σύμβουλος Επικοινωνίας στα Γραφεία Τύπου και Επικοινωνίας Λευκωσίας (2006-2010) και Κωνσταντινούπολης (2013-2017). Εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών. Είναι συγγραφέας μαζί με τον Ευάγγελο Αρεταίο του βιβλίου “Τουρκία. Το Τρένο του Μεγάλου Εκσυγχρονισμού” (Παπαδόπουλος, 2019) και του εισαγωγικού εγχειριδίου “Πειθώ και Προπαγάνδα” (Παπαδόπουλος, 2020), “Η Χουριέτ και η πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό (1948-1955)”.