Προέκταση των νησιών τα θαλάσσια drones στο Αιγαίο
05/01/2023Όπως είναι γνωστό τη συζήτηση για τα θέματα άμυνας στην Ελλάδα μονοπωλούν τα εξοπλιστικά, με επίκεντρο το Rafale και τις φρεγάτες. Ορθώς η πολιτική ηγεσία επέλεξε την απόκτηση των γαλλικών Belh@rra, όμως οι μεγάλες μονάδες επιφανείας δεν αρκούν για μια σύγχρονη ναυτική δύναμη. Τα πράγματα έχουν αλλάξει και από τους πρώτους που δείχνουν να το έχει αντιληφθεί είναι η κατεξοχήν θαλάσσια δύναμη, οι ΗΠΑ, που αρχίζει να βασίζεται και στα θαλάσσια drones.
Το ναυτικό τους σχεδιάζει τη μετατροπή του σε μια πιο δικτυοκεντρική και λιγότερο πλατφορμοκεντρική δύναμη, για την ακρίβεια εξετάζει την επέκταση της χρήσης ρομποτικών πλατφορμών. Όπως ο γράφων έχει αναφέρει σε πολλά προηγούμενα άρθρα του στο SLpress, η ανάπτυξη πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD) από την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν, τη Βόρειο Κορέα κλπ, τα οποία θέτουν εν κινδύνω τα αμερικανικά μεγάλα πλοία επιφανείας, αναγκάζουν τις ΗΠΑ να αναζητήσουν άλλες μεθοδολογίες θαλάσσιας προβολής ισχύς. Μία από τις εξεταζόμενες λύσεις είναι η επένδυση σε ρομποτικά συστήματα.
Έτσι, τα πλοία του αμερικανικού ναυτικού πρέπει να ξεφύγουν από τη λογική ότι ο πρωταρχικός τους ρόλος είναι η προστασία των αεροπλανοφόρων και να αποκτήσουν επιθετικές ικανότητες. Ταυτοχρόνως, αμφισβητείται η λογική της επένδυσης σε μεγάλες, πολύπλοκες, ακριβές και δύσκολες στην υπεράσπισή τους πλατφόρμες, όπως είναι π.χ. τα αντιτορπιλικά Arleigh Burke. Εξετάζεται η ανάπτυξη μικρότερων και φθηνότερων σκαφών με μεγαλύτερες επιθετικές ικανότητες. Στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας μελετάται η ανάπτυξη επιθετικών ρομποτικών πλατφορμών.
“Διασκορπισμένη φονικότητα”
Μεταξύ των άλλων, το αμερικανικό ναυτικό επενδύει στη “διασκορπισμένη φονικότητα” (distributed lethality), δηλαδή στην ανάπτυξη δικτυακών δομών που θα ενοποιούν επιμέρους “ατελείς” πλατφόρμες σε μια ενιαία πολυπλατφορμική μονάδα μάχης. Βάσει της ίδιας λογικής, το Ναυτικό θέλει να εξοπλίσει με πυραύλους και άλλα όπλα “οτιδήποτε πλέει στη θάλασσα” ώστε να επιφέρει κορεσμό στις δυνατότητες αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής της Κίνας. Σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του υποναυάρχου Ron Boxall (τότε διευθυντή πολέμου επιφανείας στο γραφείο του Αρχηγού του αμερικανικού ναυτικού) στην αρχή θα τοποθετούνται πληρώματα ανθρώπων στα μη επανδρωμένα σκάφη που αναπτύσσει το αμερικανικό ναυτικό.
Σύμφωνα με τη Διοίκηση Θαλάσσιων Ναυτικών Συστημάτων (Naval Sea Systems Command), το αμερικανικό ναυτικό αναπτύσσει τις ακόλουθες κατηγορίες ρομποτικών θαλάσσιων συστημάτων:
- Ένα μεγάλο μη επανδρωμένο πλοίο επιφανείας (USV), το οποίο θα διαθέτει και θα διανέμει μεγάλους αισθητήρες και θα είναι οπλισμένο με πυραύλους και άλλα όπλα.
- Μέσου μεγέθους ρομποτικά σκάφη επιφανείας που θα μπορούν να μεταφέρουν μικρότερους αισθητήρες και πιθανώς εξοπλισμό ηλεκτρονικού πολέμου.
- Μικρά ρομποτικά σκάφη επιφανείας που θα μπορούν να ρυμουλκούν εξοπλισμό ναρκοθηρίας, καθώς και να λειτουργούν ως σύνδεσμοι επικοινωνιών (communications relay) για επανδρωμένα πλοία.
- Ακόμη μικρότερα ρομποτικά σκάφη που θα λειτουργούν ως σύνδεσμοι τηλεπικοινωνιών, καθώς και ως πλατφόρμες αναγνώρισης, επιτήρησης και συλλογής πληροφοριών.
Σύμφωνα με τον υποναύαρχο Boxall, η επένδυση στα ρομποτικά συστήματα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης φιλοσοφίας ανάπτυξης ικανοτήτων του Ναυτικού των ΗΠΑ, η οποία δίνει έμφαση στις μικρές πλατφόρμες έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος αλλά και να αυξηθεί η επιβιωσιμότητα έναντι όπλων, όπως είναι οι κινεζικοί αντιπλοϊκοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ASBM) σαν τον περιβόητο DF21D και τον νεότερο και πολύ πιο εξελιγμένο DF26.
Ανθυποβρυχιακό ρομπότ
Για τον Αμερικανό ναύαρχο, η θεμελιώδης ερώτηση, με την οποία θα πρέπει να ξεκινά ο σχεδιασμός πλοίων είναι «πόσο μικρή μπορεί να είναι η πλατφόρμα μου, ώστε να μπορεί να έχει πάνω της όσα χρειάζεται να έχει». Είναι εμφανές ότι μια ρομποτική πλατφόρμα που δεν θα χρειάζεται χώρους για το πλήρωμα θα έχει μικρότερες διαστάσεις και συνακόλουθα θα απαιτεί μικρότερο κόστος και χρόνο κατασκευής από ό,τι ένα συμβατικό επανδρωμένο πλοίο.
Το “πυρηνικό” σύστημα (core system), πάνω στο οποίο το αμερικανικό Ναυτικό χτίζει τις προδιαγραφές των μελλοντικών του ρομποτικών σκαφών είναι η πλατφόρμα Sea Hunter.
Το Sea Hunter, αποτελεί εξέλιξη του συστήματος ACTUV (Anti-Submarine Warfare Continuous Trail Unmanned Vessel), το οποίο ξεκίνησε ως πρόγραμμα της υπηρεσίας προηγμένων ερευνητικών προγραμμάτων του Πενταγώνου το 2013.
Το ACTUV σχεδιάστηκε για να ενισχύσει με οικονομικό τρόπο τις ικανότητές εντοπισμού υποβρυχίων συμβατικής πρόωσης (SSK), ο αριθμός και οι δυνατότητες των οποίων ανά τον κόσμο αυξάνουν συνεχώς. Θα μπορεί να ιχνηλατεί υποβρύχια, λειτουργώντας αυτόνομα για περιόδους εβδομάδων ή και μηνών, αλλά η σχεδίασή του και ο διαθέσιμος χώρος μπορεί να επιτρέψει και επιπρόσθετες χρήσεις. Οι εταιρείες SAIC και Oregon Iron Works ενεπλάκησαν στην κατασκευή του.
Το πρωτότυπο τριμαράν σκάφος έχει μήκος 40 μέτρων και αποτελείται από συνθετικά υλικά. Έχει εκτόπισμα 130 τόνων και η σχεδίαση του δίνει έμφαση στα χαρακτηριστικά stealth.
Οι θαλάσσιες δοκιμές του Sea Hunter ξεκίνησαν στις 22 Ιουνίου 2016, όπως ανέφερε o Scott Littlefield, διευθυντής του προγράμματος ACTUV στο “γραφείο τακτικών τεχνολογιών” της υπηρεσίας προηγμένων ερευνητικών προγραμμάτων του Πενταγώνου.
Το παράδειγμα των ΗΠΑ
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι από τη στιγμή που οι ίδιες οι ΗΠΑ σκέφτονται έτσι, η Ελλάδα που έχει να υπερασπίσει μια σύνθετη αρχιπελαγική δομή μέσα σε μια μικρή θάλασσα, εκτός από το ναυτικό των “μεγάλων πλοίων” χρειάζεται και μια συμπληρωματική ναυτική δύναμη, πολλών μικρών σκαφών, ρομποτικών, επανδρωμένων και μη επανδρωμένων, που θα λειτουργούν σαν “ρευστή προέκταση” των νησιών.
Αυτά θα αντιμετωπίζουν τα τουρκικά πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης (reconnaissance-strike) και θα συνθέτουν ένα “πολυπλέγμα” (grid of grids) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής, σε συνδυασμό με χερσαία και αεροπορικά μέσα, μετατρέποντας το Αιγαίο σε χώρο αναντίρρητης και αδιαφιλονίκητης ελληνικής κυριαρχίας. Κι αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί παρά να εδραστεί πρωτίστως σε ελληνικές λύσεις.
Βάση γι’ αυτήν την προσπάθεια είναι η ανάπτυξη του θεωρητικού πλαισίου, της φιλοσοφίας δράσης παρόμοιων συστημάτων και της “θεωρίας νίκης” που υπηρετούν, δηλαδή της εγχώριας στρατιωτικής σκέψης. Κι αυτή η στρατιωτική σκέψη δεν μπορεί να μας έρθει “ετοιματζίδικη” από έξω, γιατί οι ιδιαιτερότητες της Ελλάδας (γεωγραφικές, επιχειρησιακές και άλλες) είναι πολλές. Άρα, ιδιαίτερα αυτή, πρέπει να είναι ελληνική και εθνοκεντρική. “Από εμάς για εμάς”.
Το παρόν άρθρο βασίζεται σε υλικό που παρατίθεται στο βιβλίο του Κώστα Γρίβα “Η Νέα Στρατιωτική Επανάσταση και η Ελληνική Αμυντική Στρατηγική” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.