Προς συνομοσπονδία με όχημα την Πενταμερή
01/03/2021Η παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα στο πλαίσιο της διευθέτησης του Κυπριακού Προβλήματος, οδηγεί και στη σημερινή φάση του στην εξαγγελία κατά ταύτα μιας άτυπης Πενταμερούς Διάσκεψης. Στην ως ανωτέρω προβλεπόμενη Πενταμερή θα συμμετέχουν ως ισότιμοι εταίροι, κατά τα αναμενόμενα, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Μεγάλη Βρετανία, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι.
Τα ίδια τα μέρη σε αυτή τη διαδικασία μεταβάλλουν ως σύνθεση αυτή τούτη τη διάσκεψη αφετηριακά σε προβληματική. Τούτο γιατί δεδομένου του γεγονότος πως το Κυπριακό είναι στην αληθή προσέγγισή του ένα εν τοις πράγμασι διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής σημαντικού τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, δεν μπορεί κατά ταύτα, μεσούσης της κατοχής, να παρακάθεται η κατοχική δύναμη ως ισότιμος εταίρος για την επίλυση του προβλήματος εμφανιζόμενη ή και προβαλλόμενη ως δύναμη ικανή να συμβάλει στη διευθέτησή του.
Το εν λόγω σχήμα συνειρμικά μας μεταφέρει σε μία άλλη περίπτωση κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, όπου ο παραλληλισμός αφεύκτως παραπέμπει στη φάση διευθέτησης του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κόσμου, όπου σε μια τηρουμένων των αναλογιών συνθήκη, η ναζιστική Γερμανία θα συμμετείχε, κατέχουσα εν προκειμένω τη μισή Ευρώπη, σε μια διευθέτηση της κατά τα ανωτέρω μελλοντικής αρχιτεκτονικής της γηραιάς ηπείρου.
Η συμμετοχή της κατοχικής δύναμης στη διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού, στον βαθμό που η εν λόγω διεργασία δεν προαπαιτεί την απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής και εποίκων πριν και πέρα από κάθε διαβούλευση για τη δομή και διάρθρωση μιας αυριανής κυπριακής πολιτείας, νομιμοποιεί ουσία αυτή τούτη την κατοχή, εκχωρώντας ταυτόχρονα και ένα ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στην τουρκική πλευρά, επισφραγίζοντας το γεγονός της διεξαγωγής μιας κατά τα ανωτέρω διαπραγμάτευσης ανίσων.
Από κράτος… κοινότητα
Ο επόμενος βηματισμός προσέγγισης αφορά στον τρόπο εκπροσώπησης της Κύπρου σε αυτή τη διάσκεψη, καθώς οι δύο κοινότητες, που συνιστούν την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως προβλέπονται στο Σύνταγμά της, δηλαδή Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, συμμετέχουν ως ισότιμοι εταίροι, δημιουργώντας μια συνθήκη, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, δηλαδή ως κράτος, εμφανίζεται εν προκειμένω ως εκλιπούσα.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι που εντοπίζεται το αναγνωρισμένο κράτος; Η Κύπρος, η οποία έχει διεθνή παρουσία ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα, τόσο στον ΟΗΕ, όσο και στην ΕΕ, αίφνης στο πλαίσιο μιας διαπραγματευτικής διάστασης εμφανίζεται εκλιπούσα ως κρατική οντότητα εκπροσωπούσα το σύνολο των Κυπρίων, μεταβαλλόμενη από κράτος σε κοινότητα επιβεβαιώνοντας και την προ ετών εκφρασθείσα περί τούτου οπτική της Άγκυρας περί μιας ανυπάρκτου Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η προβληματική διάσταση της εν λόγω διαπραγματευτικής προσέγγισης συνίσταται στο γεγονός ότι η Κύπρος όφειλε να εκδηλώνει την παρουσία της ως κρατικής οντότητας, που παραπέμπει στο υποκείμενο διεθνούς δικαίου “Κυπριακή Δημοκρατία” και όχι ως κοινότητα, ισότιμη με την Τουρκοκυπριακή. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ακόμη ένα προβληματικό δεδομένο, που αναφέρεται στο ποιοι αποτελούν την τουρκοκυπριακή κοινότητα στον παρόντα χρόνο;
Η τουρκοκυπριακή διάσταση της παρουσίας της κατά τα ανωτέρω κοινότητας στο κυπριακό πλαίσιο δεν παραπέμπει σε Τουρκοκύπριους καταγεγραμμένους παλαιόθεν ως αυτόχθονες κατοίκους της Κύπρου, αλλά πολύ περισσότερο εν τοις πράγμασι αφορά σε εποίκους, παρανόμως αφιχθέντες και εγκατασταθέντες στη βόρεια και κατεχόμενη περιοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως γνωστόν, βάσει του διεθνούς δικαίου, ο εποικισμός συνιστά έγκλημα πολέμου.
Συνεπώς, η προσερχόμενη στις διαπραγματεύσεις, λεγόμενη Τουρκοκυπριακή ηγεσία, δεν εκπροσωπεί κατά τα ανωτέρω τους Τουρκοκύπριους, αλλά αποτυπώνει κατά μείζονα βαθμό τη θέληση και την πολιτική βούληση των παρανόμως εγκατεστημένων στην Κύπρο εποίκων, οι οποίοι συνιστούν πλέον πολυπληθέστερη σε σχέση με τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό ομάδα, τελούσα κατά ταύτα υπό την άμεση καθοδήγηση και πολιτική θέληση της Άγκυρας.
Η διάσταση της διαπραγμάτευσης με τη συμμετοχή των εποίκων, όχι μόνο αλλοιώνει το ίδιο το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, αλλά υπονομεύει και τις δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας, νομιμοποιώντας, εμμέσως πλην σαφώς, και τους εποίκους ως νόμιμο, πληθυσμιακό στοιχείο, όπερ και σε μια αυριανή επερχόμενη διευθέτηση του προβλήματος, αν επέλθει, οι έποικοι θα είναι παρόντες ως μέρος της λύσης, προϊόν της κατά τα ανωτέρω επελθούσης στη διαπραγμάτευση, «νομιμοποίησής» τους.
Χάσμα στην Πενταμερή
Διερωτάται κανείς, κατά τα ανωτέρω ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο και η στοχοθεσία αυτής της άτυπης πενταμερούς διάσκεψης; Δεν υφίσταται μόνο τεράστιο και διά γυμνού οφθαλμού χάσμα απόψεων μεταξύ των δύο ή τριών πλευρών, καθώς η ελληνική πλευρά της Κύπρου και η Αθήνα εμμένουν στο παραδοσιακό σχήμα μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ενώ η τουρκική διεκδικεί πλέον αναγνώριση και παρουσία στον κόσμο των κρατών δύο ανεξάρτητων πολιτικών οντοτήτων στο πλαίσιο μιας συνομοσπονδιακής διάρθρωσης της αυριανής Κύπρου. Σημειώνεται εν προκειμένω πως συνομοσπονδία κατά το διεθνές δίκαιο παραπέμπει σε δυο ουσία ανεξάρτητες κρατικές οντότητες.
Αυτές οι δύο οντότητες, στην τουρκική οπτική, θα αναμένεται να συμβιώνουν, κατά το κοινώς λεγόμενον, “πλάι-πλάι”, όπου η μια εκ των δυο θα τέλει υπό τον άμεσο πολλαπλό και πολυεπίπεδο έλεγχο της Άγκυρας, ενώ η άλλη θα πορεύεται αναζητούσα ασφάλεια και προστασία. Πρόκειται για μια εξωφρενική διάσταση, στον βαθμό που το σημερινό ανεξάρτητο κράτος, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία, οριοθετείται ή δρομολογείται να μετατραπεί σε δύο κρατικές οντότητες.
Σημειώνεται, κατά ταύτα, πως στο σκεπτικό των δύο κρατικών οντοτήτων υπό μια συνοσπονδιακή διάρθρωση, δεν υφίσταται ισότητα ατόμων ή πληθυσμιακών ομάδων, οντοτήτων ή κοινοτήτων, όπερ παραπέμπει στο προηγούμενο της συνταγματικής δομής της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά αντ’ αυτού υπάρχει μία σαφής διαφοροποίηση, η οποία είναι ποιοτική και ποσοτική και αποτυπώνεται στον όρο κυριαρχική ισότητα συνομοσπονδιακών κρατικών οντοτήτων.
Παραβίαση αρχής ισότητας
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως τόσο ο σχεδιασμός περί δυο κρατικών οντοτήτων στο πλαίσιο μιας προβαλλόμενης συνομοσπονδιακής δομής, όσο και αυτή τούτη η διάσταση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας έρχονται σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό περιεχόμενο του κράτους δικαίου, καθότι παραβιάζουν πολλαπλά τη δημοκρατική αρχή του ένας άνθρωπος – μία ψήφος, που σημαίνει ότι η πλειοψηφία αποφασίζει για τη χώρα.
Περαιτέρω δε, δια των ανωτέρω επερχόμενων κρατικών σχηματισμών, παραβιάζεται η συνθήκη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, καθώς σε αμφότερες περιπτώσεις οι Έλληνες της Κύπρου παρεμποδίζονται θεσμικά στην άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών τους καθ’ άπασα την επικράτεια.
Επομένως και εν συμπεράσματι το κυρίως υπαρκτό δίλημμα είναι ουσιωδώς βαθύτερο και διευρύνεται και ως αποτέλεσμα των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, δηλαδή παραπέμπει στο ποιο είναι το διακύβευμα της πενταμερούς αυτής διάσκεψης; Όταν συζητούμε το θέμα διευθέτησης ενός προβλήματος πρέπει να υπολογίζουμε τις επιπτώσεις, από εξωγενείς και εσωγενείς παράγοντες, που άπτονται της επιβίωσης ενός λαού με την τρισχιλιετή ιστορία, όπως τούτη του κυπριακού ελληνισμού. Περί αυτού πρόκειται.