“Είναι μικρή η Ελλάδα για να έχει δικά της εθνικά συμφέροντα”!
12/08/2023Στην Αθήνα τείνει εδώ και χρόνια να κυριαρχήσει μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ολοκληρωτική ταύτιση με τις ΗΠΑ είναι το καταλυτικό στοιχείο που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αναβαθμιστεί γεωπολιτικά. Σ’ αυτές τις ράγες κινείται ήδη η ελληνική εξωτερική και επί κυβέρνησης Τσίπρα και επί κυβέρνησης Μητσοτάκη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα όφειλε να φέρει εις πέρας ορισμένες αποστολές για λογαριασμό των ΗΠΑ, ανεξάρτητα από τα δικά της εθνικά συμφέροντα.
Η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως είναι γνωστό, έκλεισε με τη Συμφωνία των Πρεσπών το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Κι αυτό γιατί η Ουάσιγκτον ήθελε να εντάξει όσο το δυνατόν πιο σύντομα τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ μεταξύ των άλλων και για να εγκλωβίσει έτι περαιτέρω τη Σερβία μέσα σε ένα ΝΑΤΟϊκό κλοιό, ωθώντας την να κινηθεί κι αυτή προς μια φιλοδυτική κατεύθυνση. Γενικώς επιδιώκει να εντάξει όλα τα Βαλκάνια στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Δύσης, εξαλείφοντας τη ρωσική επιρροή στην περιοχή.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η ανανέωση της συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, χωρίς η Αθήνα να εξασφαλίσει ουσιαστικά ανταλλάγματα. Και βεβαίως, όταν ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία, η Ελλάδα όχι μόνο ευθυγραμμίστηκε με τις ΗΠΑ, όπως και οι υπόλοιπες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ (με εξαίρεση την Τουρκία), όχι μόνο πρόσφερε απλόχερα την Αλεξανδρούπολη, αλλά και έσπευσε να στείλει στο Κίεβο οπλικά συστήματα, σε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας. Και σαν να μην έφθανε αυτό, η κυβέρνηση πρωταγωνίστησε τουλάχιστον στην πρώτη φάση του πολέμου σε αντιρωσική ρητορική.
Ακόμη και στο πλαίσιο ταύτισης με τις ΗΠΑ, όμως, αυτή η πολιτική είναι λάθος για τα εθνικά συμφέροντα. Αν πράγματι η Ελλάδα θα ήθελε να αποτελέσει το κομβικό στοιχείο της αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή, το συμφέρον της θα ήταν οι άλλες χώρες των Βαλκανίων να βρίσκονται εκτός αμερικανικού ελέγχου. Ή ακόμη καλύτερα να είναι σε αντιαμερικανική κατεύθυνση. Αυτό, άλλωστε, ίσχυε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όπου η Ελλάδα αποτελούσε ένα είδος “νησιού” μέσα στα κομμουνιστικά Βαλκάνια, με αποτέλεσμα να έχει έναν σαφώς αυξημένο ρόλο μέσα στη γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Δύσης. Μέρος του ρόλου αυτού ήταν να λειτουργεί και ως φάρος ευημερίας στην περιοχή.
Αντιθέτως, τώρα που οι βαλκανικές χώρες (με εξαίρεση τη Σερβία) έχουν ενταχθεί στη σφαίρα επιρροής της Ουάσιγκτον, ο ρόλος της Ελλάδας μειώνεται. Αυτό είναι ένα μικρό παράδειγμα ότι τα ελληνικά συμφέροντα δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκην με αυτά των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον θέλει όσο το δυνατόν υπό τον έλεγχό της τα Βαλκάνια. Αντιθέτως, η Αθήνα, λογικά, θα ευχόταν διακριτικά το αντίθετο, ώστε να μεγιστοποιήσει τον βαθμό που είναι χρήσιμη για την αμερικανική στρατηγική.
Σε ρόλο φράγματος
Κι όμως, το απλό αυτό παράδειγμα δεν γίνεται κατανοητό από τις ελληνικές ελίτ. Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτό, όπως και άλλα παρόμοια δεν οφείλονται σε κάποιες δυσλειτουργίες του μηχανισμού άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Εκφράζουν μια πολύ βαθιά παθογένειά της, για την ακρίβεια την έλλειψη εθνοκεντρικής γεωπολιτικής λειτουργίας. Κι αυτή η έλλειψη εντοπίζεται στα ίδια τα θεμέλια του σύγχρονου ελλαδικού κράτους.
Όταν φάνηκε ότι ήταν πλέον αδύνατη η αποφυγή της δημιουργίας του ελλαδικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, οι “προστάτιδες δυνάμεις” της Δύσης ανέθεσαν σε αυτό τη γεωπολιτική αποστολή να λειτουργεί ως φράγμα έναντι της Ρωσίας. Για την ακρίβεια, να αποτρέπει την έξοδό της στην κρίσιμης σημασία εσωτερική “λίμνη” του γεωσυστήματος Ευρασίας-Αφρικής, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ενώ, λοιπόν, η Ελλάδα καλούνταν να παίξει το ρόλο του φράγματος ενάντια στη Ρωσία, ταυτοχρόνως είχε ισχυρούς πολιτισμικούς, θρησκευτικούς και ιστορικούς δεσμούς μαζί της. Οι δε λαϊκές τάξεις συνήθως διάκειντο φιλικά προς τους Ρώσους. Για να επιλυθεί ο γόρδιος δεσμός αυτής της αντιφατικής κατάστασης, οι “προστάτιδες δυνάμεις” δημιούργησαν στο νέο τότε ελληνικό κράτος μια ελεγχόμενη από αυτές εσωτερική πραγματικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική εξουσία, καθώς και οι αναγκαίες προεκτάσεις της στην κρατική γραφειοκρατία, στον πνευματικό κόσμο και κυρίως στους μηχανισμούς σχεδιασμού και άσκησης εξωτερικής πολιτικής, έπρεπε να αντιλαμβάνονται τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα μέσα από το δόγμα ότι η Ελλάδα πρέπει πρωτίστως να λειτουργεί σαν φράγμα έναντι της Ρωσίας. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αποκτήσει μηχανισμό εθνοκεντρικής εξωτερικής πολιτικής, γιατί η ίδια η έννοια του εθνικού συμφέροντος αντέβαινε τη λειτουργία που της είχε ανατεθεί.
Από τις κανονιοφόρους στο ΔΝΤ
Όποτε αυτός ο εσωτερικός μηχανισμός δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας την προαναφερθείσα αποστολή του, η ευρωπαϊκή στρατιωτική ισχύς αναλάμβανε να δώσει λύση. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρετανικά και ενίοτε και γαλλικά πολεμικά πλοία υπενθύμιζαν δια των πυροβόλων τους στην Ελλάδα τη δουλειά που είχε να κάνει. Από τον Εμφύλιο η κατάσταση έγινε πιο πολύπλοκη και την αποστολή αυτή ανέλαβαν οι ΗΠΑ, που είχαν πάρει στο μεταξύ τη σκυτάλη από την παραπαίουσα Βρετανική Αυτοκρατορία. Η αμερικανική στρατιωτική ισχύς συνδυάστηκε με τη δημιουργία ενός αστυνομικού-αυταρχικού κράτους, αλλά και με τεράστιες ροές κεφαλαίων προς την ελληνική οικονομία.
Από τη Μεταπολίτευση και μετά, με τη σταδιακή παρακμή του αστυνομικού κράτους αλλά και την επικίνδυνη γιγάντωση του αντιαμερικανισμού στην ελληνική κοινωνία, οι Δυτικοί επικυρίαρχοι συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να αλλάξουν στρατηγική. Έτσι, επένδυσαν στο ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας. Οι κρουνοί των ευρωπαϊκών ταμείων άνοιξαν και ποταμοί χρήματος εισέρρευσαν στη χώρα, ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, αλλά και διαιωνίζοντας την κυριαρχία των υπαρχόντων εξαρτημένων από τη Δύση ελίτ.
Όμως, το ευρωπαϊκό χρήμα είχε και αυτό τα όριά του και σύντομα έδωσε και πάλι την σκυτάλη στην ωμή ισχύ. Τη φάση του απατηλού πλούτου διαδέχθηκε, αναπόφευκτα, η φάση της κρίσης και της φτωχοποίησης με αποτέλεσμα να επιστρέψουμε στην εποχή της βίας και των απειλών. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν τα πυροβόλα των αγγλικών πολεμικών που θα αναλάμβαναν να διατηρήσουν την Ελλάδα στη δυτική σφαίρα επιρροής. Ήταν οι ελεγχόμενοι από τη Δύση οίκοι αξιολόγησης, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, η έλλειψη γεωπολιτικής αυθυπαρξίας της Ελλάδας και η συνεπακόλουθη λειτουργία της ως χώρα-οχυρό της Δύσης εξασφαλιζόταν πλέον δια της απειλής της χρεοκοπίας και της ακραίας φτώχειας.
Εθνικά συμφέροντα ή ταύτιση με τις ΗΠΑ;
Κι αυτή, όμως, η περίοδος δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Ο φόβος έπρεπε να δώσει σταδιακά τη θέση του σε κάποιας μορφής ελπίδα. Στην φάση αυτή βρισκόμαστε σήμερα. Η ταύτιση με τις ΗΠΑ, ωστόσο, είναι ανορθολογική. Η επιλογή αυτή θα είχε, ίσως, κάποιο νόημα εάν εδραζόταν πάνω σε μια δομή διαμόρφωσης ελληνοκεντρικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ταύτιση στην παρούσα φάση είναι η βέλτιστη πολιτική για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Όμως, αυτό προϋποθέτει μια εθνοκεντρική γεωπολιτική λειτουργία, μία αξιολόγηση με κριτήριο τα καλώς εννοούμενα ελληνικά συμφέροντα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση τον ρόλο του φράγματος, ή τουλάχιστον να τον τροποποιήσει κατά τρόπο που να υπηρετεί την Ελλάδα κι όχι μονοδιάστατα τη Δύση. Είναι δεδομένο ότι αν δεν υπάρχει αυτή η εθνοκεντρική γεωπολιτική λειτουργία δεν μπορούμε να μιλάμε για χάραξη ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (φιλοαμερικανικής, φιλοευρωπαϊκής ή οτιδήποτε άλλο), αλλά για υπαγόρευσή εξωτερικής πολιτικής από τους δυτικούς “προστάτες”. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της Ουκρανίας.
Όλα τα παραπάνω ακούγονται σε πολλούς ανεδαφικά, ή και αφελή. Προφανώς, επειδή οι εγχώριες ελίτ έχουν εθιστεί στο δόγμα ότι η Ελλάδα “είναι πολύ μικρή για να έχει δικά της συμφέροντα”! Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα διαχρονικά (με κάποιες εξαιρέσεις) να ακολουθεί μια πολιτική που δεν έχει στον πυρήνα της τα εθνικά συμφέροντα, αλλά συμφέροντα άλλων χωρών και γεωπολιτικών σχηματισμών. Το “ανήκομεν εις την Δύσιν” δεν έχει το νόημα που έχει για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην περίπτωσή μας έχει το νόημα ότι η Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά “περιουσιακό στοιχείο” της Δύσης και δεν λειτουργεί ως αυτόνομο στοιχείο της δυτικής γεωπολιτικής δομής. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μάλιστα, σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο σ’ αυτό το “άθλημα”.
Αν θέλουμε λοιπόν να σχεδιάσουμε εθνική στρατηγική για το μέλλον, στο πλαίσιο ενός υγιούς “ανήκομεν εις την Δύσιν”, το πρώτο βήμα είναι να διεκδικήσουμε τον εαυτό μας. Να αποκτήσουμε μια αυτόνομη, αυτόφωτη και εθνοκεντρική γεωπολιτική λειτουργία και μετά να δούμε, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, πόσο η πολιτική μας θα είναι φιλοαμερικανική, φιλογερμανική, φιλορωσική, φιλοκινέζική, ή φιλοχιλιανή!