ΑΝΑΛΥΣΗ

Συνιστά αλλαγή εποχής η επίσκεψη Ερντογάν;

Συνιστά αλλαγή εποχής η επίσκεψη Ερντογάν;

Με την επίσκεψη Ερντογάν να έχει ολοκληρωθεί και σε ό,τι αφορά τα απόνερά της, είναι πλέον η ώρα του απολογισμού. Όχι μόνο με την έννοια ποιος κέρδισε τι, αλλά κυρίως με την έννοια τι προοπτικές έχει ανοίξει αυτή η επίσκεψη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Συνιστά μία ιστορική καμπή, όπως ισχυρίζονται κάποιοι στην Ελλάδα, ή απλώς πρόκειται για ένα διάλειμμα απροσδιόριστου χρόνου;

Πριν, όμως, απαντήσω σ’ αυτά τα ερωτήματα που συνδέονται με την επίσκεψη Ερντογάν, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι η Αθήνα έχει δύο στρατηγικές επιλογές: Η πρώτη συνίσταται στο να ξεκαθαρίσει ότι δεν θα προσέλθει σε διαπραγμάτευση με την Άγκυρα όσο η Τουρκία κατέχει τη βόρεια Κύπρο, όσο διατηρεί το casus belli, όσο υπάρχει το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και όσο δηλώνει επισήμως ότι 156+ ελληνικές νησίδες του ανατολικού Αιγαίου είναι τουρκικές υπό ελληνική κατοχή.

Η δεύτερη στρατηγική επιλογή είναι η Αθήνα να παρακάμψει όλα τα παραπάνω και να προσέλθει σε διάλογο-διαπραγμάτευση με την Άγκυρα, επιδιώκοντας να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στο διμερές μέτωπο και εάν καταστεί δυνατόν να προκύψει συμφωνία για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Είναι προφανές πως όχι μόνο η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και οι προηγούμενες έχουν επιλέξει σταθερά τη δεύτερη στρατηγική. Κατά συνέπεια, η επίσκεψη Ερντογάν πρέπει εκ των πραγμάτων να γίνει εντός του πλαισίου αυτής της δεύτερης επιλογής.

Στροφή με την επίσκεψη Ερντογάν

Είναι αληθές ότι η συμπεριφορά του Ερντογάν είναι διαφορετική από αυτή που ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, μάλιστα, απέφυγε επιμελώς να προβεί σε δήλωση, η οποία μπορούσε να προκαλέσει ένταση. Από πουθενά, όμως, δεν προκύπτει πως η Τουρκία έχει κάνει βήμα πίσω από τη δέσμη των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεών της σε βάρος της Ελλάδας. Αντιθέτως, κάποιες από τις τελευταίες δηλώσεις του Ερντογάν αφήνουν σαφώς να εννοηθεί πως όλες οι τουρκικές διεκδικήσεις παραμένουν στο τραπέζι, έστω κι αν δεν προωθούνται με τη μέθοδο του καταναγκασμού.

Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος, για τις δικές του σκοπιμότητες, έχει επιλέξει αυτή την περίοδο να κατεβάσει τους τόνους, υιοθετώντας “βελούδινη” ρητορική έναντι της Ελλάδας. Και οι σκοπιμότητές του συνδέονται με τα προβλήματα που υπάρχουν στη σχέση του με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και με το Ισραήλ. Η θέση που πήρε υπέρ της Χαμάς δεν τον έφερε σε αντιπαράθεση μόνο με τη Δύση και το Ισραήλ, αλλά ενίσχυσε και τις επιφυλάξεις της Αιγύπτου και των μοναρχιών του Κόλπου, λόγω της κοινής εχθρότητάς τους προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν έχει αυτή την περίοδο συμφέρον από την επικράτηση χαμηλών θερμοκρασιών στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Όχι μόνο λόγω των άλλων ανοικτών μετώπων και του γεγονότος ότι η τουρκική Πολεμική Αεροπορία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Υπάρχει και η κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους που επισκέπτονται τα βασικά ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Μπορεί στο γεωπολιτικό επίπεδο να μην είναι πρωτεύον ζήτημα, αλλά στο επίπεδο της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής ζωής είναι σημαντικότατο. Είναι ένα δώρο της Αθήνας, το οποίο ο Ερντογάν ήθελε διακαώς για να το “πουλήσει” στην κοινή του γνώμη.

Επίσης, η διαδικασία διαπραγματεύσεων με την Αθήνα γίνεται με τους όρους που πάντα ήθελε η Άγκυρα. Υπενθυμίζω ότι πάντα επεδίωκε διμερή πολιτική διαπραγμάτευση, χωρίς εμπλοκή της ΕΕ. Αυτό γίνεται σήμερα. Επεδίωκε ακόμα η διαπραγμάτευση να επεκταθεί στο σύνολο των μονομερών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων. Με άλλα λόγια, μπορεί –προς το παρόν και από όσα γνωρίζουμε– η Ελλάδα να μην έχει υποχωρήσει από τις πάγιες θέσεις της, αλλά σε ό,τι αφορά στη διαδικασία έχει κάνει βήματα πίσω. Και βεβαίως, η διαδικασία είναι και ουσία…

Ήρεμα ύδατα

Αναμφίβολα, τα ήρεμα ύδατα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που επιβεβαιώθηκαν με την επίσκεψη Ερντογάν, είναι θετική εξέλιξη, αλλά είναι θετική και για τις δύο πλευρές. Δεν είναι παραχώρηση της Τουρκίας, για την οποία πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα αντίτιμο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι τα ύδατα θα παραμείνουν ήρεμα όσο αυτό εξυπηρετεί την Άγκυρα. Δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε για πόσο θα ισχύει αυτό, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για διάλειμμα. Είχαμε, άλλωστε, και στο παρελθόν παρόμοια διαλείμματα και αντίστοιχες μεταπτώσεις από την ένταση στην ύφεση. Κανόνας, όμως, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η –μεγαλύτερη ή μικρότερη– ένταση και εξαίρεση η νηνεμία.

Προφανώς, η υπογραφή της Διακήρυξης, παρότι μη δεσμευτική, από πολιτικής απόψεως δυσκολεύει κάπως την επιστροφή της Τουρκίας στην καταναγκαστική διπλωματία. Επουδενί, όμως, δεν την αποκλείει. Ακόμα κι αν η Ελλάδα δεν δώσει την παραμικρή αφορμή, οι Τούρκοι μπορούν να ερμηνεύσουν αυθαιρέτως σημεία της Διακήρυξης για να κατηγορήσει την Αθήνα. Δεν θα είναι η πρώτη φορά και γι’ αυτό δεν επιτρέπονται αυταπάτες.

Υπενθυμίζω ότι η Άγκυρα χαρακτήριζε πρόκληση την επίσκεψη Ελλήνων κυβερνητικών αξιωματούχων σε ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου! Γιατί να μην το ξανακάνει, εάν κρίνει ότι την συμφέρει να επιστρέψει στην πεπατημένη της έντασης; Επίσης, η Άγκυρα θεωρεί πρόκληση την οχύρωση αυτών των νησιών, οπότε ακόμα και η μεταφορά κάποιου οπλικού συστήματος εκεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αφορμή. Οι διατυπώσεις της Διακήρυξης είναι γραμμένες κατά τρόπο που η κάθε πλευρά μπορεί να τις ερμηνεύσει όπως θέλει, με την απαραίτητη δόση αυθαιρεσίας βεβαίως. Η Αθήνα μπορεί να μην επιδίδεται σε καταχρηστικές ερμηνείες, αλλά ισχύει το αντίθετο για την Άγκυρα.

Χωρίς αυταπάτες…

Ναι μεν, λοιπόν, η ύφεση είναι ευπρόσδεκτη, αλλά η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν επιτρέπει αυταπάτες. Αντιθέτως, επιβάλει στην Αθήνα ναι μεν να βαδίσει τον δρόμο της ύφεσης, αλλά κρατώντας μικρό καλάθι. Και μακάρι για τις δύο χώρες αυτή η περίοδος να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Όσοι, όμως, στην Ελλάδα χαρακτηρίζουν την επίσκεψη Ερντογάν “αλλαγή εποχής” θα ήταν φρόνιμο να λάβουν υπόψη όλα τα παραπάνω.

Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, η διαπραγμάτευση (ανάμεσα στην υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και τον Τούρκο ομόλογό τους) είναι στην αρχή της. Οι συμφωνίες χαμηλής πολιτικής είναι θετική εξέλιξη, αλλά δεν προδικάζουν τίποτα για τον σκληρό πυρήνα της ελληνοτουρκικής διένεξης. Η Αθήνα δηλώνει ότι θα διαπραγματευθεί μόνο συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, ενώ ο Ερντογάν δήλωσε με σημασία ότι πρέπει να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο όλα τα διμερή ζητήματα.

Αυτό πρακτικά σημαίνει και δύο εξαιρετικά ευαίσθητα για την Ελλάδα ζητήματα, οι “γκρίζες ζώνες” και η αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Είναι απολύτως θεμιτό να παραπεμφθεί στη Χάγη η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, αλλά είναι προφανές ότι κανένα κράτος –χωρίς να έχει ηττηθεί σε πόλεμο– δεν μπορεί να εναποθέσει την εδαφική του ακεραιότητα και την εθνική του ασφάλεια στα χέρια ξένων δικαστών.

Ο κόμπος θα φθάσει στο χτένι, όταν η διαπραγμάτευση φθάσει στον σκληρό πυρήνα της ελληνοτουρκικής διένεξης. Δεδομένου ότι στο τραπέζι βρίσκονται μόνο οι μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις, κάθε συμβιβασμός ισοδυναμεί με απώλεια ελληνικής κυριαρχίας ή τουλάχιστον κυριαρχικών δικαιωμάτων. Από μόνο του αυτό το γεγονός θέτει την Αθήνα σε πολύ δυσμενή θέση κι αυτό θα φανεί προσεχώς. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο.