Στο τραπέζι αμερικανικές εγγυήσεις για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας
21/08/2019Η ελληνοαμερικανική Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) υπεγράφη πριν από 29 χρόνια, στις 8 Ιουλίου 1990, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά και τον τότε υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Ντικ Τσένι, και ετέθη σε ισχύ τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Στις παραμονές των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου Αθήνα και Ουάσιγκτον πραγματοποίησαν διερευνητικές συνομιλίες με σκοπό την αναθεώρηση της Συμφωνίας, ώστε να αντανακλά τη σημερινή πραγματικότητα και τις στρατηγικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ισχύουσα Συμφωνία MDCA είχε διάρκεια οκτώ ετών και από το 1998 έως σήμερα οι δύο πλευρές ακολουθούν την πρακτική της ανταλλαγής απλών ρηματικών διακοινώσεων για την –κάθε φορά– ετήσια ανανέωσή της, ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να αποφεύγει το πολιτικό κόστος και το ρίσκο της κύρωσης στη Βουλή των Ελλήνων. Ωστόσο, η καινούργια πολιτική πραγματικότητα, με την κατάρρευση των αντιλήψεων της Αριστεράς κατά της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπως και οι ποικίλες απειλές στα σύνορα της Ελλάδας και πέραν αυτών, μεταβάλλουν τα δεδομένα.
Η απελθούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε δεχτεί η αναθεωρημένη Συμφωνία MDCA να έχει πολυετή διάρκεια και να κατατεθεί προς κύρωση στη Βουλή. Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί η κυβέρνηση της ΝΔ και η ελληνοαμερικανική συνεργασία θα ενταθεί. Χαρακτηριστικό πρώτο παράδειγμα αποτελούν οι σε χρόνο-ρεκόρ σημερινές συναντήσεις του υπουργού Εξωτερικών Δένδια με τον ομόλογό του Πομπέο και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μπόλτον.
Το κείμενο της Συμφωνίας δεν θα αναφέρεται μόνον σε τεχνικά ζητήματα, όπως η βάση της Σούδας, αλλά και σε πιο περίπλοκα, όπως η υποστήριξη μεταφοράς δυνάμεων και η εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού. Ταυτόχρονα, ενδιαφέρουσα είναι η στροφή της Ουάσινγκτον, που επίσης προτιμούσε τις ετήσιες ανανεώσεις, είτε επειδή δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει μια πολιτική κρίση, είτε επειδή δεν είχε καταλήξει στις στρατηγικές επιλογές της για την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας.
Τον Απρίλιο του 2018 η αμερικανική αντιπροσωπεία στη σύνοδο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου (HLCC) είχε προφασιστεί πως δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για τη νομική επεξεργασία και την υπογραφή επικαιροποιημένης συμφωνίας έως τα τέλη του 2018. Ακολούθησε η –διά της καθυστερήσεως– απόρριψη του αιτήματος που υπέβαλε τον Δεκέμβριο ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης για τη σύγκληση νέας συνόδου της Επιτροπής HLCC, που θα συζητούσε και τη νέα συμφωνία, στο πρώτο τρίμηνο του 2019.
Η εξήγηση της αμερικανικής στάσης
Ως επικρατέστερα αίτια για την αλλαγή στάσης της Ουάσινγκτον εκτιμώνται, αφενός, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, με τη συναίνεση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για την Συμφωνία MDCA και, αφετέρου, η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση των προκαταρκτικών διερευνητικών συνομιλιών, θα πρέπει να διευκρινιστούν τουλάχιστον τρία θέματα:
Πρώτον, αν οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις θα πραγματοποιηθούν μέσω των πρεσβειών στις αντίστοιχες πρωτεύουσες, ή με συγκρότηση ειδικής επιτροπής, όπως το 1982-1983 για τις αμερικανικές βάσεις (επικεφαλής, ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών Καψής και ο Αμερικανός πρέσβης Ρ. Μπαρτόλομιου) και το 1987-1990 για την Συμφωνία MDCA (πρέσβεις Χρ. Ζαχαράκις και Α. Φλάνιγκαν). Συγγενές είναι το ζήτημα της σύνθεσης της ελληνικής αντιπροσωπείας με εκπροσώπους, πέραν του υπουργείου Εξωτερικών, του υπουργείου Εθνικής Άμυνας υπό τον Ν. Παναγιωτόπουλο και του ΓΕΕΘΑ.
Δεύτερον, αν η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει να εντάξει στη συμφωνία συγκεκριμένες διατάξεις, ή εναλλακτικά να λάβει συνοδευτικές επιστολές για την εγγύηση της ασφάλειας της χώρας έναντι επίθεσης (από την Τουρκία, χωρίς να κατονομάζεται). Αυτό είχε επιτευχθεί το 1976 με την επιστολή του Χ. Κίσιντζερ προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών Δ. Μπίτσιο. Επίσης, το 1992, με εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας μέσω επιστολής του προέδρου Τζ. Μπους προς τον Έλληνα ομόλογό του Κ. Καραμανλή.
Τρίτον, αν η Αθήνα θα επιδιώξει να λάβει χρηματοδοτική ενίσχυση ή πλεονάζον στρατιωτικό υλικό. Η Συμφωνία MDCA του 1990 προέβλεπε πλήθος τέτοιων ανταλλαγμάτων. Τότε, οι ΗΠΑ είχαν ευνοήσει μεγάλες παραδόσεις οπλισμού στην Ελλάδα από τις συμφωνίες αφοπλισμού CFE στην κεντρική Ευρώπη. Σήμερα, όμως, υφίστανται περιορισμοί στην αμερικανική νομοθεσία, αφού η χώρα είναι αναπτυγμένη και μέλος της Ευρωζώνης.
Πρόσφατα, η Ουάσινγκτον άφησε να εννοηθεί ότι ίσως υπάρξουν κάποιες ευκαιρίες μέσω των προγραμμάτων FMS. Πάντως, εκτός του καθεαυτό κειμένου της Συμφωνίας MDCA, ιδιαίτερη σημασία θα έχουν οι διαβουλεύσεις για άλλα θέματα. Όπως έχει υπαινιχθεί πολλές φορές η Ουάσινγκτον πιθανόν να θέσει θέμα για τις συνέπειες των οικονομικών σχέσεων της Αθήνας με τη Μόσχα και το Πεκίνο.