Σύγκρουση δύο σχολών σκέψης για τα ελληνοτουρκικά
13/04/2021«Και στην πράξη άλλαξαν τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων κατά τη δική τους αυθαίρετη κρίση. Έτσι, η αλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία… και η προνοητική αναβλητικότητα εύσχημη δειλία. Η σωφροσύνη πρόσημα ανανδρίας και η σύνεση σε καθετί αδράνεια για καθετί. Η παράφρων ορμητικότητα συγκαταλέχθηκε στα ανδρικά προτερήματα, ενώ η πολύ προσεκτική εξέταση των πραγμάτων χάριν ασφαλείας λογίστηκε πρόφαση για υπεκφυγή» (Θουκυδίδης).
Το δίλημμα “συνθηκολόγηση/υποταγή, συνδιαλλαγή ή πολεμική σύγκρουση” δεν είναι νέο. Έχει τεθεί πολλές φορές με διαφορετικές εκφάνσεις στην ιστορία μας. Αρχαία και σύγχρονη. Η υπό συνθήκες φόβου, μοιρολατρίας ή δημόσιας ομολογίας αδυναμίας προσαγωγή σε μία διαπραγμάτευση χωρίς αμοιβαία αποδεκτές προϋποθέσεις αποτελεί ασφαλή μέθοδο για διπλωματική ήττα. Αυτό, βεβαίως, ισχύει και για τα ελληνοτουρκικά.
Εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα κυριαρχούν δύο σχολές: Η μία ως βέλτιστη εφικτή επιλογή προέκρινε σταθερά την πολιτική της “υπομονής και επιμονής”, με μικρά και σταθερά βήματα προς τα εμπρός, χωρίς άλματα στο κενό. Στον αντίποδά της είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούν με αστείρευτη κινητικότητα και προσωπική πολιτική σαγήνη να ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα. Αυτή είναι η κατ’ ευφημισμόν αυτοαποκαλούμενη σχολή της διπλωματικής κινητικότητας. Στην πραγματικότητα, δημιουργεί –άθελά της προτιμώ να πιστεύω– σύγχυση και στέλνει λάθος μήνυμα, δίνοντας την εντύπωση ότι συναινεί να συζητήσει με την Τουρκία ζητήματα, τα οποία θεωρούμε ότι άγγιζαν κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Δίνει, άθελά της, το πρόσχημα σε πολλούς να αρχίζουν πάλι τις γνωστές και εύκολες κραυγές για μειοδοσία και προδοσία, αντί για ενότητα, συσπείρωση και προσήλωση στον στόχο της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία. Ελπίζω να διαβάσαμε όλοι πλέον σωστά τι είδους απειλητικό γείτονα έχουμε, καθώς και τον κυνισμό της ηγεσίας του.
Θεωρώ ότι στη σημερινή φάση της αυξημένης πιθανότητας και πρόβλεψης για “θερμό επεισόδιο”, ούτε η μία ούτε η άλλη σχολή μάς δίνουν την επιθυμητή λύση. Η στάση και αντίδραση της Ελλάδος στον Έβρο ήταν η ενδεδειγμένη. Για τον λόγο αυτό προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό –μεγαλύτερο ίσως του προσδοκώμενου– τη συσπείρωση της κοινής γνώμης εξασφαλίζοντας έτσι τη μεγίστη δυνατή “εσωτερική νομιμοποίηση”. Τι μπορεί να γίνει; Υπάρχει αλήθεια κάποιος, ο οποίος δεν θα ήθελε ως βέλτιστη λύση να προτάξει τη διπλωματία και τον διάλογο αν θα ήταν εφικτό να μας οδηγήσουν σε λύση;
Δύο σχολές για τα ελληνοτουρκικά
Πρώτον: Για παράδειγμα, η υπογράμμιση της αξιωματικής και καθαρής θέσης ότι δεν συζητούμε με την Τουρκία ζητήματα εδαφικής μας ακεραιότητας, ολοκλήρωσης και κυριαρχίας θα βοηθούσε πολύ ώστε να τεθούν στο δημόσιο διάλογο τα ζητήματα στη σωστή τους βάση. H “δημιουργική ασάφεια” οδήγησε το 2015 την Ελλάδα στον γκρεμό της αξιοπιστίας και της ισχύος. Ο όρος μάς είναι γνωστός. Τον συναντούμε συχνά σε διπλωματικά κείμενα. Εν τούτοις, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται στον εσωτερικό απολύτως απαραίτητο δημόσιο διάλογο για τη συγκάλυψη προτάσεων που ερμηνεύονται ότι αφορούν στον περιορισμό ή την αναβλητικότητα της άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Δεύτερον: Το ίδιο εκτιμώ ότι πρέπει να γίνει και με τη δυνατότητα/προοπτική προσφυγής μας στο Διεθνές Δικαστήριο. Να καταστεί, δηλαδή, απολύτως σαφές ότι η Ελλάδα έχει τη βούληση να παραπέμψει στη Χάγη μόνο τα ζητήματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των ορίων της ΑΟΖ, αποκλείοντας ταυτόχρονα εκ προοιμίου κάθε συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την εδαφική μας ακεραιότητα και κυριαρχία. Καθαρά λόγια χωρίς υποσημειώσεις.
Επιστρέφω στις θέσεις των εν Ελλάδι παρεπιδημουσών σχολών. Θα ήθελα να προσθέσω ότι μία έκφανση της μίας σχολής σκέψης θεωρεί ότι η Ελλάδα (ειδικότερα οι μαξιμαλιστές “εθνικιστές” υπουργοί, πολιτικοί και αδιάλλακτοι διπλωμάτες, η δήθεν “ακινησία και διστακτικότητά”), είναι η ρίζα του κακού για τα προβλήματά μας με την Τουρκία. Ευτυχής και αμέριμνος θα ήμουν, αλήθεια, αν αυτή ήταν η πραγματικότητα.
Το δίκιο είναι με την άλλη πλευρά!
Eάν δεν υπήρχε κίνδυνος δημιουργίας σοβαρών εις βάρος μας τετελεσμένων, θα ήθελα να δίναμε την ευκαιρία να διαπραγματευθούν εκείνοι οι οποίοι σήμερα ψέγουν μονόπλευρα την ελληνική στάση. Ποιο, άραγε, είναι το προσδοκώμενο για την Ελλάδα όφελος από μία διαδικασία, στην αφετηρία της οποίας οι Έλληνες διαπραγματευτές εκτιμούν ότι το δίκιο είναι με την άλλη πλευρά; Μας αδικούν όταν θεωρούν την Ελλάδα μαξιμαλιστική και την Τουρκία προφανώς διαλλακτική και μετριοπαθή. Λάθη και εσφαλμένες εκτιμήσεις έχουμε αναμφίβολα κάνει. Όχι όμως στον βαθμό που να δικαιολογούν την ελληνική πολιτική-διπλωματική αυτοκτονία.
Η ανάλυση που ορισμένοι προβάλουν είναι η ακόλουθη: Έχουμε χάσει πολλές ευκαιρίες να λύσουμε τα προβλήματα και τις διαφορές μας με την Τουρκία. Ας τα λύσουμε τώρα με συμβιβασμό. Αλλιώς θα αναγκασθούμε αύριο να κάνουμε παραχωρήσεις μετά από πολεμική σύγκρουση ή για να την αποφύγουμε. Δηλαδή, το σκεπτικό είναι: ας κάνουμε τώρα κάποιες παραχωρήσεις, υποχωρώντας από τις θέσεις και γραμμές μας (κόκκινες, κίτρινες, πράσινες ή μπλε δεν έχει σημασία) ενώπιον της υποθετικής και αβέβαιης προοπτικής ότι ίσως αναγκαστούμε εκόντες άκοντες να κάνουμε πίσω αύριο.
Είναι, λοιπόν, τόσο απελπισμένοι από τη δήθεν δική μας αδυναμία και τόσο βέβαιοι για την επικράτηση των άλλων; Τότε, με ποια ακριβώς μέσα και ποια πίστη και αυτοπεποίθηση είναι πρόθυμοι να προσέλθουν σήμερα σε εφ’ όλης της ύλης διπλωματική διαπραγμάτευση και συνδιαλλαγή με την Τουρκία;
Η μία και μοναδική σχολή στην Τουρκία
Καμιά διπλωματική μάχη δεν δίνεται αν δεν πιστεύεις στο δίκιο των θέσεών σου και στην εμβέλεια των επιχειρημάτων σου. Υπάρχει, λοιπόν, η γνωστή και επώνυμη σχολή σκέψης, που την αποκαλώ “πολιτική της μίας λύσης και της μίας επιλογής”, διότι θέλει να μας πείσει ότι έχουμε μόνο μία λύση σε σχέση με την Τουρκία κι ότι δεν υπάρχει καμία άλλη. Αλήθεια, ποιο δόγμα εξωτερικής πολικής και ποιο εγχειρίδιο διαπραγμάτευσης διδάσκουν ότι είναι φρόνιμο να αναζητούμε ως βέλτιστη λύση μεταξύ δύο μερών εκείνη η οποία μοιάζει σαν να έχει εκ των προτέρων επιβληθεί ή εν πάση περιπτώσει προκριθεί; Προσέρχεσαι σε διαπραγμάτευση όταν δεν έχεις πέραν της μίας καλές επιλογές και εναλλακτικές λύσεις και όταν δεν πιστεύεις ότι είσαι εξίσου ισχυρός παίκτης;
Φοβίες, ανασφάλεια και ενοχοποίηση της Ελλάδος (των πολιτικών της, των στρατιωτικών και των διπλωματών της) και ταυτόχρονα αίσθηση αδυναμίας και υποχωρητική διάθεση που καλλιεργούνται άστοχα, δεν είναι θετικά σημεία. Είναι ανησυχητικά συμπτώματα. Όπως, ακόμη, πλέον επικίνδυνα είναι τα άκριτα συνθήματα και οι επικίνδυνες ιαχές περί πολέμου. Το ίδιο η συχνή αποτίμηση της ισορροπίας/ανισορροπίας δυνάμεων αποκλειστικά στη βάση της στρατιωτικής ισχύος και των εξοπλισμών. Θέλω να πιστεύω ότι τα όσα διαδραματίζονται στα χερσαία και στα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδος τον τελευταίο καιρό, θα βοηθήσουν στον επαναπροσδιορισμό κάποιων θέσεων.
Τι όμως συμβαίνει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου; Αλήθεια, ποιες είναι οι αντίστοιχες σχολές σκέψης και δημόσιου διαλόγου σήμερα στην Τουρκία; Δεν υπάρχουν πολλές. Στην πραγματικότητα, είναι μόνο μία. Η ίδια εδώ και 46 χρόνια. Δεν έχει μεταβληθεί. Είναι αποκλειστικά η μία και μοναδική σχολή που εδώ και τόσες δεκαετίες διεκδικεί, απειλεί και απαιτεί από την Ελλάδα κυριολεκτικά “γη και ύδωρ”. Είναι η σχολή που, από το 1975, συνεχώς επισείει την απειλή πολέμου (casus belli) κατά της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως κυβέρνησης και κυβερνήτη… (Εκτενέστερη ανάλυση στο βιβλίο μου “Τα Σύνορα – Αναθεωρητισμός” εκδ. Σιδέρης).