Συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν: Η διπλωματική βιτρίνα και το δύσκολο από πίσω
26/09/2019Η πείρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων μας διδάσκει να μην δίνουμε μεγάλη σημασία στη διπλωματική βιτρίνα που συνοδεύει συναντήσεις κορυφής, όπως η χθεσινή συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν. Η πρόθεση του Έλληνα πρωθυπουργού για επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων είναι ειλικρινής, αλλά δεν αρκεί. Η Άγκυρα έχει χαράξει εδώ και δεκαετίες μία επεκτατική στρατηγική, την οποία με παραλλαγές εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις, χωρίς να εξαιρούνται οι κυβερνήσεις Ερντογάν. Ως εκ τούτου είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι θα την εγκαταλείψει, λόγω της πολιτικής γοητείας του ενός ή του άλλου Έλληνα πρωθυπουργού.
Οι στόχοι αυτής της τουρκικής στρατηγικής, άλλωστε, δεν είναι κρυφοί. Όποιος παρακολουθεί προσεκτικά τα τεκταινόμενα διαπιστώνει ότι η Άγκυρα όχι μόνο εκφράζει τις επιδιώξεις της, αλλά και όσα λέει τα εννοεί. Κατά μία έννοια, προαναγγέλλει τις κινήσεις της, ειδικά τις επιθετικές κινήσεις της. Δεν πρόκειται, βεβαίως, για κάποιου είδους ειλικρίνεια. Το κάνει με σκοπό να καλλιεργήσει την εντύπωση διεθνώς πως υφίσταται μία διαφορά.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η διεθνής κοινότητα να εξισώσει επιτιθέμενο και αμυνόμενο και να συστήνει διαπραγματεύσεις για την επίλυση της “διαφοράς”. Από μία τέτοια διαπραγμάτευση η Τουρκία έχει μόνο να κερδίσει και η Ελλάδα μόνο να χάσει, επειδή στο τραπέζι είναι μόνο νόμιμα ελληνικά κυριαρχικά και διοικητικά δικαιώματα. Αλλά και όσο η Αθήνα αντιστέκεται, όσο αντιστέκεται σε μία τέτοια διαπραγμάτευση, η Άγκυρα εθίζει τη διεθνή κοινότητα με την ιδέα ότι η εκ μέρους της απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ή ακόμα και χρήσης στρατιωτικής βίας είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα του διπλωματικού αδιεξόδου.
Παρότι πρόκειται για πάγια τακτική, κατά έναν περίεργο τρόπο τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία κατά κανόνα την υποτιμούν, αν δεν την παρερμηνεύουν. Το έργο το βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνεται, χωρίς το ελλαδικό και το ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα να διδάσκονται από τα γεγονότα. Προφανώς, δεν πρόκειται για διανοητική ανεπάρκεια. Πρόκειται για την εξόφθαλμη πολιτική-ψυχολογική ροπή τους να βολεύονται στη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων.
Καταφεύγοντας σ’ αυτό το είδος στρουθοκαμηλισμού καλύπτουν την ανικανότητα και ταυτοχρόνως την απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν κατάματα το πρόβλημα. Έτσι, το φοβικό τους σύνδρομο, αντί να λειτουργεί αφυπνιστικά, εξωθεί τις ελλαδικές και ελληνοκυπριακές άρχουσες ελίτ σε μία τάση φαινομενικά ανώδυνων υποχωρήσεων-παραχωρήσεων, με σκοπό την εξαγορά της ύφεσης στο μέτωπο με την Τουρκία.
Χαμηλές θερμοκρασίες
Γιατί τα λέμε αυτά; Τα λέμε, επειδή η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν και τα όσα ειπώθηκαν σ’ αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα τροφοδοτήσουν αυτό το ελληνικό σύνδρομο. Έτσι τουλάχιστον μας διδάσκει η πρόσφατη ιστορία. Μόνη, ίσως εξαίρεση η επίσημη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα στο τέλος του 2017. Και προέκυψε η εξαίρεση, επειδή ο Πρόεδρος Δημοκρατίας είχε τότε θέσει δημοσίως τις ελληνικές θέσεις, υποχρεώνοντας τον Τούρκο ομόλογό του να πει τις δικές του, με αποτέλεσμα να λάβει χώρα μία σπάνια στα διπλωματικά χρονικά δημόσια αντιπαράθεση.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να επιδιώκει χαμηλές θερμοκρασίες στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Η οικονομική κρίση –κι όχι μόνο αυτή– έχει ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων στο στρατιωτικό επίπεδο. Μετά βίας μπορούμε ακόμα να μιλάμε για αποτρεπτική δυνατότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Και εάν δεν ληφθούν το επόμενο διάστημα δραστικά μέτρα, θα χαθεί και ό,τι έχει απομείνει από τη βάση που στηρίζεται το δόγμα της αποτροπής.
Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν μπορεί από μόνη της να επιβάλει χαμηλές θερμοκρασίες στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Απαιτείται η βούληση και των δύο πλευρών. Η Άγκυρα, εξάλλου, έχει από τη δεκαετία του 1970 ακόμα στα χέρια της τον μηχανισμό πρόκλησης κρίσης. Παλιά ήταν το “Χόρα”, μετά το “Σισμίκ” και στις ημέρες μας είναι το “Μπαρμπαρός” και το “Ορούτς Ρέις” για να μείνουμε μόνο στα ερευνητικά σκάφη και να μην πάμε στα γεωτρύπανα “Φατίχ” και “Γιαβούζ”.
Ανακήρυξη ΑΟΖ και κατάθεση συντεταγμένων
Εάν, λοιπόν, ο Ερντογάν αποφασίσει να προκαλέσει κρίση με την Ελλάδα δεν έχει παρά να στείλει ένα σκάφος για να πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, π.χ. στη θαλάσσια περιοχή του Καστελλορίζου. Δεν πρόκειται για σενάριο. Η Άγκυρα έχει ήδη ανακοινώσει τη σχετική πρόθεσή της και στο παρελθόν το είχε κιόλας επιχειρήσει.
Το εάν και πότε θα το ξεναεπιχειρήσει θα εξαρτηθεί από τον δικό του σχεδιασμό. Από την πλευρά της η Αθήνα όχι μόνο κάνει ό,τι μπορεί για να μην προκαλέσει τουρκική αντίδραση, αλλά και έχει εγκλωβισθεί στο φοβικό σύνδρομο. Αν και η Άγκυρα έχει επιδοθεί στις γνωστές κραυγαλέες παραβιάσεις της κυπριακής ΑΟΖ με τις παράνομες γεωτρήσεις του “Φατίχ” και του “Γιαβούζ”, τόσο η κυβέρνηση Τσίπρα όσο και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έπραξαν τίποτα για να υπερασπίσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Αμφότερες περιορίσθηκαν σε μία αμιγώς διπλωματική υποστήριξη.
Το έλλειμμα, όμως, δεν αφορά μόνο στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αφορά και στην υπεράσπιση των ελλαδικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Υπενθυμίζουμε ότι η Τουρκία έχει καταθέσει συντεταγμένες για τα όρια της υφαλοκρηπίδας της στην περιοχή νότια και ανατολικά του τόξου Κρήτη-Κάρπαθος-Ρόδος-Καστελλόριζο. Επειδή θεωρεί παντελώς αυθαιρέτως ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, ουσιαστικά δηλώνει ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (με βάση την αρχή της μέσης γραμμής) είναι δικό της.
Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι η Αθήνα δεν έχει απαντήσει σ’ αυτή την πρόκληση, καταθέτοντας στον ΟΗΕ τις συντεταγμένες της δικής της υφαλοκρηπίδας, ώστε να καταγραφεί η διαφορά. Ακόμα χειρότερα, δεν έχει τολμήσει να ανακηρύξει (όχι να οριοθετήσει) ΑΟΖ, όπως της δίνει το δικαίωμα το διεθνές δίκαιο. Πρόκειται για μία μονομερή πράξη, στην οποία έχουν προβεί όλα σχεδόν τα παράκτια κράτη στον κόσμο.
Ρητορική αποτροπής και έμπρακτος κατευνασμός
Επειδή, όμως, ο λαϊκός παράγοντας εκδηλώνει τάση αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό, η ελληνική πολιτική ελίτ έχει εδώ και πολλά χρόνια καταλήξει να ακολουθεί ένα υβρίδιο πολιτικής: από τη μία πλευρά υιοθετεί μία ρητορική αποτροπής κι από την άλλη μία πρακτική κατευνασμού. Αυτό το υβρίδιο πολιτικής δεν έχει τα πλεονεκτήματα της αποτροπής, επειδή είναι εξόφθαλμα ρητορική και ως εκ τούτου δεν είναι πειστική. Δεν έχει, όμως, ούτε και τα όποια αμφισβητούμενα πλεονεκτήματα του κατευνασμού, επειδή δεν είναι αμιγής, δηλαδή δεν είναι συνεπής με τον εαυτό του κατευνασμός.
Αυτό το υβρίδιο από τη μία ρητορική αποτροπής και από την άλλη έμπρακτος κατευνασμός έχει υιοθετηθεί με παραλλαγές από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1996, από την εποχή Σημίτη. Η κρίση στα Ίμια, μάλιστα, έπεισε τους Τούρκους ότι η διάσταση της αποτροπής είναι κυρίως ρητορική για εσωτερική κατανάλωση, παρά πραγματική στρατηγική επιλογή. Έτσι, στην Άγκυρα, όχι αδικαιολόγητα, θεωρούν πως όταν κλιμακώνουν την επεκτατική πίεση και δημιουργούν μικρά τετελεσμένα, η Αθήνα εξωθείται εμπράκτως στον κατευνασμό, μέσω υποχωρήσεων που συντελούνται δια της διολισθήσεως.
Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν περιέλθει στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ο Ερντογάν δέχεται εισηγήσεις να προκαλέσει κρίση, ενδεχομένως και θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει ισχυρό κίνητρο να βαδίσει αυτό τον δρόμο, αλλά έχει και εξίσου ισχυρό αντικίνητρο να αντισταθεί στον πειρασμό. Το τι τελικώς θα επιλέξει, το εάν θα επιλέξει να πυροδοτήσει ή όχι τον μηχανισμό πρόκλησης κρίσης (σεισμικές έρευνες), θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, με καθοριστικό το πως θα εξελιχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα το υφιστάμενο αμερικανοτουρκικό ρήγμα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, λοιπόν, καλώς πράττει που χρησιμοποιεί διπλωματικά εργαλεία για να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία. Δεν πρέπει, όμως, να βυθισθεί στη γνωστή αυταπάτη ότι με διπλωματικά μέσα θα μπορεί πάντα να αποφύγει την κρίση. Οφείλει, λοιπόν, πίσω από τη διπλωματική βιτρίνα, να προετοιμάζεται πολύ σοβαρά και σ’ όλα τα επίπεδα για εκείνη τη στιγμή. Είναι στοιχειώδες, αλλά και ζητούμενο…