Θα αγοράσουμε μόνο φρεγάτες ή και αμυντική συνδρομή; – Δια παραλείψεως εθνικό έγκλημα;
16/02/2021Η επιλογή της νέας φρεγάτας του Πολεμικού Ναυτικού έχει για πρώτη φορά στην ιστορία των αμυντικών προμηθειών αποκτήσει ένα τόσο κρίσιμο για την εθνική ασφάλεια χαρακτήρα. Κι αυτό, επειδή για πρώτη φορά η προμήθεια ενός οπλικού συστήματος διασυνδέεται ευθέως με ρήτρα για γαλλική αμυντική συνδρομή, η οποία –εάν είναι αξιόπιστη– μπορεί να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων και ως εκ τούτου τις μέχρι τώρα ορίζουσες στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Μέχρι τώρα, πέντε ήταν τα κριτήρια που συνδυαστικά επικαθόριζαν τις τελικές επιλογές στην προμήθεια ενός οπλικού συστήματος: Πρώτον, η επιχειρησιακή δυνατότητά του. Δεύτερον, η καταλληλότητά του σε σχέση με τις ελληνικές αμυντικές ανάγκες. Τρίτον, η τιμή και το κόστος συντήρησης. Τέταρτον, το ποσοστό συμπαραγωγής και η συνακόλουθη μεταφορά τεχνογνωσίας. Πέμπτον, η λεγόμενη “εξοπλιστική διπλωματία”, δηλαδή η δια της αγοράς πανάκριβων οπλικών συστημάτων ενίσχυση των ελληνικών διπλωματικών ερεισμάτων.
Προφανώς, τα πέντε παραπάνω κριτήρια δεν επηρεάζουν το ίδιο την τελική επιλογή. Ένα επιχειρησιακά ακατάλληλο για τις ελληνικές ανάγκες οπλικό σύστημα δεν πρέπει να επιλεγεί ακόμα κι αν παίρνει άριστα στα άλλα κριτήρια. Αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί, επειδή στην Ελλάδα έχουμε επανειλημμένως παραβιάσει τον στοιχειώδη αυτό κανόνα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες που δεν έχουν άμεση σχέση με την αμυντική θωράκιση της χώρας. Με άλλα λόγια, η επιχειρησιακή καταλληλότητα είναι αναγκαία συνθήκη, εάν δεν ικανοποιείται αυτό το κριτήριο όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία.
Κανείς από τους εμπειρογνώμονες δεν διαφωνεί ότι η Belharra είναι επιχειρησιακά πολύ αποτελεσματική, η οποία –λόγω και της δυνατότητάς της για αεράμυνα περιοχής– είναι απολύτως κατάλληλη για τις ανάγκες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Από ό,τι έχει γίνει γνωστό, μάλιστα, και τα πολεμικά πλοία που προτείνουν οι Γάλλοι ως μεταβατική λύση μέχρι να παραδώσουν τις νέες φρεγάτες, είναι μάλλον ικανοποιητική. Από την άλλη, όμως, οι Belharra είναι ακριβές.
Μόνο φρεγάτες ή και αμυντική συνδρομή;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η Ελλάδα δεν αγοράζει μόνο φρεγάτες. Όπως ανέφερα στην εισαγωγή, αγοράζει ταυτοχρόνως και την υπογραφή ελληνογαλλικού συμφώνου αμυντικής συνδρομής. Αυτό, βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι οι διαρροές από γαλλικής πλευράς ισχύουν. Το γεγονός ότι όλο αυτό το μεγάλο διάστημα η Αθήνα έχει αποφύγει επιμελώς όχι μόνο να διαψεύσει τις σχετικές πληροφορίες, αλλά και να αμφισβητήσει, έστω με διαρροές, την αξιοπιστία της γαλλικής πρότασης, μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε βάσιμα όσα διαρρέουν από το Παρίσι.
Στην πραγματικότητα, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι οι φρεγάτες, αλλά το σύμφωνο αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία. Όπως προανέφερα, η εικόνα σ’ αυτό το επίπεδο είναι θολή. Είχαμε έντονες διαρροές από το Παρίσι και σιγή ιχθύος από την Αθήνα. Η ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία δεν πρέπει να περιοριστεί σε μία αγοραπωλησία μαχητικών ή φρεγατών. Και οι δύο πλευρές έχουν συμφέρον την τοποθετήσουν σ’ ένα στρατηγικό πλαίσιο.
Είναι πράγματι διατεθειμένη η Γαλλία να δεσμευθεί με την Ελλάδα σε ρήτρα αξιόπιστης αμυντικής συνδρομής; Και αξιόπιστη αμυντική συνδρομή δεν είναι μόνο γενικές δηλώσεις ή έστω κάποιες επίσης γενικόλογες διαβεβαιώσεις. Αξιόπιστη αμυντική συνδρομή είναι επίσημη δημόσια δέσμευση της Γαλλίας ότι άμεσα θα εμπλακεί στρατιωτικά σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης, συνδράμοντας στρατιωτικά την Ελλάδα. Κι ακόμα πιο αξιόπιστη θα είναι εάν σε ελληνικές βάσεις σταθμεύουν γαλλικές αεροπορικές και ναυτικές μονάδες
Αξιόπιστη δέσμευση χωρίς παραθυράκια
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι εάν το Παρίσι είναι διατεθειμένο να αναλάβει μία τέτοια ξεκάθαρη δέσμευση, χωρίς παραθυράκια. Εάν η απάντησή του είναι θετική κι αφού επιχειρησιακά κανείς δεν αμφισβητεί την καταλληλότητα των Belharra, όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα, ακόμα και η τιμή. Εάν πάλι η γαλλική πλευρά χρησιμοποιεί τα περί αμυντικής συνδρομής σαν μάρκετιν για να πουλήσει οπλικά συστήματα, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να μπει σε τέτοια διαδικασία. Θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη Γαλλία σαν μία ακόμα από τις χώρες που προσπαθούν να πουλήσουν τα όπλα τους.
Αυτός που μπορεί να ξεκαθαρίσει τι από τα δύο συμβαίνει είναι η Αθήνα, αφού, βεβαίως, προηγουμένως εξαντλήσει όλα τα περιθώρια –μέσω διαπραγματεύσεων– για να αποσαφηνίσει τις πραγματικές προθέσεις και εάν καταστεί δυνατόν να δεσμεύσει επισήμως, δημοσίως και εμπράκτως τη Γαλλία. Όπως προανέφερα, όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποφύγει επιμελώς να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, παρότι σ’ ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα εθνικής ασφαλείας δεν χωράνε υπεκφυγές.
Δεν είμαστε, άλλωστε, στην αρχή. Έχει παρέλθει ικανός χρόνος και κυρίως έχει αρχίσει η διαδικασία για την επιλογή της νέας φρεγάτας, χωρίς να συνυπολογίζεται το κριτήριο της αμυντικής συνδρομής. Τα γεγονότα δείχνουν ότι δια της σιωπής η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να παρακάμψει το ζήτημα. Και σ’ αυτό την βοηθάει όλο σχεδόν το πολιτικό σύστημα και βεβαίως τα κατεστημένα ΜΜΕ. Εάν, όμως –επαναλαμβάνω ΕΑΝ– η Γαλλία είναι πράγματι διατεθειμένη να αναλάβει αξιόπιστη δέσμευση για αμυντική συνδρομή, θα ήταν δια παραλείψεως εθνικό έγκλημα να κλωτσήσουμε τη μοναδική αυτή ευκαιρία.
Η Γαλλία δεν είναι μόνο μεγάλη στρατιωτική δύναμη, αλλά και λόγω του δικού της ανταγωνισμού με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει και στρατηγικό συμφέρον να συνάψει στρατιωτική συμμαχία με Ελλάδα-Κύπρο, αλλά και με άλλες χώρες της περιοχής μας, όπως η Αίγυπτος και τα Εμιράτα. Έτσι θα μπορεί να ανασχέσει τον τουρκικό επεκτατισμό, όπως εκφράζεται μέσα από το δόγμα για τη “Γαλάζια Πατρίδα”.
Ριζική αλλαγή στο ελληνοτουρκικό μέτωπο
Μία ξεκάθαρη δέσμευση της Γαλλίας για αμυντική συνδρομή θα άλλαζε ριζικά και υπέρ της Ελλάδας τον συσχετισμό δυνάμεων στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, υψώνοντας αποτρεπτικό τείχος στην τουρκική επεκτατική στρατιωτική πίεση και στην παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, το Oruc Reis δεν θα μπορούσε ατιμωρητί να διεξάγει έρευνες εντός της δυνάμει ελληνικής ΑΟΖ, ούτε τα τουρκικά αεροσκάφη να πραγματοποιούν συστηματικά παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και υπερπτήσεις. Ο Ερντογάν θα το σκεφτόταν δέκα φορές να επαναλάβει τις ίδιες πρακτικές και δεν θα τολμούσε να στείλει σε δυνάμει ελληνική ΑΟΖ γεωτρύπανο, όπως έχει προαναγγείλει.
Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα ζητάει εδώ και δεκαετίες από τις ΗΠΑ μία εγγύηση των ελληνικών συνόρων, αλλά το μόνο που έχει καταφέρει είναι κάποιες γενικές δηλώσεις αμφίβολης αξιοπιστίας. Η αμερικανική επένδυση στα ναυπηγεία είναι σημαντική, αλλά θα μετατραπεί σε δηλητηριώδες ζαχαρωτό εάν μετατραπεί σε όχημα και πρόσχημα για να παρακάμψουμε την υπογραφή συμφώνου με τη Γαλλία για αμοιβαία αμυντική συνδρομή. Και λέμε αμοιβαία, επειδή πιθανόν να χρειασθεί και η Ελλάδα να στείλει μία μικρή στρατιωτική δύναμη στην Αφρική για να συνδράμει τις εκεί γαλλικές δυνάμεις.
Στην πολιτική αγορά βοούν οι πληροφορίες –ελπίζουμε να είναι μόνο φήμες– ότι η κυβέρνηση έχει ήδη προσανατολισθεί στην αγορά των αμερικανικών φρεγατών MMSC και προς αυτή την κατεύθυνση ασκεί πιέσεις στην ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού να “αυτοπυροβοληθεί”, εμφανιζόμενο ότι είναι δική του πρόταση η αμερικανική φρεγάτα MMSC, η οποία έχει παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα και κυρίως δεν έχει τη δυνατότητα για αεράμυνα περιοχής, γεγονός που την καθιστά επιχειρησιακά ακατάλληλη για τις ελληνικές αμυντικές ανάγκες. Η αεράμυνα περιοχής όφειλε να είναι εξαρχής προδιαγραφή κι όχι κάτι που θα μπει μαζί με άλλα κριτήρια σ’ έναν κουβά, από τον οποίο πιθανότατα η επιλογή θα γίνει με εντόνως αμφιλεγόμενα κριτήρια.
Εάν οι Αμερικανοί θέλουν να πάρουν τη σύμβαση ας προσφέρουν αφενός αξιόπιστη εγγύηση για την ελληνική εθνική ασφάλεια, αφετέρου πολεμικό πλοίο που να διαθέτει αεράμυνα περιοχής, όπως το αντιτορπιλικό Arleigh Burke. Τότε, ας τους δώσουμε και προτεραιότητα έναντι των Γάλλων. Τους έχουμε μάθει, όμως, να εξασφαλίζουν ότι, θέλουν χωρίς να δίνουν ανταλλάγματα, όπως συνέβη με τη συμφωνία του 2019 για στρατιωτικές βάσεις, η οποία, μάλιστα, αυτόν τον καιρό είναι σε διαδικασία επέκτασης.