Τί δεν λέει η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τις συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ
07/10/2021Οι κυβερνητικές υπερβολές για επικοινωνιακούς λόγους και η εκμετάλλευση των εξωτερικών θεμάτων για εσωτερική κατανάλωση αποτελούν γνωστά χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής ζωής εδώ και δεκαετίες. Αν κανείς παρασυρόταν από την προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ θα πίστευε ότι η Ελλάδα επέβαλε τη διεθνή ειρήνη μέσω της “Πρωτοβουλίας των έξι” (μαζί, μεταξύ άλλων, με το Μεξικό και την Τανζανία) το 1985 ή ότι οι βάσεις των ΗΠΑ έκλεισαν το 1989.
Ομοίως, ο Κώστας Μητσοτάκης παραπλάνησε την κοινή γνώμη ότι έλυσε το Μακεδονικό στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας το 1992 μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι είχε προτείνει τη φόρμουλα της “διπλής ονομασίας”, ώστε οι “ιθαγενείς” να ομιλούμε για Σκόπια και όλοι οι άλλοι για Μακεδονία. Κατά κωμικοτραγικό δε τρόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε μία τηλεφωνική επικοινωνία Ομπάμα-Τσίπρα το 2015 σαν φιλική και περιέχουσα τη συμβουλή “πώς να μην ασπρίσουν τα μαλλιά σου στην εξουσία”, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος έχει προειδοποιήσει αυστηρά τον συνομιλητή του να μη σπάσει τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας.
Όμως, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, όταν μία κυβέρνηση δεν παρουσιάζει απλώς μία ωραιοποιημένη ή μεγαλοποιημένη εκδοχή της αλήθειας, αλλά αυθυποβάλλεται και παρασύρεται σε μία εικονική πραγματικότητα. Τότε και το μέτρο χάνεται και οι ξένες κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την Ελλάδα με δυσπιστία, αλλάζοντας, πιθανώς, στάση σε επιμέρους θέματα.
Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει, σε μεγάλο βαθμό με τη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ και την ελληνογαλλική συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης. Ως προς την MDCA, εγκυρότατες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν –προσωπικά και βαθύτατα– πεπεισμένος ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο θα συναινούσαν στην ένταξη της Σκύρου στο Τροποποιητικό Πρωτόκολλο της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας. Φέρεται μάλιστα ότι εξέφρασε προ μηνός τη βεβαιότητά του, για τη Σκύρο, σε Έλληνες και ξένους συνομιλητές του, εκ των οποίων οι περισσότεροι δεν είχαν άλλη ενημέρωση και θεώρησαν τη συμφωνία δεδομένη.
Προφανώς, ο πρωθυπουργός είχε νωρίτερα εκτιμήσει, κατά λανθασμένο τρόπο, όσα του είπε ή υποσχέθηκε (ή άφησε να εννοηθούν) ένας Αμερικανός συνομιλητής του, παραβλέποντας τη δυσάρεστη πραγματικότητα που σαφέστατα προέκυπτε από τις διαπραγματεύσεις των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας με την αμερικανική πρεσβεία. Η ονομαστική αναφορά της Σκύρου στο Τροποποιητικό Πρωτόκολλο θα αποτελούσε, πράγματι, μεγάλη εθνική επιτυχία και έμπρακτη απάντηση στις τουρκικές απαιτήσεις αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου και καθιέρωσης ειδικού καθεστώτος του αρχιπελάγους.
Παροχή εγγυήσεων
Δύσκολα, εξάλλου, μπορεί να φανταστεί κανείς την Άγκυρα να στέλνει drones παρακολούθησης στη Σκύρο ή να επιτίθεται κατά του συγκεκριμένου νησιού και των βάσεων της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού, όπου θα συνυπήρχαν αμερικανικές δυνάμεις, ή ομάδες συνδέσμων, ή εγκαταστάσεις κοινής (ελληνοαμερικανικής) χρήσης.
Αντιθέτως, αυτό που εξασφαλίζει το υπουργείο Εξωτερικών είναι η παροχή εγγυήσεων –μέσω επιστολής του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν– για τις ελληνικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές στις οποίες θα ασκούνται ή θα έχουν επιχειρησιακή δράση (και) οι δυνάμεις των ΗΠΑ. Ως προς τη συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τη Γαλλία, η κυβέρνηση παρουσιάζει ή αποδέχεται την εικόνα σύνδεσής της με την παράλληλη αγορά των φρεγατών Belharra, διαφημίζοντας μάλιστα τους οικονομικούς όρους προμήθειάς τους.
Ωστόσο, το αληθές είναι ότι η ναυπηγός εταιρεία τους, η Naval Group (μία από τις ισχυρότερες και πιο επιτυχημένες του κλάδου διεθνώς), έκανε πολύ συμφέρουσα οικονομική πρόταση, αλλά δεν έχει “παραδοθεί” στις ελληνικές απαιτήσεις περί του τελικού κόστους, των προδιαγραφών και του χρονοδιαγράμματος παράδοσης των φρεγατών. Προς το παρόν, έχει υπογραφεί μόνον μνημόνιο κατανόησης και οι διαπραγματεύσεις για τις οικονομικές, τεχνικές και εξοπλιστικές πτυχές αρχίζουν σύντομα. Οι κυβερνητικές διαρροές, περί αγοράς «τριών φρεγατών στην τιμή των δύο», δεν έχουν δικαιολογητική βάση, θα δυσχεράνουν τις συνομιλίες και ίσως προκαλέσουν παρεξηγήσεις σε μεταγενέστερο στάδιο.
Παράλληλα, οι δύο συμφωνίες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, η οποία θα απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής σε περίπου πέντε χρόνια. Από τη στιγμή που η MDCA θα μετατρέπεται –μετά παρέλευση πενταετίας– σε αορίστου χρόνου, θα μπορεί η Ελλάδα να διεκδικήσει θεμιτά ανταλλάγματα από τη σύμμαχο Αμερική ή θα πρέπει προηγουμένως να καταγγείλει τη συμφωνία, διαταράσσοντας τις διμερείς σχέσεις;
Και, επίσης, στην ανανέωση της πενταετούς ισχύος συμφωνία με τη Γαλλία θα υπάρξει (όσο και αν δεν αναφέρεται ρητώς, αλλά ρεαλιστικά αυτό θα ισχύει) άμεση ή έμμεση σύνδεση με εξοπλιστικά προγράμματα; Η κυβέρνηση κρύβει αμφότερα τα θέματα κάτω από το χαλί, αλλά η Ελλάδα αναπόφευκτα στο μέλλον θα τα βρει μπροστά της.