Τι να μην περιμένουμε στα ελληνοτουρκικά από ΕΕ και ΝΑΤΟ
25/09/2020Μπορούμε μόνοι μας; Χωρίς συμμάχους; Η αβίαστη απάντηση είναι όχι. Τόσο κατά την διάρκεια των Μηδικών πολέμων που εξιστορεί ο Ηρόδοτος, όσο και στον κατά Θουκυδίδη Πελοποννησιακό Πόλεμο, η αναζήτηση και εξασφάλιση συμμάχων ήταν κύριο μέλημα των αντιπάλων. Κάποιες συμμαχίες χαρακτηρίστηκαν αμυντικές και άλλες επιθετικές.
Που βρισκόμαστε σήμερα; Τολμώ να ισχυριστώ ότι ειδικά στην παρούσα φάση της εκ θεμελίων αναθεώρησης των ισορροπιών των διεθνών σχέσεων, απορρύθμισης συμφερόντων και αναδιάταξης συμμαχιών η Ελλάδα πρέπει να μπορέσει να σταθεί όρθια, μόνη της έστω αν χρειασθεί. Στον Έβρο και τώρα στο Αιγαίο αποδείξαμε ότι μπορούμε να το κάνουμε όταν υπάρχει η πολιτική βούληση. Επίσης, όταν η βούληση συνοδεύεται από την ομολογουμένως υποδειγματική επιχειρησιακή ικανότητα και επί του πεδίου δυνατότητες.
Οποιαδήποτε περί απομονωτισμού σκέψη θα ισοδυναμούσε σήμερα με καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία και στις δυνατότητές μας και θα οδηγούσε ασφαλώς στην εθνική αποδυνάμωση. Η σταθεροποίηση και ανόρθωση της οικονομίας και η επιστροφή της Ελλάδος στην κατηγορία των “κανονικών” χωρών είναι επιτακτική και έχει ήδη δρομολογηθεί. Αυτός είναι ο βασικός πυλώνας, η συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, για την προοπτική ανάκτησης του χαμένου χρόνου και χώρου και για την προαγωγή της εθνικής ασφάλειας.
Η οικονομία είναι ο θεμελιώδης πυλώνας της εθνικής ισχύος και ασφάλειας, που μας επιτρέπει να ασκούμε πειστική και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική και ισχυρή αποτρεπτική πολιτική. Κάποιοι, στο εσωτερικό, ακόμη και σήμερα δυσκολεύονται να αντιληφθούν και να ενστερνισθούν την πραγματικότητα. Σήμερα, η Ελλάδα χρειάζεται πολιτικό χρόνο. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ, το μεγαλύτερο επίτευγμα της σύγχρονης Ελλάδος, αποτελεί αναμφίβολα εγγύηση. Στα δικά μας χέρια και στη δική μας βούληση εναπόκειται να αξιοποιούμε πάντοτε τις μεγάλες δυνατότητες.
Επικουρικές οι σχέσεις σε ΕΕ και ΝΑΤΟ
Οι συμμαχίες και οι εταιρικές σχέσεις πάσης φύσεως και μορφής (ΕΕ και ΝΑΤΟ) είναι καλές και απαραίτητες. Έχουν, όμως, επικουρικό και μόνο χαρακτήρα. Ειδικά δε σε σχέση με το ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι η απειλή προέρχεται από την Τουρκία, κράτος-μέλος της Συμμαχίας. Η κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις συνολικά έχουν ήδη καταλήξει σε συμπεράσματα από την πρόσφατη επιτήδεια “ουδετερότητα” ορισμένων εταίρων στην ΕΕ και συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ.
Ας ξεκαθαρίσουμε, όμως, ότι μόνη της –εντελώς μόνη της μάλιστα– με ολοένα λιγότερους φίλους και συμμάχους σε σύγκριση με την Ελλάδα είναι και η Τουρκία. Πιστεύω ότι έχουμε βγάλει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για τον τρόπο αντίδρασης αριθμού εταίρων και συμμάχων μας όλο αυτό το διάστημα της αντιπαράταξης των ενόπλων δυνάμεων Ελλάδος και Τουρκίας στο Αιγαίο. Στον κόσμο που σήμερα ζούμε, ας συνειδητοποιήσουμε ότι κανείς –τουλάχιστον στο βαθμό που εμείς ελπίζουμε– δεν θα προστρέξει αυτόματα εις βοήθεια. Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα.
Επιβεβαιώνεται συνεχώς η γνωστή από το 1974 διαπίστωση ότι το ΝΑΤΟ είναι απρόθυμο και ανίκανο να εμποδίσει, να αποτρέψει επιθετικές ενέργειες μεταξύ δύο μελών του. Η διαφύλαξη των συνόρων μας, λοιπόν, είναι αποκλειστικά δικό μας πρωταρχικό καθήκον. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη φίλων και συμμάχων στη βάση των αξιών και του αμοιβαίου συμφέροντος. Επιμένω εν τούτοις στην πρόταξη του συμφέροντος, διότι η δέσμευση σε κοινή κλίμακα αξιών είναι μάλλον θεωρητική και περιστασιακή.
Στην φάση αυτή έχουμε δίπλα μας την Γαλλία. Η συμπαράταξή της με Ελλάδα και Κύπρο δεν έγινε αναμφίβολα μόνο για λόγους αρχών –παρότι δεν λείπουν– αλλά διότι αυτό επέβαλαν τα γαλλικά συμφέροντα στην περιοχή μας. Δικαιούμαι να σημειώσω ότι το οφειλόμενο στο συμφέρον κίνητρο είναι μονιμότερο και ισχυρότερο των αρχών, οι οποίες όλο και περισσότερο σπανίζουν στην παγκόσμιο σκακιέρα.
Λευκορωσία και Τουρκία: Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Παρακολουθώ με προσοχή τα τεκταινόμενα γύρω από τη επιβολή κυρώσεων στην Λευκορωσία του δικτάτορα Λουκασένκο. Πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν διαφορετική από την Ελλάδα και την Κύπρο αντίληψη. Θεωρούν ότι η Ρωσία είναι η κύρια απειλή για την εθνική ασφάλειά τους. Παρά τις θετικές κινήσεις και διπλωματικές προσπάθειες που καταβάλλει συστηματικά τα τελευταία χρόνια η Αθήνα και την άνευ προηγουμένου –ορθή κατά την κρίση μου– αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ, αρκετοί εταίροι και σύμμαχοι θεωρούν ότι η Ελλάδα τηρούσε επιτήδεια πολιτική έναντι της Ρωσίας. Επικαλούνται κυρίως τη φιλορωσική στάση μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης και των ΜΜΕ που εκδηλώθηκε και στην περίπτωση της βίαιης και παράνομης προσάρτησης της Κριμαίας.
Παρακάμπτουν, όμως, ανώδυνα τη δική τους απροθυμία να ταχθούν σήμερα κατά της Τουρκίας και να λάβουν δραστικά μέτρα εναντίον της. Κι αυτό, παρότι δεν πρόκειται για θεωρητική απειλή, αλλά για κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων δύο κρατών-μελών, της Κύπρου και της Ελλάδος. Ορισμένοι εταίροι και σύμμαχοί μας είναι απρόθυμοι να υιοθετήσουν τώρα ενιαία στάση και να λάβουν δραστικά μέτρα (κυρώσεις) έναντι της Τουρκίας.
Πολύ λιγότερο δε να λάβουν μέτρα για την ανατροπή τουρκικών “τετελεσμένων” με σκοπό την επιστροφή στο status quo ante. Την αποχώρηση δηλαδή των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο. Θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς στον αυτοματισμό των αντιδράσεών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια της Ελλάδας και της Κύπρου. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις.
Οι ΗΠΑ και οι εναλλακτικές λύσεις
Το συμφέρον ασφαλείας των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας επιβάλλει την –έστω χωρίς ενθουσιασμό– συνεργασία με την Τουρκία του Ερντογάν. H Ουάσιγκτον θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της, προκειμένου να μην αφήσει την Τουρκία να πέσει ολοκληρωτικά και ανεπιστρεπτί στην αγκαλιά της Ρωσίας. Η Ελλάδα και η Κύπρος, όμως, έχουν τη στιγμή αυτή κυριολεκτικά την δυνατότητα να αξιοποιήσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό την αιτιολογημένη βούληση των ΗΠΑ να εξασφαλίσουν εγκαίρως εναλλακτικές λύσεις. Στον αμυντικό και επιχειρησιακό τομέα και όχι μόνο.
Ανεξαρτήτως της προσωπικής σχέσης του προέδρου Τραμπ με τον πρόεδρο Ερντογάν, οι πρωτοβουλίες των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή ενισχύουν την αδιανόητη μέχρι τώρα ισχυρή εταιρική σχέση της Ελλάδας με σειρά κομβικών χωρών, όπως είναι το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία κ.ά.
Λίγες μέρες πριν εκδηλωθεί η τουρκική υβριδική επίθεση στον Έβρο, ακούγαμε από γνωστές αθηναϊκές σειρήνες ότι η Τουρκία δεν αποτελεί απειλή. Επίσης, ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε μαξιμαλιστές, οπαδοί της διπλωματικής ακινησίας και φοβικοί. Με όσα έχουν μεσολαβήσει τις τελευταίες εβδομάδες (φτάσαμε πάλι στο κατώφλι της στρατιωτικής σύγκρουσης), κατέστη για μία ακόμα φορά προφανές πως οι απόψεις αυτές χαρακτηρίζονται από έλλειψη στρατηγικής θεώρησης της Τουρκίας. Κυρίως, δείχνουν μία αφελή έλλειψη ρεαλισμού. Τουλάχιστον.
Τέσσερα συμπεράσματα
- Η εξαιρετική επίδοση των ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο και στον Έβρο και η πετυχημένη επιχειρησιακή τους δράση είναι εν τέλει ο κύριος και βασικός λόγος που άνοιξε κάποιο παράθυρο για αναδίπλωση –τακτική έστω– της Τουρκίας. Ο Ερντογάν αντελήφθη ότι δεν μπορούσε να πετύχει το στόχο του, χωρίς αβάστακτο και για τον ίδιο προσωπικά κόστος.
- Ταυτόχρονα, η διπλωματική κινητικότητα με Αίγυπτο, Γαλλία, Ισραήλ και Εμιράτα διεύρυναν το πεδίο αποτροπής κατά της Τουρκίας.
- Τώρα, η πολιτική ας δώσει τον αναγκαίο χρόνο για την ενίσχυση των εξοπλισμών και της επιχειρησιακών δυνατοτήτων μας.
- Βασικό μέλημα η αποφυγή δημιουργίας κακών προηγουμένων και ακόμη περισσότερο πολιτικο-διπλωματικών τετελεσμένων.
Τη στιγμή αυτή ιδιαίτερα απαιτείται να ενισχυθεί το μέτωπο Κύπρου-Ελλάδος-Γαλλίας και να διαφυλαχθεί η ενότητα τόσο εντός της κυβέρνησης όσο και του πολιτικού κόσμου. Δεν νοείται τις μέρες αυτές να κατακλυζόμαστε από διασπορά φημών περί ύπαρξης διαφωνιών. Δεν μπορούμε να χάσουμε μέσα σε λίγες μέρες αυτό που όλοι θεωρούμε ότι πετύχαμε από τον Μάρτιο και μετά.
Αυτό ερμηνεύω –αυθαίρετα ίσως– ότι είναι και το βασικό μήνυμα της τηλεγραφικής εγκυκλίου του αντιναύρχου Λυμπέρη: «…Mε βεβαιότητα ότι τα νερά τούτα δικά μας είναι και θα μείνουν επιβεβαιώθηκε από τη στάση σας. Τώρα είναι η ώρα των υπολοίπων να την ενισχύσουν. Κρατήστε τις σημειώσεις των ημερολογίων σας εύκαιρες. Όταν χρειαστεί, τώρα ξέρετε ότι γίνεται. Και θα χρειαστεί».
Ο νοών νοείτω.