Τι παίζεται με τις διερευνητικές – Το διακύβευμα για κάθε πλευρά
16/03/2021Μετά από μεγάλη τουρκική καθυστέρηση πραγματοποιούνται σήμερα 16 Μαρτίου οι διερευνητικές επαφές (62ος γύρος από την αρχή, 2ος της νέας περιόδου). Η κωλυσιεργία, βεβαίως, δεν ήταν τυχαία. Στόχος του Ερντογάν ήταν να φέρει την ελληνοτουρκική συνάντηση χρονικά πολύ κοντά στη Σύνοδο Κορυφής, προκειμένου να διευκολύνει τους υποστηρικτές του εντός της ΕΕ. Κι αυτό, επειδή υποτίθεται ότι στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής θα αξιολογηθεί η στάση της Τουρκίας.
Στην πραγματικότητα, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση που είχα διατυπώσει από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Πρώτον, ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος θα αρχίσει και δεύτερον ότι θα είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη παρένθεση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε την αυταπάτη πως εάν με παρέμβαση Βερολίνου και Ουάσινγκτον ξανάρχιζαν οι διερευνητικές, θα εξασφάλιζε κάποια χρόνια σχετικής ηρεμίας στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Ισχυρίζομαι ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί αυτό που ζήσαμε από το 2002 μέχρι το 2016, όπως συνεχίζουν να πιστεύουν αρκετοί στην Αθήνα. Αν και η Άγκυρα το προηγούμενο διάστημα απέφυγε κραυγαλέες επιθετικές κινήσεις, φρόντισε όμως να κρατάει ψηλά τη θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Ο λόγος που το κάνει είναι ότι θέλει να καταστήσει σαφές ότι δεν κάνει ούτε βήμα πίσω από τις επεκτατικές διεκδικήσεις της κι ότι οι διερευνητικές έχουν νόημα για εκείνη μόνο εάν συμπεριλάβουν στην ατζέντα αυτές τις διεκδικήσεις.
Η αναβολή των ερευνών του Oruc Reis ήταν το πρόσχημα που ζητούσε από το καλοκαίρι ο Μητσοτάκης για να καθίσει στο τραπέζι, ισχυριζόμενος –σε αντίθεση με τους Τούρκους– ότι το μόνο θέμα στην ατζέντα θα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Υπενθυμίζουμε ότι ο Τσαβούσογλου είχε τότε δηλώσει στο CNN Turk πως στην τηλεδιάσκεψη που είχε τότε με την Μέρκελ, ο Ερντογάν είχε ξεκαθαρίσει ότι το Oruc Reis δεν αποσύρθηκε, αλλά ελλιμενίστηκε, προσθέτοντας: «Αφού ολοκληρωθεί η συντήρηση, θα συνεχίσουμε τις δραστηριότητές μας με αποφασιστικότητα».
Εκείνη η δήλωση σημαίνει ότι η Άγκυρα θα κρατήσει το Oruc Reis ελλιμενισμένο ή όχι, κρίνοντας δύο παράγοντες: Πρώτον, το εάν οι διερευνητικές εξελίσσονται κατά τον τρόπο που επιδιώκει. Δεύτερον, το εάν το διεθνές περιβάλλον, οι αμερικανοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις της αφήνουν περιθώρια να επανέλθει στον δρόμο του διπλωματικού καταναγκασμού και της προβολής στρατιωτικής ισχύος.
Διερευνητικές και τουρκικές επιδιώξεις
Η Άγκυρα δεν κρύβει τις επιδιώξεις της. Μας τις λέει ξεκάθαρα σε κάθε ευκαιρία: Θέλει στην ατζέντα να συμπεριληφθούν και να αποτελέσουν αντικείμενο διμερούς διαπραγμάτευσης το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, οι “γκρίζες ζώνες” και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Αρχικός στόχος της είναι να νομιμοποιήσει πολιτικά τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της, μετατρέποντάς τις στα μάτια της διεθνούς κοινότητας σε διμερείς διαφορές, οι οποίες πρέπει να επιλυθούν με κάποιον συμβιβασμό. Προφανώς, όταν στο τραπέζι είναι μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, από τον οποιοσδήποτε συμβιβασμό η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο να κερδίσει.
Υπενθυμίζουμε ότι η επέκτασή των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είναι –σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο– δικαίωμα που ασκείται μονομερώς από κάθε παράκτιο κράτος. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα, υποκύπτοντας στο τουρκικό casus belli, είχε αποδεχθεί να μετατραπεί σε αντικείμενο διμερούς διαπραγμάτευσης. Αυτό είχε συμβεί σε παλαιότερες διερευνητικές συνομιλίες, όπως προκύπτει από τα πρακτικά τους. Για την ακρίβεια, είχε προτείνει τα ελληνικά χωρικά ύδατα να έχουν διαφορετικό εύρος από περιοχή σε περιοχή.
Αναφορικά με τις “γκρίζες ζώνες” υπενθυμίζουμε ότι η Άγκυρα πλέον μιλάει για “τουρκικά νησιά υπό ελληνική κατοχή”. Και δεν αναφέρεται μόνο σε βραχονησίδες, αλλά και σε κατοικημένα νησιά (π.χ. Φούρνοι, Οινούσσες, Αγαθονήσι). Ουσιαστικά, οι Τούρκοι επιδιώκουν να ακρωτηριάσουν την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χρησιμοποιώντας ως όπλο το φοβικό σύνδρομο της Αθήνας.
Αποστρατιωτικοποίηση των νησιών
Ο Τσαβούσογλου σηματοδότησε τις τουρκικές προθέσεις όταν μίλησε για πακέτο: «Είναι χρήσιμο να τα συζητήσουμε αυτά ως πακέτο, όχι να επιλέξουμε ένα θέμα». Προανήγγειλε, μάλιστα, ότι το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μετατρέπεται σε αιχμή του δόρατος της τουρκικής διπλωματίας: «Θα συνεχίσουμε να το διατηρούμε στην επικαιρότητα της διεθνούς κοινότητας. Ένας από τους σκοπούς των συνομιλιών είναι η επίλυση αυτού του προβλήματος».
Οι Τούρκοι προτάσσουν το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή έχουν κάποια νομικά ερείσματα. Δεύτερον, επειδή ουσιαστικά επιδιώκουν μερική αποστρατιωτικοποίηση. Στην πραγματικότητα δεν τους ενδιαφέρουν οι στρατιώτες. Τους ενδιαφέρει να αποτρέψουν τον εξοπλισμό των ελληνικών νησιών με πυραυλικά συστήματα (εδάφους-αέρος, εδάφους-θαλάσσης και εδάφους-εδάφους), τα οποία αντικειμενικά μπορούν να ενισχύσουν δραστικά την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική. Γι’ αυτό και ο Τσαβούσογλου κατηγόρησε την Ελλάδα ότι «μεταφέρει βαρύ οπλισμό στα νησιά».
Ούτε καν οι Τούρκοι μπορούν να ισχυρισθούν ότι ο εξοπλισμός των νησιών έχει στόχο ελληνική απόβαση στα τουρκικά παράλια. Η Ελλάδα επικαλείται το προβλεπόμενο από τη Χάρτα του ΟΗΕ δικαίωμα στην αυτοάμυνα. Δεν πρόκειται για πρόσχημα. Η τουρκική στρατιά του Αιγαίου στα μικρασιατικά παράλια έχει επιθετική διάταξη. Όπως δείχνουν οι ασκήσεις της αποστολή της είναι η απόβαση σε ελληνικά νησιά. Γι’ αυτό και ναυλοχεί απέναντι από τα νησιά μεγάλος τουρκικός αποβατικός στόλος.
Η ύπαρξή του είναι η αναμφισβήτητη απόδειξη των προθέσεων της Άγκυρας, δεδομένου ότι τα αποβατικά είναι αμιγώς επιθετικά σκάφη. Ο Τσαβούσογλου κατηγορεί τους κεμαλιστές ότι με τη Συνθήκη της Λωζάννης «δώσαμε τα νησιά που βρίσκονται ακριβώς δίπλα μας». Οι Τούρκοι ξεχνούν πως τα νησιά κατοικούνται από Έλληνες επί αιώνες. Το ίδιο και οι μικρασιατικές ακτές. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών η Μικρά Ασία εκκενώθηκε από το ελληνικό στοιχείο και με τη Συνθήκη της Λωζάννης το σύνορο μπήκε ανάμεσα στα νησιά και τις μικρασιατικές ακτές.
Αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης
Γι’ αυτό τον λόγο ο Ερντογάν ζητάει την αναθεώρηση της Συνθήκης και στελέχη του δηλώνουν συχνά-πυκνά πως το Καστελλόριζο και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, λόγω γειτνίασης με τις τουρκικές ακτές, πρέπει να περιέλθουν στην Τουρκία! Κάποιοι, μάλιστα, επικαλέσθηκαν ως λόγο κατάληψης των νησιών την –κατ’ αυτούς– παράνομη στρατιωτικοποίησή τους! Ας σημειωθεί ότι στο παρελθόν είχε προταθεί (και από Αμερικανούς) ως αντάλλαγμα για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών η Τουρκία να αποσύρει τη Στρατιά του Αιγαίου (από τα παράλια στο εσωτερικό) και τον αποβατικό στόλο της. Επί Σημίτη, μάλιστα, ορισμένοι κύκλοι στην Αθήνα συζητούσαν σοβαρά την πρόταση!
Είναι προφανές, όμως, ότι η Στρατιά του Αιγαίου και ο αποβατικός στόλος μπορούν να ξαναβρεθούν απέναντι στα νησιά σε 1-2 ημέρες, ενώ ο επανεξοπλισμός ενός νησιού είναι δύσκολος και απαιτεί μήνες. Πιθανότατα, μάλιστα, οι Τούρκοι θα απειλήσουν με κρίση για να τον εμποδίσουν, θέτοντας ουσιαστικά τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου σε ομηρία.
Υπενθυμίζουμε ότι η εισβολή στην Κύπρο κατέστη δυνατή επειδή είχε προηγηθεί από τη δικτατορία η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που είχε στείλει η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου στη δεκαετία 1960. Από το τέλος του 1967 που αποσύρθηκε η μεραρχία (με εκβιασμό των Τούρκων και υπόδειξη των Αμερικανών) η Κύπρος ήταν όμηρος. Έτσι, όταν δόθηκε η ευκαιρία με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, η Άγκυρα την εκμεταλλεύθηκε με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η Ιστορία διδάσκει όσους θέλουν να διδαχθούν
Η Ιστορία, λοιπόν, διδάσκει, αλλά πρέπει και το ελληνικό πολιτικό σύστημα να θέλει να διδαχθεί. Υποκρινόμαστε ότι το Oruc Reis δεν πραγματοποίησε για πολλές εβδομάδες έρευνες σε δυνάμει ελληνική ΑΟΖ. Η πραγματικότητα είναι ότι η Άγκυρα κάθεται στο τραπέζι των διερευνητικών, έχοντας δημιουργήσει ένα επεκτατικό τετελεσμένο, το οποίο στην κατάλληλη στιγμή θα επικαλεστεί. Αυτό και εξαρχής επεδίωκε. Η περιβόητη αποκλιμάκωση είχε έλθει μετά το τετελεσμένο και πριν τη Σύνοδο Κορυφής, ώστε να αποτρέψει την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων στην Τουρκία. Ο Ερντογάν, πάντως, έχει στα χέρια του μηχανισμό πρόκλησης κρίσης, τον οποίο θα ενεργοποιήσει όποτε κρίνει.
Έχει στην πράξη αποδειχθεί ότι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να φθάσουν σε συμφωνία παρότι ήταν διατεθειμένες να κάνουν παραχωρήσεις στην Τουρκία. Η Άγκυρα ζητάει τόσα πολλά που μέχρι τώρα καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να δώσει. Από την άλλη, έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα, εάν στις διερευνητικές η Αθήνα αρνηθεί μέχρι τέλους να διαπραγματευθεί επί των μονομερών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων για να μην τις νομιμοποιήσει, θα πληρώσει διπλωματικό κόστος.
Ο Ερντογάν θα της επιρρίψει την ευθύνη του ναυαγίου και –εάν το διεθνές κλίμα του επιτρέπει– θα ξαναστείλει το Oruc Reis για έρευνες, ανακυκλώνοντας την κρίση. Θα ξαναβρεθούμε δηλαδή στην ίδια κατάσταση και μάλιστα Γερμανοί και Αμερικανοί (κι όχι μόνο) θα μας κατηγορούν ότι δεν είμαστε επαρκώς εποικοδομητικοί! Εκτός κι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη διολισθήσει σε διαπραγμάτευση επί των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων, οπότε θα μιλάμε για άλλους όρους…