Τι θα συζητήσουν Τσίπρας-Τραμπ στον Λευκό Οίκο
12/10/2017του Αλέξανδρου Τάρκα –
Οι επικείμενες συνομιλίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ είναι θετικές ως προς την ουσία, καθώς οι άριστες διμερείς σχέσεις είναι χρήσιμο να επιβεβαιώνονται και να αποκτούν χειροπιαστό αντίκρισμα. Επίσης, είναι και σημαντικές ως προς το συμβολισμό της αποδοχής του δυτικού προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από την Αριστερά.
Ωστόσο, η καθεαυτή επίσκεψη στο Λευκό Οίκο δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε ισοδυναμεί με εγγύηση επίλυσης όλων των ελληνικών προβλημάτων. Πρόκειται μόνον για έναν ενδιάμεσο σταθμό της συνεννόησης Αθήνας-Ουάσιγκτον για την ταραγμένη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων και άλλα θέματα. Αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες τους επόμενους μήνες, το μόνο που θα έχει απομείνει θα είναι οι φωτογραφίες στο Οβάλ Γραφείο.
Άλλωστε, εκπλήξεις έχουν δοκιμάσει πολλοί Έλληνες πρωθυπουργοί των τελευταίων δεκαετιών. Μεταξύ άλλων, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που είχε στενή σχέση με τον πρόεδρο Κάρτερ από το 1977 και ειλικρινή συνάντηση μαζί του τον Ιούνιο του 1978. Ένα μήνα αργότερα, όμως, υπέστη το σοκ της άρσης του εμπάργκο πώλησης όπλων προς την Τουρκία.
Ο υπεραισιόδοξος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το Δεκέμβριο του 1991, αναχώρησε από την Ουάσιγκτον σαν πρωταγωνιστής στα Βαλκάνια, αλλά μετά τον Απρίλιο του 1992 δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της στροφής των ΗΠΑ στο ζήτημα των Σκοπίων και γενικότερα της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Ο δε ρεαλιστής Κώστας Καραμανλής, μετά τις συνομιλίες με τον Τζορτζ Μπους το Μάιο του 2004 και τη συνεργασία για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Αυγούστου, είδε τους μόλις επανεκλεγέντες Ρεπουμπλικάνους να αναγνωρίζουν την ΠΓΔΜ σαν «Μακεδονία», το Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Τίποτα δεδομένο
Το συμπέρασμα είναι ότι λόγω των πολλών και μεταβαλλόμενων συσχετισμών που διαχειρίζονται οι ΗΠΑ διεθνώς και λόγω των πολλών εσωτερικών κέντρων διαμόρφωσης της πολιτικής τους, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Από τις αρχές του 2017 και πριν ακόμα την ορκωμοσία του προέδρου Ντ. Τραμπ, η ελληνική πλευρά προσπάθησε να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τα νέα πρόσωπα στο Λευκό Οίκο, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, στο Στέητ Ντηπάρτμεντ, στο Πεντάγωνο και στο υπουργείο Οικονομικών.
Ως πλέον αποτελεσματικές έχουν αποδειχθεί οι επαφές του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με το Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας στρατηγό Μακ Μάστερ, χάρη στις οποίες (μαζί την εντατική εργασία της Αμερικανικής Πρεσβείας Αθηνών το τελευταίο δίμηνο) εξασφαλίστηκε η συνάντηση Τραμπ-Τσίπρα.
Αντίθετα, ο υπουργός Άμυνας Μάτις, αν και απεδέχθη καταρχήν πρόσκληση του ομολόγου του Πάνου Καμμένου τον Απρίλιο, δεν όρισε ημερομηνία επίσκεψης στην Ελλάδα. Το δε υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει απορρίψει πλήθος κρούσεων για στήριξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου στο ζήτημα του χρέους.
Τα θέματα της ατζέντας
Σε αυτό το πλαίσιο, η ατζέντα στο Λευκό Οίκο και στη συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών διαμορφώνεται ως εξής:
Πρώτον, επιβεβαίωση της στρατηγικής σχέσης Ελλάδας-ΗΠΑ με συζήτηση τρόπων διεύρυνσής της και αμερικανικές δηλώσεις υπέρ της χώρας μας ως νησίδας σταθερότητας σε μια εξόχως ταραγμένη περιοχή. Στους διπλωματικούς κύκλους, είναι γνωστό ότι ο στρατηγός Μακ Μάστερ έχει επίγνωση της ανάγκης προστασίας της Μεσογείου (Μεταναστευτικό, στήριξη Αιγύπτου και Λιβύης) και αντιμετωπίζει θετικά τις τριμερείς συνεργασίες της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, το Λίβανο και την Ιορδανία.
Δεύτερον, προσπάθειες του Στέητ Ντηπάρτμεντ για εκτόνωση της έντασης Ελλάδας-Τουρκίας, η οποία πάλι κορυφώνεται (χωρίς δημοσιότητα) με προκλήσεις κατά της προεργασίας εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Συμπτωματικά ή όχι, Αμερικανός αξιωματούχος θα επισκεφθεί την Αθήνα και την Άγκυρα αμέσως μετά τις συνομιλίες Τραμπ-Τσίπρα. Μέγιστο είναι και το ενδιαφέρον για τη συνάντηση Κοτζιά-Τσαβούσογλου στις 24 Οκτωβρίου (αντί του προγραμματισμένου -και καταδικασμένου σε αποτυχία- Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στη Θεσσαλονίκη).
Τρίτον, η αμυντική συνεργασία είναι στενότατη, αλλά δεν έχουν καμία βάση οι φήμες περί μεταφοράς της βάσης του Ιντσιρλίκ στη Σούδα, στην Κάρπαθο ή στην ηπειρωτική χώρα. Πέραν του γεωγραφικού στοιχείου, η απλή αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ δεν κλείνουν τη συγκεκριμένη βάση στην Τουρκία και δεν αντιμετωπίζουν επιχειρησιακά προβλήματα παρά την επιδείνωση των σχέσεων με το καθεστώς Ερντογάν.
Αντίθετα, υπάρχει ενδιαφέρον για την πολυετή ανανέωση της συμφωνίας για τη Σούδα, ώστε να είναι εφικτός ο προγραμματισμός έργων υποδομής και η χρηματοδότησή τους. Εκκρεμεί, επίσης, (από το 2011) η υπογραφή συμφωνίας για τις υπερπτήσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών και τη μεταστάθμευσή τους στο Καστέλι ή στην Καλαμάτα.
Πάντως, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Σούδα δεν έχει μόνον στρατηγικό, αλλά και οικονομικό χαρακτήρα, όπως αποδείχθηκε στις αρχές του έτους με την εκτέλεση επειγουσών εργασιών στο αεροπλανοφόρο G.H.W Bush. Αν δεν γίνονταν στη Σούδα θα έπρεπε να γίνουν στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια, όπως το 2015-16, με κόστος εκατομμυρίων δολαρίων.
Τέταρτον, η ελληνική πλευρά ανησυχεί για τα Βαλκάνια και τις πληροφορίες για προσεχείς αμερικανικές πρωτοβουλίες ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, χωρίς προηγούμενη επίλυση του ονοματολογικού. Η Αθήνα θα καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, ώστε να προληφθούν οι αποσταθεροποιητικές τάσεις που εκπορεύονται από τα Τίρανα και τα Σκόπια.
Πέμπτον, για το Κυπριακό αναμένεται μόνο σύντομη ανταλλαγή απόψεων, καθώς η Ουάσιγκτον θα εξετάσει το ενδεχόμενο πρωτοβουλιών μετά τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2018 στη Μεγαλόνησο.
Έκτον, συνεχίζεται η αβεβαιότητα για το Visa Waiver Program (εξαίρεση Ελλήνων πολιτών από την υποχρέωση θεώρησης), καθώς η παράτασή του μέχρι τις αρχές του 2018, ώστε να επιλυθούν τα προβλήματα αυθεντικότητας των ελληνικών εγγράφων ταυτοπροσωπίας, μάλλον δεν αρκεί.
Μεγάλο μέρος των συνομιλιών θα καλυφθεί εξάλλου με τα θέματα της ελληνικής οικονομίας (με δήλωση στήριξης των ΗΠΑ, αλλά χωρίς συγκεκριμένη πρωτοβουλία προς την Ευρωζώνη) και των αγωγών φυσικού αερίου και ενεργειακής ασφάλειας.